Στο μήνυμά της για την γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, η πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, πραγματοποίησε ένα ακόμη ολίσθημα, αποφεύγοντας να κατονομάσει τους υπεύθυνους του τρομερού αυτού εγκλήματος. Η επιλογή της κινείται στη γνωστή κατευναστική πολιτική που πρεσβεύει και η ίδια, του «να μην τα χαλάσουμε με τους γείτονες για το ψωροπαρελθόν μας».

Επί της ουσίας, δηλαδή για το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής, της απάντησε χαρακτηριστικά ο Ταγίπ Ερντογάν: Την ίδια στιγμή που η Ελληνίδα ΠτΔ με τα ήξεις αφήξεις της έδινε σήμα στην Άγκυρα ότι η ελληνική ηγεσία θα παραμείνει πειθήνια στις απαιτήσεις της, ο Τούρκος πρόεδρος με τις δηλώσεις του άδειασε αυτήν την ηγεσία μεγαλοπρεπώς: Γι’ αυτόν, η 19η Μαΐου είναι «ημέρα υπερηφάνειας για το τουρκικό έθνος που σημείωσε μεγάλες νίκες στην ιστορία, ενώ αποτελεί πηγή έμπνευσης για τους νέους [ ]», για να συνεχίσει ότι, «το τουρκικό έθνος από το παρελθόν μέχρι και σήμερα έχει καταφέρει να εξαλείψει όλες τις απειλές κατά της πατρίδας και της σημαίας με επιμονή, με θάρρος, με αποφασιστικότητα και με πίστη». Υπερήφανος, λοιπόν, για τη γενοκτονία ο Τούρκος πρόεδρος, και διεκδικεί μάλιστα ανοιχτά την κληρονομιά της.

Σε αντίθεση με την Κατερίνα Σακελλαροπούλου, λοιπόν, ο Ερντογάν έσπευσε να υπενθυμίσει στους Έλληνες τους υπαίτιους της γενοκτονίας. Προσοχή στη σημειολογία: η αναφορά «στο τουρκικό έθνος από το παρελθόν μέχρι σήμερα» ενσωματώνει σε μια ενιαία γραμμή την κεμαλική και τη νεοθωμανική φάση της Τουρκίας. Αυτό δεικνύει μια τάση προς την ισλαμοκεμαλική ολοκλήρωση – οι εσωτερικές έριδες μεταξύ της κοσμικότητας και της θρησκευτικότητας του τουρκικού κράτους θα εξασθενίσουν με το που το τουρκικό έθνος συνειδητοποιήσει το «μεγαλείο» του, και ξεκινήσει την αποκατάστασή του. Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως, για τον Τούρκο πρόεδρο οι Έλληνες πρέπει να θυμούνται τι πάθανε, για να συνειδητοποιήσουν την πραγματική θέση ισχύος στην οποία βρίσκονται –εξ ου και πολύ συχνά οι Τούρκοι αξιωματούχοι επαναλαμβάνουν προς την ελληνική πλευρά την προειδοποίηση: «Θα σας ξαναπετάξουμε στη θάλασσα όπως το 1922».

Απέναντι σε αυτή την ωμή και απροκάλυπτη για τον κυνισμό και τη βαρβαρότητά της πολιτική, έχουμε το «σύνδρομο της Στοκχόλμης» μιας τοποθέτησης που επιμένει να μην εκφράζει όλους τους Έλληνες, παρά μόνον τη σοσιαλφιλελεύθερη συνιστώσα του πολιτικού κόσμου. Δυο ζητήματα προκύπτουν από αυτήν τη στάση. Το ένα αφορά στην ίδια την στρατηγική υπέρ της αναγνώρισης της γενοκτονίας. Αν η ελληνική πλευρά αποφεύγει να κατονομάσει τους υπαίτιους της γενοκτονίας στο μήνυμά της, αυτό λειτουργεί εις βάρος της δικής της θέσης και προοπτικής για τη διεθνή αναγνώριση της γενοκτονίας. Είναι σοβαρότατο στρατηγικό σφάλμα, αφενός, και αφετέρου είναι και εξίσου σημαντικό από τακτικής σκοπιάς, γιατί η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη έχει ξεσηκωθεί εναντίον του Ερντογάν δείχνοντας ότι έχει συνειδητοποιήσει τον πραγματικό χαρακτήρα του τουρκικού κράτους.
Το δεύτερο ζήτημα αφορά στο πώς έχει επιλέξει να διαχειρίζεται τον θεσμό του Προέδρου της Δημοκρατίας η Κατερίνα Σακελλαροπούλου. Στα μικρά και τα μεγάλα, από την ποντιακή γενοκτονία μέχρι το πώς θέλει να αναγράφεται το όνομά της μετά την ορκωμοσία της, ή τη διακόσμηση του γραφείου της, η νέα Πρόεδρος της Δημοκρατίας θέλει να αφήνει το προσωπικό της στίγμα στον θεσμό. Αν ήταν βασίλισσα, αν δηλαδή ζούσαμε ακόμα στις εποχές της προσωποπαγούς απολυταρχίας δεν θα υπήρχε κανένα πρόβλημα –κάθε άλλο. Τα αξιώματα ανήκαν στους κατόχους τους, και εκείνοι μπορούσαν να τα μεταχειρίζονται κατά το δοκούν.

Σήμερα όμως η Προεδρία της Δημοκρατίας παραχωρείται με χρησιδάνειο από τον ελληνικό λαό, στο πρόσωπο που οι αντιπρόσωποί του εκλέγουν με ψηφοφορία: Ο/Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας είναι χρήστης του αξιώματος, και όχι κάτοχος. Και δεν μπορεί να αλλάζει τις κόκκινες γραμμές που έχει χαράξει η ελληνική πολιτεία σε ζητήματα ζωτικά όπως αυτό της ιστορικής δικαίωσης (και όχι μόνο μνήμης) του προσφυγικού ελληνισμού, μόνο και μόνο επειδή ο πενταετούς θητείας χρήστης του αξιώματος τυχαίνει και ξινίζει ιδεολογικά με τις θέσεις που καλείται να υποστηρίξει. Αν οι θέσεις, ο τρόπος που εμφανίζεται και ονομάζεται η Πρόεδρος της Δημοκρατίας ενώπιον του ελληνικού λαού είναι ζήτημα προσωπικού γούστου, τότε μιλάμε για μια χώρα-οικόπεδο και όχι για μια συντεταγμένη πολιτεία.
Με τον επαρχιωτισμό που μας δέρνει, βέβαια, η τάση των αξιωματούχων να βάζουν «προσωπικές πινελιές» στα εν Δήμω όχι μόνον δεν στηλιτεύεται, αλλά θεωρείται και από πάνω δείγμα προχωρημένης αισθητικής και προοδευτικού λαϊφσταϊλισμού. Αλλά έτσι είναι οι προερχόμενοι από το στρατόπεδο του σοσιαλφιλελεύθερου εκσυγχρονισμού. Αυτοί εγκαινίασαν στην Ελλάδα τη μόδα ότι ο κάθε αξιωματούχος που σέβεται τον εαυτό του οφείλει να καλλιεργήσει ένα προφίλ ψευδοελευθεριακότητας και στιλιστικού αντικομφορμισμού· και μετά «έπεφταν από τα σύννεφα» όταν ο Πολάκης και ο Τσίπρας έκαναν τα ίδια, στο πιο δημαγωγικό, χουλιγκάνικο και ψευτολαϊκό…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: