Ελληνοτουρκικά: Με αυτά τα δεδομένα πάνε σε «διάλογο» για αποκλιμάκωση της έντασης Ελλάδας και Τουρκία
Τι επιδιώκει να πετύχει η Τουρκία μέσα από τη διαπραγμάτευση με την Ελλάδα και ποια είναι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης – Ο κρίσιμος ρόλος του Βερολίνου στην αποκλιμάκωση – Σε τι σημείο έφτασαν προηγούμενες ανάλογες συζητήσεις για τις «γκρίζες ζώνες»
Η τουρκική πλευρά κάνει λόγο για διαπραγμάτευση «χωρίς όρους και προϋποθέσεις». Ουσιαστικά αυτό που απαιτεί είναι η κάθε πλευρά να θέσει στο τραπέζι όποιο ζήτημα θεωρεί ότι αποτελεί διμερή διαφορά. Είναι προφανές ότι με αυτόν τον τρόπο επιδιώκει να νομιμοποιήσει τις μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις που έχει καλλιεργήσει από το 1973-74 εναντίον ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, αλλά και εναντίον της ίδιας της ελληνικής επικράτειας με τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών».
Έτσι φτάσαμε στο μάλλον κωμικό σημείο ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών για να μην αναφέρει τον όρο ΑΟΖ, να μιλάει για υφαλοκρηπίδα και για τις υπερκείμενες θαλάσσιες ζώνες! Ο λόγος που η Άγκυρα δεν μιλάει για ΑΟΖ δεν είναι τυπολατρικός. Η Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (1982) αναγνωρίζει πιο καθαρά από ό,τι προηγούμενες συμβάσεις ότι τα νησιά, που μπορούν να συντηρήσουν έστω και στοιχειώδη οικονομική δραστηριότητα, έχουν ΑΟΖ, όπως και τα ηπειρωτικά εδάφη.
Ενδεικτικό των προθέσεων του Ερντογάν είναι το γεγονός ότι αμέσως μετά την ανακοίνωση πως παγώνουν οι έρευνες του Oruc Reis στη δυνάμει ελληνική ΑΟΖ, έστειλε το Barbaros για έρευνες στην κυπριακή ΑΟΖ. Με τον τρόπο αυτό ήθελε να ξεκαθαρίσει ότι η διαδικαστική συμφωνία για μορατόριουμ που προώθησε η γερμανική μεσολάβηση δεν αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία. Ταυτόχρονα έβαλε σφήνα στις σχέσεις Αθήνας-Λευκωσίας, στέλνοντας στους Ελληνοκύπριους το μήνυμα ότι η Ελλάδα κοιτάζει μόνο τον εαυτό της κι ότι αυτούς τους έχει αφήσει στην τύχη τους.
Ο Τούρκος υπουργός Άμυνας Χουλουσί Ακάρ δήλωσε ότι Έλληνες και Τούρκοι αξιωματούχοι θα πραγματοποιήσουν συναντήσεις τις επόμενες ημέρες στην Άγκυρα, προκειμένου να συζητήσουν τα θέματα που οδήγησαν σε αύξηση της έντασης το τελευταίο διάστημα. Στην πραγματικότητα, η συνάντηση θα είναι προκαταρκτική, με σκοπό να πέσει η θερμοκρασία και να διαμορφωθεί εποικοδομητικό κλίμα,
Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτή ήταν ιδέα της γερμανικής μεσολάβησης που έγινε δεκτή και από τις δύο πλευρές. Η τριμερής μυστική συνάντηση της διπλωματικής συμβούλου του πρωθυπουργού πρέσβειρας Ελένης Σουρανή με τον εκπρόσωπο της τουρκικής προεδρίας Ιμπραχήμ Καλίν, παρουσία του διπλωματικού συμβούλου της καγκελαρίου Γιαν Χέκερ έδειξε ότι το κλίμα είναι φορτισμένο κι ότι η στη συνέχεια αποκάλυψη της συνάντησης από τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου προκάλεσε πρόσθετο ρήγμα στο επίπεδο της εμπιστοσύνης, αφού και οι τρεις είχαν συμφωνήσει η συνάντηση να κρατηθεί μυστική για να μην προκύψουν παρενέργειες.
