Υπερκέρδη με υψηλά μερίσματα της τάξης του 50%-60% επί των κερδών και ενδιάμεσες πληρωμές, ανθεκτικότητα των εσόδων από τόκους παρά την πτώση των επιτοκίων, ισχυρή πιστωτική επέκταση, κεφαλαιακή επάρκεια, σημαντικές κατακτήσεις σε πανευρωπαϊκό επίπεδο σε κερδοφορία και εξυγίανση χαρτοφυλακίων (η Ελλάδα στις χώρες με το χαμηλότερο δείκτη μη εξυπηρετούμενων δανείων και υψηλά περιθώρια κέρδους, ενώ διέπρεψε και στα stress tests) αλλά και συνεχείς αναβαθμίσεις της επενδυτικής τους βαθμίδας από διεθνείς οίκους οδήγησαν σε μια ανεπανάληπτη ανάπτυξη των τεσσάρων συστημικών τραπεζών και μία χρονιά που αδιαμφισβήτητα ήταν πέρα για πέρα θετική για τους Έλληνες τραπεζίτες.

Στην ανάπτυξη αυτή έχουν ήδη διαδραματίσει σημαντικό ρόλο -και αναμένεται περισσότερο- οι εξαγορές σε διάφορους κλάδους που δημιουργούν υπεραξία στους μετόχους και στο χαρτοφυλάκιο των τραπεζών. Στοιχείο της κανονικότητας, στην οποία επιστρέφουν οι τράπεζες, αποτελεί, επίσης, και η επιστροφή των ασφαλιστικών εταιρειών, ύστερα από μία δεκαετία, στα χαρτοφυλάκιά τους, με ορισμένες αγορές μάλιστα να αλλάζουν τον χάρτη των τραπεζοασφαλίσεων της χώρας. Μέσα σε αυτή την ανάπτυξη είναι και η δυναμική επιστροφή στις αγορές, αφού οι εκδόσεις ομολόγων των τεσσάρων συστημικών ξεπέρασαν τα 7 δισ. ευρώ φέτος.

Όλα αυτά οδήγησαν σε ράλι των μετοχών των τραπεζών στο χρηματιστήριο και σε μεγάλες κεφαλαιοποιήσεις και, φυσικά, αποτελούν το έναυσμα για μια μακρά πορεία επιτυχίας με διεθνή αναγνώριση πλέον, αφού το ελληνικό τραπεζικό success story πάει μαζί με την επιτυχία της ελληνικής οικονομίας στα διεθνή roadshows.

Με την ανοδική πορεία των τραπεζών να ξεκινάει το 2024 και το 2025 να τη διαδέχεται και να επιβεβαιώνει το success story, η χρονιά αυτή μπορεί να θεωρηθεί η επίσημη έναρξη μια χρυσής εποχής για τις τράπεζες.

Παραπάνω από θετικές είναι οι προβλέψεις και για το 2026, καθώς, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αναμένεται να συνεχιστεί αυτή η πορεία, αφού θα ωριμάσουν και θα ολοκληρωθούν οι συνεργασίες και οι εξαγορές. Πολλοί διεθνείς οίκοι, μάλιστα, έχουν προβλέψει μερίσματα άνω του 50%-60%, ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από τους μεγαλύτερους στην Ευρώπη, καθώς και deals που θα είναι άξια να διαμορφώσουν τον χάρτη της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης.

Μένει να δούμε, λοιπόν, αν θα πραγματοποιηθούν ακόμα μεγαλύτερα deals στον τομέα των τραπεζοασφαλίσεων -και όχι μόνο-, αν θα επισφραγιστεί η ισχυρή κερδοφορία των τραπεζών από τα μερίσματα του 2026 και αν οι υφιστάμενες συνεργασίες αποδώσουν τους αναμενόμενους καρπούς.

Πηγή