Η απόφαση προκαλεί ανησυχία στις ΗΠΑ και διεθνώς, την ώρα που οι τιμές του ασημιού εκτοξεύονται και το δολάριο αποδυναμώνεται.

Σύμφωνα με τη κρατική εφημερίδα Securities Times, οι νέοι κανόνες εξαγωγών τοποθετούν το ασήμι στο ίδιο ρυθμιστικό καθεστώς με τις σπάνιες γαίες, αν και δεν έχει ανακοινωθεί επίσημη καθολική απαγόρευση.

Πηγή της βιομηχανίας, που επικαλείται το δημοσίευμα, σημειώνει ότι το μέταλλο παύει να θεωρείται «απλό εμπόρευμα» και αποκτά γεωστρατηγική σημασία, κυρίως λόγω της χρήσης του σε:

Ο διευθύνων σύμβουλος της Tesla, Έλον Μασκ, αντέδρασε δημόσια μέσω της πλατφόρμας Χ, γράφοντας: «Αυτό δεν είναι καλό. Το ασήμι είναι απαραίτητο σε πολλές βιομηχανικές διεργασίες».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν ήδη εντάξει το ασήμι στη λίστα των κρίσιμων ορυκτών, επισημαίνοντας την εξάρτηση της αμερικανικής βιομηχανίας από την κινεζική παραγωγή και τα αποθέματα.

Οι νέοι κανόνες είχαν ανακοινωθεί από το κινεζικό υπουργείο Εμπορίου ήδη από τον Οκτώβριο, την ίδια ημέρα που συναντήθηκαν ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Σι Τζινπίνγκ στη Νότια Κορέα.

Τότε, το Πεκίνο είχε συμφωνήσει σε ετήσια «παύση» περιορισμών στις σπάνιες γαίες, ενώ η Ουάσιγκτον προχώρησε σε μερική άρση δασμών. Ωστόσο, η επέκταση των ελέγχων στο ασήμι δείχνει ότι το κινεζικό «playbook» παραμένει ενεργό.

Νωρίτερα μέσα στον μήνα, η Κίνα δημοσίευσε λίστα με 44 εταιρείες που έχουν εγκριθεί για εξαγωγές ασημιού την περίοδο 2026–2027. Οι νέοι κανόνες επεκτείνονται επίσης σε βολφράμιο και αντιμόνιο, υλικά στα οποία η Κίνα κυριαρχεί παγκοσμίως και είναι κρίσιμα για προηγμένες τεχνολογίες και άμυνα.

Οι περιορισμοί έρχονται σε μια περίοδο έντονης κινητικότητας στις αγορές:

Ο οικονομολόγος Tyler Cowen χαρακτήρισε την άνοδο ασημιού και χρυσού «φωτεινή προειδοποίηση για την αμερικανική οικονομία», καθώς οι επενδυτές αναζητούν καταφύγιο εκτός δολαρίου.

Χαρακτηριστικό της έντασης είναι ότι κινεζικές και ινδικές εταιρείες προσέγγισαν πρόσφατα παραγωγούς προσφέροντας 8 έως 10 δολάρια πάνω από την τιμή αγοράς για φυσικό ασήμι, ένδειξη φόβου για περιορισμένη διαθεσιμότητα.

Πηγή