Αξιοσημείωτη είναι η δήλωση Δένδια για την κατάσταση που βρισκόμαστε: «Δεν έχουμε φτάσει σε ένα σημείο, στο οποίο να μπορούμε να πούμε ότι έχουμε συμφωνήσει ακόμα και την έναρξη διαλόγου, που διακόπηκε το 2016, δηλαδή των διερευνητικών συζητήσεων», προσθέτοντας, μεταξύ άλλων πως «δεν είμαστε σήμερα σε επίπεδο διερευνητικών συζητήσεων με την Τουρκία, αλλά σε επίπεδο επαφών που θα μπορούσαν, αν πετύχουν, να οδηγήσουν σε επανέναρξη των διερευνητικών».
Σύμφωνα με πληροφορίες, αυτό είναι ακριβές μόνο με την έννοια ότι δεν έχει συμφωνηθεί ακριβώς η διαδικασία διαπραγμάτευσης. Από την άλλη και οι δύο πλευρές έχουν στις επαφές τους με τη γερμανική διαμεσολάβηση αποδεχθεί τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, μάλιστα, η διαδικασία είναι και ουσία. Διπλωματικές πηγές μας είπαν ότι Αθήνα και Άγκυρα δεν πρόκειται να αρχίσουν από το μηδέν.
Θεωρούν δεδομένο πως με κάποιον τρόπο θα πιάσουν το νήμα από εκεί που το είχαν αφήσει στις άτυπες διερευνητικές επαφές. Αυτό που λέγεται και στα ηγετικά κλιμάκια του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών είναι ότι οι 34 γύροι των διερευνητικών επαφών έχουν συσσωρεύσει ένα διαπραγματευτικό υλικό, το οποίο εκ των πραγμάτων θα είναι η αφετηρία από την οποία θα εκκινήσει η νέα διαπραγμάτευση.
Ένα σημαντικό ζήτημα είναι ποιοι θα ηγηθούν των δύο αντιπροσωπειών. Συνήθως τον ρόλο αυτό τον είχαν ή οι γενικοί γραμματείς ή οι γενικοί διευθυντές πολιτικών υποθέσεων των δύο υπουργείων Εξωτερικών. Διπλωματική πηγή μας είπε, ωστόσο, ότι ρόλο θα έχουν και η Ελένη Σουρανή με τον Ιμπραχήμ Καλίν, χωρίς να προσδιοριστεί ποιος θα είναι αυτός. Κατά την ίδια πηγή, οι δύο αυτοί θα λειτουργήσουν και ως κανάλι απευθείας επαφής του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Ταγίπ Ερντογάν. Αυτό, εξάλλου, είχαν συμφωνήσει οι δύο ηγέτες στην τηλεφωνική επικοινωνία τους πριν την τριμερή συνάντηση του Βερολίνου.
Αξίζει, πάντως, να υπογραμμιστεί ότι οι δύο πλευρές εκκινούν από αντιδιαμετρικές θέσεις και στο ζήτημα των θαλασσίων ζωνών, με το οποίο –σύμφωνα με πληροφορίες– θα αρχίσει η διαπραγμάτευση. Κάπως έτσι είχαν ξεκινήσει και οι διερευνητικές επαφές πριν περίπου 20 χρόνια. Όπως είναι γνωστό, η Άγκυρα ισχυρίζεται κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου ότι τα νησιά δεν έχουν υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, ενώ η Αθήνα θεωρεί ότι έχουν και μάλιστα πλήρη επήρεια.
