Μεταξύ 2003 και 2010 η Τουρκία εμφανιζόταν ως άγγελος ειρήνης και συνδιαλλαγής. Είναι ενδεικτικό ότι προσπαθούσε να διαμεσολαβήσει μεταξύ Ισραήλ και Συρίας, Αφγανιστάν και Πακιστάν, Ιράν και Ηνωμένων Πολιτειών ή των τριών εθνοτικών κομμάτων της Βοσνίας. Έκτοτε τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Ας δούμε τι γίνεται από σε λιγότερο από ένα χρόνο, από τον Σεπτέμβριο του 2019: εισέβαλε στο έδαφος ανεξάρτητου κράτους, της Συρίας· αποστέλλει κρυφά στρατιώτες και όπλα στη Λιβύη κατά ρητή παραβίαση των σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ· προχώρησε στη διενέργεια γεωτρήσεων στην ΑΟΖ ενός άλλου κράτους, της Κύπρου· οριοθέτησε κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου (αλλά και της γεωγραφίας και λογικής) θαλάσσιες ζώνες που δεν της ανήκουν με τη Λιβύη· προσπάθησε να αποσταθεροποιήσει την Ελλάδα στέλνοντας δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες και μετανάστες στον Έβρο.

Σήμερα, και παρά την πανδημία του κορωνοϊού, κρατά τρία ενεργά μέτωπα: με Συρία, με Λιβύη και με Ελλάδα-Κύπρο. Διαπιστώνουμε την απόλυτη επιλογή της ισχύος έναντι του διεθνούς δικαίου και της ειρηνικής επιλύσεως των διαφορών.
Οι τουρκικές επιλογές δεν είναι χωρίς συνέπειες. Ειδικά τον Μάρτιο του 2020 η Τουρκία υπέστη τρεις διαδοχικές ήττες. Η πρώτη αφορούσε στο μέτωπο της Συρίας. Ο Ερντογάν απειλούσε ότι «εάν δεν αποχωρήσουν οι σύριοι στρατιώτες πίσω από τις γραμμές ανακωχής του 2018, θα αποχωρήσουν χωρίς τα κεφάλια τους». Κατά τη συνάντηση με τον Πούτιν στις 5 Μαρτίου 2020 υποχρεώθηκε να αποδεχθεί πλήρως τη νέα πραγματικότητα επί του συριακού εδάφους.

Η δεύτερη τουρκική ήττα έγινε το τριήμερο της Καθαράς Δευτέρας. Ο Ερντογάν, εκμεταλλευόμενος την καρναβαλική ραστώνη, θέλησε να γεμίσει την Ελλάδα με κάποιες δεκάδες χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες Η παρουσία τους θα δημιουργούσε σοβαρότατο πολιτικό πρόβλημα και θα αποσταθεροποιούσε τη χώρα. Παρά τον καλό σχεδιασμό, το σχέδιο απέτυχε παταγωδώς.
Αυτό οδήγησε στην τρίτη ήττα του Ερντογάν. Επί χρόνια απειλούσε την ΕΕ ότι θα ανοίξει τις πύλες της χώρας του και θα πλημμυρίσει την Ευρώπη με πρόσφυγες. Η απειλή εξανεμίστηκε αφήνοντας την εντύπωση πασχαλινού βαρελότου.

Επειδή όμως ένα από τα χαρακτηριστικά του Ερντογάν είναι η εμμονή του σε αυτά που θεωρεί στρατηγικά του σχέδια, εμμένει πεισματικά στους στόχους του. Έτσι κατόρθωσε να ανατρέψει τα δεδομένα κατά του εκλεκτού του Σάρατζ στη Λιβύη. Έστειλε χιλιάδες τζιχαντιστές από τη Συρία, στρατιωτικό υλικό, drones και προσέφερε άμεση βοήθεια μέσω τεσσάρων πολεμικών πλοίων που βρίσκονται έξω από τη Λιβύη. Έτσι ενώ τον Δεκέμβριο του 2019 οι δυνάμεις του Σάρατζ βρίσκονταν σε αποδρομή, έχουν πλέον κατορθώσει να ισορροπήσουν την κατάσταση έναντι του στρατάρχη Χαφτάρ.
Σήμερα η Τουρκία, και παρά την πανδημία του κορωνοϊού, κρατά τρία ενεργά μέτωπα: με Συρία, με Λιβύη και με Ελλάδα-Κύπρο.

Οι δύο πρώτες περιπτώσεις αποτελούν πολέμους δι’ αντιπροσώπων. Είναι ανακατεμένοι πολλοί διεθνείς παίκτες, μερικοί εκ των οποίων είναι πιο ισχυροί από την Τουρκία. Η εμπλοκή της τελευταίας, της διασφαλίζει απλώς μία θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για το μέλλον των δύο συγκεκριμένων χωρών. Αντιθέτως, στην περίπτωση Ελλάδας-Κύπρου, η Τουρκία είναι ο μεγάλος παίκτης, χωρίς σοβαρή παρουσία άλλων ισχυρότερων χωρών που θα την υποσκελίσουν.

