Οι ραγδαίες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά επιβάλλουν να περιγράψουμε, με όσο το δυνατόν πιο λίγα λόγια, το πεδίο στο οποίο η Τουρκία οδηγεί το «παιχνίδι» στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο.
Η Άγκυρα δηλώνει ότι η περιοχή μεταξύ Ρόδου και Κύπρου της ανήκει και κατά συνέπεια, αμφισβητεί τόσο την κυριαρχία της Κύπρου όσο και την ελληνική θέση για την υφαλοκρηπίδα που ανήκει στο Καστελλόριζο.
Μέσω της συμφωνίας που υπέγραψε με τη Λιβύη, επιχειρεί επίσης να επιβάλλει ένα νομικό καθεστώς δικής της έμπνευσης στην ανατολική Μεσόγειο, «αγνοώντας» την Κρήτη και «εισβάλλοντας» σε περιοχές που αποτελούν κυρίαρχες ζώνες της Ελλάδας και της Κύπρου.
Μέσω αυτών των κινήσεων, αλλά και της de facto εγκατάστασή της στην ΑΟΖ της Κύπρου, (όπου από τον περασμένο Μάϊο επιχειρεί έρευνες για υδρογονάνθρακες) είναι βέβαιο ότι επιδιώκει την ανατροπή του υπάρχοντος status quo και την επιβολή μίας νέας γεωπολιτικής πραγματικότητας.
Μίας πραγματικότητας που τελικά αποσκοπεί σε αυτό που αποτελεί μόνιμη επωδό της τουρκικής πλευράς: Τη συνεκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στο Αιγαίο και την ανατολική Μεσόγειο
Και όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η Τουρκία έχει «απομακρυνθεί» από την Ευρώπη ενώ δείχνει να έχει ισχυροποιήσει τους δεσμούς της με την Ρωσία του Πούτιν και μάλιστα, ενώ οι ΗΠΑ εμφανίζουν μία αλλοπρόσαλλη εξωτερική πολιτική και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι μπορούν να διαφυλάξουν την ηρεμία στην περιοχή ή – πολύ περισσότερο – να χειριστούν την αυξανόμενη ελληνοτουρκική ένταση.
Πολλοί πολιτικοί και κορυφαίοι αναλυτές συμφωνούν ότι βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη περίοδο κατά την οποία όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοικτά.
Από τη στιγμή που ο αμερικανικός παράγοντας δείχνει να παραιτείται από τον κυριαρχικό ρόλο του στην περιοχή, ενώ η Ε.Ε. εμφανίζεται διαρκώς άβουλη και βραδυπορούσα, οι ανησυχίες ότι τα σύννεφα που έχουν μαζευτεί μπορεί να φέρουν καταιγίδες, δεν είναι διόλου αβάσιμες.
Η κατάσταση θυμίζει την περίοδο του μεσοπολέμου. Ήταν η περίοδος που η Αμερική έβγαινε από μία μεγάλη οικονομική κρίση, ενώ οι μεγάλες δυνάμεις της Ευρώπης είχαν πάψει να έχουν την αυτοκρατορική τους ισχύ και επιρροή. Τότε, ένας Χίτλερ που «διάβασε» την απροθυμία όλων να τον αναχαιτίσουν γρήγορα και αποτελεσματικά, κατάφερε να αιματοκυλήσει τον κόσμο. Βέβαια, με σημαντική καθυστέρηση, η Αμερική και η Βρετανία αφυπνίστηκαν και τελικά, οι συμμαχικές δυνάμεις επικράτησαν. Όμως το κακό είχε γίνει. Και ήταν μεγάλο…
Έτσι και σήμερα, σε μία διεθνή συγκυρία που χαρακτηρίζεται από «χαμηλού αναστήματος» ηγεσίες στον δυτικό κόσμο, οι οποίες προσπαθούν να… καλμάρουν και όχι να αναχαιτίσουν τον «Σουλτάνο», έρχεται αυτός ως μαινόμενος ταύρος να αναδιατάξει τις διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες. Ίσως είναι υπερβολικό βέβαια να συγκρίνονται ο Ερντογάν με τον Χίτλερ και η ναζιστική Γερμανία με τη σημερινή Τουρκία. Αναλογικά όμως, οι ομοιότητες είναι μεγάλες και προβληματίζουν κάθε λογικό άνθρωπο.
Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη ταμπουρώνεται πίσω από την μεταφορά των Ελληνοτουρκικών στις Βρυξέλλες αλλά και από «κουβέντες του ποδαριού» που γίνονται στο ΝΑΤΟ, έναν φορέα που περισσότερο από ποτέ μοιάζει με… μεθυσμένη πολιτεία. Και μέχρι σήμερα αρνείται αυτό που συνιστούν πολλοί παράγοντες της χώρας, δηλαδή τη σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, προκειμένου να διατυπωθεί το ΝΕΟ ΕΘΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ. Ιδίως καθώς δεν υπάρχει κανένας σοβαρός παράγοντας που να πιστεύει ότι μπορεί να υπάρξει σήμερα μία νέα συμφωνία «τύπου Ελσίνκι», καθώς σήμερα δεν υπάρχει ούτε «διαιτητής», ούτε «μοχλός πίεσης» προς την Τουρκία. Σήμερα, είμαστε εμείς και αυτοί!
Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι προ μηνός περίπου, ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής, «προφήτευσε» δημόσια από τη Θεσσαλονίκη τα επερχόμενα. Περιθώριο για αυταπάτες, ότι δήθεν η «μαμά» Αμερική και η «θεία» Ευρώπη θα σπεύσουν να κάνουν… ντα τον Ερντογάν, δεν υπάρχουν.
Επίσης, πολύ διαφωτιστικό ήταν αυτό που έγραψε ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή για τον τρόπο σκέψης το Στέιτ Ντιπάρτμεντ: «Οι Αμερικανοί μάς συνιστούν να μη στρατιωτικοποιήσουμε εμείς μια κρίση με την Τουρκία πρώτοι και εν πάση περιπτώσει να τους ειδοποιήσουμε πριν. Πέραν τούτου όμως, η Αθήνα δεν έχει καμία βεβαιότητα για το πώς θα χειριστούν οι ΗΠΑ μια ελληνοτουρκική ένταση. Οι χειριστές των ελληνοτουρκικών σχέσεων εκτιμούν πως η Ελλάδα πρέπει να αποφύγει την κλιμάκωση μιας κρίσης ή την «ΑΟΖοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής. Οι Αμερικανοί πάντοτε ανησυχούσαν για την «ΑΟΖοποίηση» των εθνικών μας συμφερόντων, για αυτό ισχύει μέχρι και σήμερα η δήλωση που έκανε στις 27 Ιουλίου 2011 ο τότε βοηθός υπουργός Εξωτερικών Φίλιπ Γκόρντον, ο οποίος, σε συνάντησή του με δημοσιογράφους στην Αθήνα, ανέφερε: «Πιστεύω ότι είναι σημαντικό να αποφεύγονται μονομερή βήματα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των χωρών για την ανακήρυξη αποκλειστικών οικονομικών ζωνών, αλλά… δεν νομίζουμε ότι θα ήταν προς το συμφέρον της Ελλάδος να το πράξει χωρίς πλήρη συνεργασία με τους γείτονές της, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης».
Και αν έτσι είναι, τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης που θα βρεθεί στον Λευκό Οίκο στις 7 Ιανουαρίου, πρέπει να ζητήσει από τον Τραμπ να ακυρώσει αυτό το δόγμα. Άλλωστε, οι ΗΠΑ στις 10 Μαρτίου 1983, με προεδρικό διάταγμα, ανακήρυξαν ΑΟΖ 200 ν.μ. πέρα από τις ακτές της χώρας. Το ίδιο έχουν πράξει 139 παράκτια κράτη. Το ίδιο μπορούμε να κάνουμε και εμείς. Η μέχρι σήμερα φιλοτουρκική θέση των Αμερικάνων πρέπει, επιτέλους, να ανατραπεί.
Θα ήταν αυτή, μία καλή αρχή για να αρχίσει να πιέζεται η Τουρκία και να μην αισθάνεται «αδέσποτος» ο Ερντογάν. Και μια καλή συνέχεια θα ήταν να αυξηθεί άμεσα ο προϋπολογισμός της Ελλάδας για τις αμυντικές δαπάνες, ο οποίος και για το 2020 παραμένει «κολλημένος» στα επίπεδα των δύο προηγούμενων ετών.