Οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα φαίνεται να έχουν αυξημένο κίνδυνο νόσησης από COVID-19, σύμφωνα με μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση που δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό Annals of the Rheumatic Diseases.
Ο κίνδυνος αυτός αποδίδεται κυρίως στη χρήση των γλυκοκορτικοειδών (κορτιζόνη). Ωστόσο, το ενθαρρυντικό είναι ότι η κλινική τους έκβαση δεν ήταν σημαντικά χειρότερη σε σύγκριση με άτομα χωρίς αυτοάνοσα νοσήματα.
Άξιο λόγου είναι ότι η μονοθεραπεία με βιολογικούς παράγοντες ή με στοχευμένα συνθετικά τροποποιητικά της νόσου αντι-ρευματικάφάρμακα (αναστολείς κινασών) συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο εμφάνισης σοβαρής μορφής COVID-19, υποδηλώνοντας την ασφάλεια των φαρμάκων αυτών στην πανδημία COVID-19.
Οι καθηγητές της Ιατρικής Σχολής το Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευστάθιος Καστρίτης, Πέτρος Σφηκάκης και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) συνοψίζουν τα ευρήματα αυτής της μελέτης.
Υπό αξιολόγηση τέθηκαν δεδομένα από 62 μελέτες παρατήρησης, με 319.025 ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα από 15 χώρες.Συγκεκριμένα εξετάστηκαν ασθενείς:
- φλεγμονώδη νόσο του εντέρου,
- αυτοάνοσες ηπατοπάθειες,
- ρευματοειδή αρθρίτιδα,
- συστηματικό ερυθηματώδη λύκο,
- ψωριασική αρθρίτιδα και ψωρίαση,
- αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα,
- συστηματικές αγγειίτιδες, ρευματική πολυμυαλγία,
- σύνδρομο Sjögren,
- συστηματικό σκληρόδερμα,
- νόσο Αδαμαντιάδη- Behcet
- σαρκοείδωση και
- φλεγμονώδεις μυοπάθειες.
Παρατηρήθηκε ότι ο μέσος αριθμός των συμβαμάτων COVID-19 λοίμωξης σε 145 μελέτες με σύνολο 319.025 ασθενών ήταν 11 περιπτώσεις ανά 1000 άτομα.
Επίσης, διαπιστώθηκε ότι οι ασθενείς με συστηματικό ερυθηματώδη λύκο, σύνδρομο Sjögren και συστηματικό σκληρόδερμα είχαν υψηλότερο επιπολασμό του COVID-19 (36 περιπτώσεις ανά 1000 άτομα) σε σύγκριση με τις άλλες ομάδες ασθενειών. Ενδεχομένως, οφείλεται σε υψηλότερο ποσοστό χρήσης κορτιζόνης (60.3%) σε αυτή την ομάδα ασθενών. Οι ασθενείς με φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου είχαν τον χαμηλότερο επιπολασμό (3 περιπτώσεις ανά 1000 άτομα).
Άλλες μελέτες
Από 7 ακόμη μελέτες προκύπτει οι ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα είχαν αυξημένο σχετικό κίνδυνο νόσησης από COVID-19 κατά 2.19 φορές. Πρόκειται για μελέτες που περιελάμβαναν μόνο άτομα με ψωρίαση και αυτοάνοσα ρευματικά νοσήματα αλλά και στις δυο ομάδες ο κίνδυνος λοίμωξης από SARS-CoV-2 ήταν αυξημένος (σχετικός κίνδυνος 3.43 και 1.6 φορές αντίστοιχα έναντι των υπολοίπων μαρτύρων).
Και σε αυτή την περίπτωση ο αυξημένος κίνδυνος COVΙD-19 φαίνεται να συνδέεται με το υψηλότερο ποσοστό χρήσης κορτιζόνης.
Σημειωτέον είναι ότι ο κίνδυνος COVID-19 δεν αυξάνει με την ηλικία, ή στους άνδρες, αλλά ούτε και με παρουσία υπέρτασης, διαβήτη ή με θεραπείες με βιολογικούς παράγοντες ή με στοχευμένα συνθετικά τροποποιητικά της νόσου αντι-ρευματικά φάρμακα.
Ακόμη, σε 65 μελέτες που περιλάμβαναν συνολικά 2.766 ασθενείς με αυτοάνοσα νοσήματα διαπιστώθηκε ότι η νοσηλεία απαιτήθηκε σε 35%, ενώ η θνησιμότητα ήταν 6.6%. Σε μετα-ανάλυση 6 μελετών ασθενών-μαρτύρων δεν φάνηκαν σημαντικές διαφορές ως προς την πιθανότητα ανάγκης για νοσηλεία , εισαγωγή σε ΜΕΘ, ανάγκη διασωλήνωσης ή θάνατος μεταξύ αυτών που έπασχαν από αυτοάνοσο νόσημα και των άλλων.
Ωστόσο, ηλικίες άνω των 64 ετών, το άρρεν φύλο, η υπέρταση, ο διαβήτης, ο δείκτης μάζας σώματος μεγαλύτερος του 30 και η παρουσία τουλάχιστον 1 συννοσηρότητας σχετίζονταν με υψηλότερα ποσοστά νοσηλείας, εισαγωγής σε ΜΕΘ, ανάγκης για διασωλήνωση και θανάτου λόγω COVID-19 σε σύγκριση με ασθενείς χωρίς αυτές τις συννοσηρότητες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι 2 έως 3 φορές υψηλότερο ποσοστό συμβάντων για κάθε κλινικό αποτέλεσμα σε σύγκριση με αυτούς που λάμβαναν μονοθεραπεία με βιολογικούς παράγοντες ή στοχευμένα συνθετικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα, είχαν οι ασθενείς που λάμβαναν α) κορτιζόνη, β) συμβατικά τροποποιητικά της νόσου φάρμακα και γ) συνδυασμούς βιολογικών ή στοχευμένων συνθετικών και συμβατικών τροποποιητικών της νόσους φάρμακα.
Είναι επίσης σημαντικό ότι οι ασθενείς που λάμβαναν μονοθεραπεία με παράγοντες έναντι του TNF (που άλλωστε σήμερα δοκιμάζονται και για την θεραπεία της COVID-19 λοίμωξης) έτειναν να έχουν χαμηλότερο ποσοστό νοσηλείας και θνησιμότητας σε σύγκριση με εκείνους που λάμβαναν βιολογική μονοθεραπεία που δεν στοχεύει τον TNF.