Του Νίκου Ι. Νικολόπουλου, Προέδρου Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος, πρώην Υφυπουργού και πρώην Βουλευτή

Την ώρα που η χώρα θυμάται –ή υποτίθεται πως θυμάται– την επέτειο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας, την ώρα που ο Πρωθυπουργός επιτίθεται δημόσια στον Κώστα Καραμανλή και η Νέα Δημοκρατία καταρρέει σε όλες τις δημοσκοπήσεις, ένα όνομα επανέρχεται ολοένα και πιο έντονα στην πολιτική εξίσωση: Μαρία Καρυστιανού.

Με αφετηρία τον τίμιο αγώνα της για την τραγωδία των Τεμπών και την ηθική δυναμική που εκπέμπει στο πανελλήνιο, η Μαρία Καρυστιανού φαίνεται να συγκεντρώνει γύρω της έναν ευρύτερο λαϊκό πόλο, ανεξάρτητα από κόμματα και ιδεολογικές ταμπέλες. Το αίτημα που απλώνεται σε πλατείες, σπίτια και κοινωνικά δίκτυα δεν είναι πια: «Να φύγουν αυτοί». Είναι: «Να έρθει κάτι άλλο, καθαρό, πατριωτικό, δίκαιο».

Κι αυτό το κάτι άλλο, ο λαός το προσωποποιεί ήδη. Με περισσότερες από 1.300.000 υπογραφές πολιτών, η Καρυστιανού καλείται να αναλάβει όχι άλλη μια διαμαρτυρία, αλλά την ηγεσία ενός νέου πολιτικού σχηματισμού, με θεσμικό προσανατολισμό, εθνική ευθύνη και κοινωνική δικαιοσύνη.

Στη συνέντευξή του στη Σία Κοσιώνη, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εμφανώς πολιτικά αποσταθεροποιημένος, επιτίθεται ανοιχτά για πρώτη φορά στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή, δηλώνοντας ότι η εξωτερική του πολιτική υπήρξε ανεπαρκής. Με πρωτοφανή επιθετικότητα, αμφισβητεί έμμεσα ακόμη και την αδελφή του, Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία διετέλεσε τότε Υπουργός Εξωτερικών.

Δεν είναι απλή διαφοροποίηση. Είναι κήρυξη εσωκομματικού πολέμου, σε μια συγκυρία που η Νέα Δημοκρατία βρίσκεται ήδη στο 23% – σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της GPO. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό: οι αναποφάσιστοι εκτοξεύονται στο 17,7%. Αυτό σημαίνει ένα πράγμα: ο κόσμος ψάχνει εναλλακτική.

Η Καρυστιανού δεν είναι κόμμα, είναι πολιτική απάντηση. Είναι η ελπίδα που αναζητεί το 17,7% των αναποφάσιστων, οι οικογένειες των θυμάτων, οι πολίτες που δεν αντέχουν άλλο την παρακμή, το ψέμα και τον θίασο των προσχημάτων. Δεν χρωστάει σε κανέναν. Γι’ αυτό και μπορεί να λογοδοτήσει μόνο στον λαό.

Η φετινή επέτειος της 24ης Ιουλίου δεν ήταν γιορτή. Ήταν μνημόσυνο. Με απουσίες ηχηρές (Καραμανλής), με σιωπές ενόχων, με φιέστες δίχως ψυχή. Ο Μητσοτάκης προσήλθε με το ύφος του αυτοκράτορα που ξεχνά πως τον ανέδειξε μια κοινοβουλευτική Δημοκρατία – αυτή που τώρα θέλει να φιλτράρει, να χειραγωγήσει, να ακυρώσει.

Αν υπάρξει ελπίδα, αυτή θα έρθει έξω από το πολιτικό προσωπικό, από την κοινωνία, από μια Καρυστιανού, όχι από ένα ακόμη κόμμα βιτρίνα.

Το μόνο ερώτημα είναι αν η Μαρία θα τολμήσει. Αν το κάνει, δεν θα κατέβει απλώς σε εκλογές – θα ηγηθεί μιας ιστορικής ανατροπής.

 

Ο λαός ήδη το ζητά.