Οδηγία της ΕΚΤ στις τράπεζες να παρέχουν νέα αναστολή μόνο σε όσους είναι βέβαιο ότι θα μπορούν να πληρώνουν
Σκληρή γραμμή για τα δάνεια που έχουν τεθεί σε αναστολή λόγω της πανδημίας και στην Ελλάδα ανέρχονται σε 20 δισ. ευρώ υιοθετεί ο Ενιαίος Εποπτικός Μηχανισμός (SSM) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, δημιουργώντας φόβους για… «ξαφνικό θάνατο» δανειοληπτών μετά το τέλος του έτους, όταν και λήγουν οι περισσότερες αναστολές πληρωμής δόσεων (με εξαίρεση τα δάνεια στον τουρισμό, που έχουν «παγώσει» ως το τέλος του 2021).
Όπως προκύπτει από δηλώσεις του επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία, η απάντηση που δίνει η εποπτική αρχή στο ερώτημα όλων των ευρωπαϊκών τραπεζών «τι θα γίνει μετά τη λήξη των αναστολών στα δάνεια» είναι αρκετά αυστηρότερη από όσο αναμενόταν:
- Επί της αρχής, ο Ενρία δεν αποκλείει να παραταθούν οι αναστολές πληρωμών, αλλά καλεί τις τράπεζες να διαχωρίσουν τους πελάτες τους σε «καλούς» και «κακούς».
- Δηλαδή, να αξιολογήσουν από μηδενική βάση ποιες επιχειρήσεις και φυσικά πρόσωπα βρίσκονται σε καλή οικονομική κατάσταση και πιθανολογείται βάσιμα ότι θα μπορέσουν να πληρώσουν το δάνειό τους όταν λήξει μια νέα αναστολή και ποιοι αντιμετωπίζουν τόσο σοβαρό πρόβλημα, ώστε να θεωρείται πιθανό ότι τα δάνειά τους θα «κοκκινίσουν».
Στόχος του SSM είναι να αποφευχθεί ένας νέος και πολύ σοβαρός κίνδυνος για τις τράπεζες της ευρωζώνης: να έχουν στα βιβλία τους δάνεια μεγάλου ύψους που παραμένουν για μεγάλη περίοδο σε αναστολή, χωρίς να αρχίσει να ξεκαθαρίζει έγκαιρα ποια από αυτά θα περάσουν, μετά τη λήξη των αναστολών, σε κανονική εξυπηρέτηση και ποια θα προστεθούν στα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Ο κίνδυνος για τις τράπεζες, σε αυτή την περίπτωση, είναι να βρεθούν αντιμέτωπες ξαφνικά με ένα «τσουνάμι» νέων προβληματικών δανείων.
Θα ελέγχεται η δυνατότητα αποπληρωμής
Το ίδιο πρόβλημα, όμως, από την πλευρά των δανειοληπτών έχει διαφορετική διάσταση. Ουσιαστικά προς το τέλος του έτους και αφού πολλοί θα έχουν δεχθεί μεγάλη οικονομική πίεση από την πανδημία, θα βρεθούν αντιμέτωποι με ένα έλεγχο από τις τράπεζες, η έκβαση του οποίου μπορεί να αποδειχθεί καθοριστική για το μέλλον τους. Για όσους οι τράπεζες κρίνουν ότι δεν έχουν πλέον βιώσιμο χρέος, η κατάληξη θα είναι να… τραβιέται η πρίζα και να ακολουθούν τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης.
Όπως αναφέρουν τραπεζικά στελέχη, παρότι είναι πλέον γνωστή η γενική κατεύθυνση που δίνει η Εποπτεία για τα δάνεια σε αναστολή, μένει να προσδιορισθεί μέσα από συζητήσεις που θα γίνουν το προσεχές διάστημα ποιος βαθμός ευελιξίας θα αφεθεί στις τράπεζες για να χειρισθούν τα δάνεια σε αναστολή. Πολλοί εκτιμούν ότι θα μπορούσε να επιτραπεί από τον SSM ένας βαθμός ευελιξίας στις τράπεζες για νέες ρυθμίσεις μετά τη λήξη των αναστολών, ακόμη και σε πελάτες που βρίσκονται σε οριακή κατάσταση.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μετά τη λήξη των αναστολών φαίνεται να αποκλείονται γενικές λύσεις, όπως μια νέα παράταση ή «κούρεμα» δόσης για όλους. Οι τράπεζες θα κληθούν να περάσουν από το μικροσκόπιο κάθε πελάτη ξεχωριστά, ώστε να υπάρχει πάντα μια καλή εικόνα για την ποιότητα του χαρτοφυλακίου και να αποφευχθούν δυσάρεστες εκπλήξεις απότομης αύξησης των «κόκκινων» δανείων.
Το πρόβλημα των δανείων σε αναστολή είναι σήμερα το σοβαρότερο που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, καθώς, αν τα μισά από αυτά «κοκκινίσουν», θα αυξηθεί σε μια νύχτα κατά 15% το σύνολο των προβληματικών δανείων.
Όπως ανακοίνωσε η Τράπεζα της Ελλάδς, «σύμφωνα με τα στοιχεία των τεσσάρων συστημικών πιστωτικών ιδρυμάτων, μέχρι και τον Αύγουστο του 2020, το συνολικό υπόλοιπο των δανείων που έχουν υπαχθεί σε καθεστώς προσωρινής αναστολής καταβολής δόσεων ανέρχεται σε 19,9 δισ. ευρώ.
Πιο αναλυτικά, στην κατηγορία αυτή εμπίπτουν στεγαστικά δάνεια 8,38 δισ. ευρώ, επιχειρηματικά 8,28 δισ., καταναλωτικά 1,83 δισ. ευρώ, δάνεια 1,4 δισ. προς ελεύθερους επαγγελματίες, αγρότες και ατομικές επιχειρήσεις και λοιπά δάνεια προς νοικοκυριά 3 δισ. ευρώ)».
Τι δήλωσε ο Αντρέα Ενρία
Ο επικεφαλής του SSM, Αντρέα Ενρία, τόνισε σε ιρλανδικό τηλεοπτικό δίκτυο ότι «οι τράπεζες είναι πολύ πιθανό να πρέπει να εξετάσουν την επέκταση των αναστολών αποπληρωμής για τους πελάτες τους», αλλά πρόσθεσε ότι «ως εποπτική Αρχή, θεωρούμε ότι είναι επίσης σημαντικό οι τράπεζες να λάβουν υπόψη τον αντίκτυπο που έχει αυτό στην ποιότητα του ενεργητικού τους: θα πρέπει να αποφύγουν τη δημιουργία μη αναγνωρισμένων δανείων που δεν εξυπηρετούνται και τελικά να διακρίνουν τους καλούς πελάτες από τους κακούς πελάτες, οι οποίοι δεν είναι πιθανό να πληρώσουν. Επομένως, είναι ώρα να αρχίσουν οι τράπεζες να γίνονται πιο ενεργές στην αναγνώριση θεμάτων ποιότητας του ενεργητικού τους, επίσης να αποφύγουν μεγάλα προβλήματα στο τέλος των αναστολών αποπληρωμής. Οι τράπεζες πρέπει να γίνουν πιο ενεργές από την άποψη αυτή και αυτό είναι κάτι που το επισημάναμε σε αυτές με μία επιστολή τον Ιούλιο».