Σε εμάς ο Ερντογάν αναζητεί την διπλωματική νίκη που τόσο του λείπει: την επιβεβαίωση ότι η Τουρκία είναι μία σημαντική περιφερειακή δύναμη, η μεγάλη δύναμη της περιοχής μας. Επομένως, αποτελούμε στρατηγικό στόχο της Τουρκίας.
Το ερώτημα είναι πως αντιμετωπίζουμε την παρούσα κατάσταση; Κατ’ αρχήν οφείλουμε να ορίσουμε το στόχο μας. Οι ελληνοτουρκικές διαφορές πρέπει να επιλυθούν ειρηνικά. Μία στρατιωτική σύγκρουση θα μας γυρίσει χρόνια πίσω. Συνεπώς η λύση θα προέλθει είτε με διάλογο (μικρό ενδεχόμενο) είτε με προσφυγή στη διεθνή δικαιοσύνη.
Η Τουρκία θέτει πλειάδα θεμάτων. Μπορούμε να τα λύσουμε όλα; Μπορούμε να συζητήσουμε για αποστρατιωτικοποίηση των ανατολικών νησιών του Αιγαίου, με την Τουρκία να εισβάλλει στα γειτονικά της κράτη όποτε θέλει; Μπορούμε να εξετάσουμε το εδαφικό καθεστώς των 18 νησιών που θέτει η Τουρκία, εκ των οποίων 14 είναι κατοικημένα;
Επομένως, η μερική επίλυση κάποιων σοβαρών ζητημάτων είναι υπό τις παρούσες συνθήκες ό,τι καλύτερο θα μπορούσε να αναμένει η ελληνική πλευρά. Η πλέον συμφέρουσα ελληνική επιδίωξη είναι η οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο (ενιαία από Έβρο έως Καστελόριζο) μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Τα υπόλοιπα ζητήματα που θέτει η Τουρκία θα παραμείνουν εκκρεμή για πολλά χρόνια. Αφ’ ενός δεν λύνονται όλα τα θέματα σε μία μακροχρόνια διένεξη. Αφ’ ετέρου όλα σχεδόν τα θέματα που θα παραμείνουν εκκρεμή δεν θίγουν άμεσα τα συμφέροντα της Τουρκίας. Έχουν υψηλή συμβολική αλλά μικρή πρακτική σημασία.

Μπορούμε να πιέσουμε την Τουρκία να πάει στο διεθνές δικαστήριο μόνον για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο; Οι προτάσεις που κατά καιρούς ακούγονται, βασίζονται σε παραστάσεις προηγούμενων δεκαετιών. Είναι όμως άχρηστες για το σήμερα. Ο Ερντογάν έχει την εντύπωση ότι μπορεί να διεκδικεί και τα πλέον απίθανα χωρίς ουσιαστικό κόστος. Δεν αισθάνεται οποιαδήποτε πίεση. Θα αλλάξει στάση μόνον εάν καταλάβει ότι η συνέχιση της πολιτικής του θα συνεπάγεται κόστος. Τότε μπορεί να σκεφθεί και τη λύση του δικαστηρίου. Επομένως, μία νέα στρατηγική ειρηνικής επιλύσεως των ελληνοτουρκικών διαφορών πρέπει να αυξάνει το κόστος για την Τουρκία, κρατώντας παράλληλα περιορισμένο τον κίνδυνο ενός θερμού επεισοδίου. Αυτό δεν είναι κάτι εύκολο.

Η νέα στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται στην βήμα προς βήμα άσκηση όλων των δικαιωμάτων που μας δίνει το διεθνές δίκαιο με έμφαση σε δράσεις και μέτρα για τα οποία υπάρχει η ευρωπαϊκή θεσμική υποστήριξη. Η Ελλάδα επικαλείται διαρκώς το διεθνές δίκαιο. Στην πραγματικότητα όμως συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχει η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982, ούτε και οι θεσμοί που έφερε αυτή η σύμβαση μαζί της. Για να πιεσθεί η Τουρκία, θα πρέπει να αρχίσουμε να εφαρμόζουμε με προσοχή τις διατάξεις του διεθνούς δικαίου. Στην αντίληψη που ξεκίνησε ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 «η Ελλάδα δεν διεκδικεί τίποτα», πρέπει να αντιταχθεί ότι η Ελλάδα διεκδικεί την εφαρμογή των κανόνων του διεθνούς δικαίου, όχι ρητορικά αλλά στην πράξη. Έτσι μόνον ασκείται πίεση.

Παράλληλα πρέπει να ληφθούν σοβαρά αμυντικά μέτρα που θα δώσουν το μήνυμα στην Τουρκία ότι θα αντιδράσουμε σε περίπτωση που ξεπεραστούν τα όρια. Αυτό προϋποθέτει να γίνουν σαφή τα όρια ανοχής της ελληνικής πλευράς σε προκλητικές τουρκικές κινήσεις. Η ασάφεια δημιουργεί τις προϋποθέσεις θερμού επεισοδίου. 
ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν μπορούν να μας προσφέρουν ασφάλεια στην ανατολική Μεσόγειο. Δίπλα στις υπάρχουσες συμμαχίες, θα πρέπει να δημιουργήσουμε νέες στρατηγικές συμμαχίες με κράτη της περιοχής. Αυτό σημαίνει υιοθέτηση αμυντικών συμφωνιών. Σε επίπεδο Ευρώπης το βάρος πρέπει να δοθεί (α) στην νέα τελωνειακή ένωση ΕΕ-Τουρκίας και (β) στην μελλοντική ειδική σχέση με την ΕΕ.
Αυτά που περιγράφονται δεν είναι εύκολα. Εδώ, όμως, που έχουμε φτάσει δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις. Η πολιτική μας έναντι της Τουρκία έχει φτάσει στα όριά της. Εάν δεν την αλλάξουμε, θα βρεθούμε ενώπιον πολύ χειρότερων καταστάσεων σύντομα.

 

 

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: