Του Νίκου Νικολόπουλου, (Πρόεδρος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Ελλάδος πρώην υφυπουργός και πρώην βουλευτής)
Όσο κι αν το Μέγαρο Μαξίμου επιχειρεί να εμφανίσει εικόνα σταθερότητας, η πολιτική πραγματικότητα είναι αμείλικτη. Η συζήτηση περί «εξάντλησης της τετραετίας» δεν αποτελεί πλέον στρατηγικό σχεδιασμό, αλλά επικοινωνιακό καταφύγιο. Το ερώτημα δεν είναι αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να φτάσει έως το 2027. Το ερώτημα είναι αν μπορεί.
Το 2026 δεν προδιαγράφεται ως χρονιά διακυβέρνησης. Προδιαγράφεται ως χρονιά πολιτικής ασφυξίας. Οι πρόωρες εκλογές δεν θα αποτελέσουν επιλογή ισχύος, αλλά αναγκαστική διέξοδο από μια συσσωρευμένη κρίση που η κυβέρνηση αδυνατεί να διαχειριστεί.
Η φθορά της κυβέρνησης δεν είναι πια υπόγεια ούτε αμφισβητήσιμη. Είναι κοινωνικά ορατή και πολιτικά επικίνδυνη. Η ακρίβεια έχει γίνει μόνιμη κατάσταση, οι μισθοί εξανεμίζονται πριν τελειώσει ο μήνας, η στεγαστική κρίση συνθλίβει τη μεσαία τάξη και οι αγρότες –η κοινωνική ομάδα που έδωσε εκλογική ανάσα στη Νέα Δημοκρατία το 2023– βρίσκονται στους δρόμους. Το Μαξίμου είτε δεν καταλαβαίνει είτε προσποιείται ότι δεν βλέπει.
Στο οικονομικό πεδίο, η κυβέρνηση εισέρχεται στο 2026 χωρίς εργαλεία. Το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβάλλει ασφυκτικό «κόφτη» στις δαπάνες. Οι παροχές τελειώνουν. Το Ταμείο Ανάκαμψης εκπνέει. Η ανάπτυξη επιβραδύνεται. Και το 2026 προδιαγράφεται ως χρονιά δημοσιονομικής πίεσης, όχι κοινωνικής ανακούφισης. Μια κυβέρνηση χωρίς δυνατότητα παροχών είναι μια κυβέρνηση χωρίς πολιτικό χρόνο.
Στο ήδη βαρύ αυτό τοπίο έρχεται να προστεθεί το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ. Όχι ως παρελθόν, αλλά ως απειλητικό παρόν. Η επόμενη δικογραφία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας μπορεί να αποδειχθεί πολιτικά καταλυτική. Οι πληροφορίες για εμπλοκή πολιτικών προσώπων, για συνομιλίες που σοκάρουν και για ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Καμία κυβέρνηση δεν αντέχει όταν το ενδεχόμενο προανακριτικών διαδικασιών πλανάται πάνω από το υπουργικό συμβούλιο.
Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σκηνικό κατακερματίζεται. Το 2026 αναμένεται να φέρει νέα κόμματα και νέους πολιτικούς παίκτες. Η πιθανή επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα, οι κινήσεις του Αντώνη Σαμαρά και η αυξανόμενη δυναμική της Μαρίας Καρυστιανού αποτελούν απειλή για τη συνοχή της Νέας Δημοκρατίας. Οι διαρροές δεν είναι θεωρητικές. Είναι υπαρκτές και ήδη μετρήσιμες.
Δεν είναι τυχαίο ότι στο εσωτερικό της κυβερνητικής παράταξης ακούγονται εισηγήσεις για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες. Όχι για να κερδηθεί κάτι, αλλά για να περιοριστούν οι απώλειες. Πρόκειται για πολιτική άμυνα πανικού.
Ακόμη πιο ανησυχητική για την κυβέρνηση είναι η κοινωνική διάθεση. Η πλειοψηφία των πολιτών ζητά πλέον πρόωρες εκλογές. Αυτό δεν είναι απλή δυσαρέσκεια. Είναι ευθεία αμφισβήτηση της κυβερνητικής νομιμοποίησης. Όταν οι πολίτες δεν περιμένουν τίποτα καλύτερο από τη συνέχιση της ίδιας διακυβέρνησης, η επίκληση της «σταθερότητας» μετατρέπεται σε κενό σύνθημα.
Οι δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι το 2026 είναι «προεκλογική χρονιά» συνιστούν έμμεση παραδοχή αδυναμίας. Στην ελληνική πολιτική εμπειρία, οι παρατεταμένες προεκλογικές περίοδοι δεν οδηγούν ποτέ σε εξάντληση τετραετίας. Οδηγούν σε κάλπες.
Το 2026 δεν θα είναι χρονιά σταθερότητας. Θα είναι χρονιά κρίσης, συγκρούσεων και αναγκαστικών αποφάσεων. Οι κάλπες δεν θα στηθούν επειδή το επιθυμεί η αντιπολίτευση. Θα στηθούν επειδή η κυβέρνηση δεν θα μπορεί πλέον να κρύβει τη φθορά, τις αποτυχίες και τα αδιέξοδά της. Και όταν έρθουν, δεν θα αποτελούν πράξη πολιτικής αυτοπεποίθησης. Θα αποτελούν ομολογία πολιτικής εξάντλησης.