Με βάση απόλυτα εξακριβωμένες πληροφορίες, στις παλαιότερες διερευνητικές επαφές η Άγκυρα είχε αποδεχθεί ότι τα ελληνικά νησιά του ανατολικού Αιγαίου έχουν υφαλοκρηπίδα, αλλά ζητούσε να αναγνωριστεί η ύπαρξη τουρκικής υφαλοκρηπίδας και δυτικά αυτών νησιών, ειδικά στο βόρειο Αιγαίο που υπάρχουν μεγάλες επιφάνειες διεθνών υδάτων. Ζητούσε, μάλιστα, αυτό που ονόμαζε «συνεκτική εκμετάλλευση», δηλαδή να το τμήμα υφαλοκρηπίδας που θα της αναγνωριστεί να είναι ενιαίο κι όχι διεσπασμένο.
Η σχετική συζήτηση τότε είχε γίνει με σκοπό το υπό διαπραγμάτευση συνυποσχετικό, με το οποίο υποτίθεται ότι η διαφορά θα παραπεμπόταν στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, θα καθοδηγούσε το δικαστήριο σε μία απόφαση, την οποία ουσιαστικά θα είχαν σε γενικές γραμμές προαπαποφασίσει οι δύο πλευρές. Τότε επικεφαλής των δύο αντιπροσωπειών ήταν οι πρέσβεις Αναστάσιος Σκοπελίτης και Ουγούρ Ζιγιάλ.
Όπως επισημαίνουν διπλωματικοί κύκλοι, πάγιος στόχος της Τουρκίας, όχι μόνο για οικονομικούς, αλλά και για γεωπολιτικούς λόγους, ήταν και παραμένει να αποκτήσει υφαλοκρηπίδα στα δυτικά της αλυσίδας των ελληνικών νησιών Σαμοθράκη-Λήμνος-Λέσβος-Χίος και κατά μία έννοια να τα εγκλωβίσει. Ακόμα, όμως, κι αν η Ελλάδα αποδεχόταν την τουρκική απαίτηση, δεν θα λυνόταν το έτερο μεγάλο πρόβλημα, οι κατά την Τουρκία «γκρίζες ζώνες».
Οι Τούρκοι είχαν συνείδηση βέβαια πως η Ελλάδα δεν θα αποδεχόταν ποτέ την ύπαρξη «γκρίζων ζωνών» και γι’ αυτό είχαν επιχειρήσει να το βάλουν από το παράθυρο. Στο συνυποσχετικό που εντέλει δεν ευοδώθηκε αναφερόταν ρητά ότι οι δύο πλευρές συναινούσαν να επιλυθούν από το Διεθνές Δικαστήριο και όλα τα «παρεμπίπτοντα ζητήματα».
Όταν ο Αναστάσιος Σκοπελίτης είχε ζητήσει διευκρινίσεις για το ποια είναι τα παρεπίμπτοντα ζητήματα, ο συνομιλητής του είχε αποφύγει να τα κατονομάσει, δηλώνοντας γενικώς ότι η Άγκυρα θα έχει το δικαίωμα να θέσει όποιο ζήτημα αυτή νομίζει. Και βεβαίως το Δικαστήριο θα κρίνει εάν αυτά που θα τεθούν από την τουρκική πλευρά είναι ή όχι παρεμπίπτοντα. Ο Τούρκος πρέσβης, μάλιστα, είχε αποσαφηνίσιε ότι η χώρα του θα διατηρήσει ακέραιες τις θέσεις της, εάν το Δικαστήριο κρίνει τα ζητήματα που θα θέσει η Άγκυρα μη παρεμπίπτοντα και αρνηθεί να γνωμοδοτήσει επί της ουσίας.
Οι «γκρίζες ζώνες» τορπίλισαν τις διερευνητικές επαφές κι όταν αυτές ξανάρχισαν όταν σχηματίστηκε η κυβέρνηση του Γιώργου Παπανδρέου το 2009. Κάναμε αναφορά στο περιεχόμενο εκείνων των διαπραγματεύσεων, επειδή κατά πάσα πιθανότητα θα είναι όχι μόνο τα ίδια θέματα στο τραπέζι, αλλά και οι ίδιες αντιθέσεις που πιθανότατα θα οδηγήσουν σε ναυάγιο και τη νέα διαπραγμάτευση.