Όλα τα μάτια είναι στραμμένα στις αμερικανικές εκλογές, και στην εκτίμηση των συνεπειών τους. Αλλά στη σκιά των «εκλογών», υπάρχουν και άλλοι «παράγοντες εν κινήσει»: Η Γερμανία μόλις προσέφερε στην Ουάσιγκτον «μια συμφωνία αγάπης» στην οποία, η Ευρώπη –με τη Γερμανία επικεφαλής– αποδέχεται να υιοθετήσειτην αμερικανική στρατηγική «πλήρους φάσματος» για τηναπομόνωση και αποδυνάμωση της Ρωσίας και της Κίνας. Και σε αντάλλαγμα ζητά από τις ΗΠΑ να συναινέσουν στη γερμανική ηγεσία της «πολιτικής εξουσίας» μιας ευρωπαϊκής οντότητας σεμεγαλύτερη ισοτιμία με τις ΗΠΑ. Αυτό στην κυριολεξία σημαίνει ότι η Γερμανία επιζητεί το καθεστώς υπερδύναμης στην ηγεσία μιας «αυτοκρατορίας» της ΕΕ για την νέα ιστορική περίοδο. Ο Πούτιν αναγνώρισε μια τέτοια πιθανότητα («η Γερμανία φιλοδοξεί να γίνει υπερδύναμη») κατά τη διάρκεια της πρόσφατης ομιλίας του στην ετήσια σύνοδο της Λεσχης Βαλντάι.
Αλλά και οι άλλοι ενδιαφερόμενοι παράγοντες σε αυτήν την προσφορά είναι επίσης πάρα πολύ εν κινήσει: Πρώτον, το τέχνασμα της Γερμανίας εξαρτάται από τις ελπίδες της για μια νίκη του Μπάϊντεν, η οποία μπορεί, ή δεν μπορεί, να συμβεί. Και τότε, επίσης, ο πρόεδρος Μακρόν επιδιώκει για τον εαυτό του, και για τη Γαλλία, η ηγεσία της Ευρώπης, με αυτό το τελευταίο να εξαρτάται – σε κάποιο βαθμό– από μια χωρίς συμφωνία βρετανική εγκατάλειψη της Ε.Ε. στο τέλος του έτους, κατάληξη που θα αποδυνάμωνε περαιτέρω μιαναποδυναμωμένη και απερχόμενη Μέρκελ. Η Γαλλία αντιθέτως, σχεδιάζει τη «Μεγάλη Αναδόμηση» της Ευρώπης: Έναν ρυθμιστικό και επιβεβλημένων αξιών «χώρο», στηριζόμενο σε ένα ενιαίο καθεστώς φορολογίας και χρέους, που θα ανορθώσει την οικονομική υποδομή της Γαλλίας.
Όλα αυτά εγείρουν πολλά ερωτήματα: Σε περίπτωση που ο Τραμπ κερδίσει, μπορεί να αναμένεται να τορπιλίσει οποιαδήποτε γερμανική (ή γαλλική) φιλοδοξία να απορροφήσουν μέρος της δύναμης της Αμερικής, όσο όμορφα και αν το σερβίρει ο Γερμανός υπουργός των Εξωτερικών, πως οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να χάσουν έστω και μέρος εξουσίας, όσο να κερδίσουν “ένα ισχυρό εταίρο με ίσους όρους”…
Η ιδέα ότι η Ευρώπη μπορεί να προωθήσει αυτή τη συνεργασία με τη δέσμευση προσήλωσης της Γερμανίας “προς τη Δύση, ως ένα σύστημα αξιών”, το οποίο κινδυνεύει «στο σύνολό του”, και το οποίο, μόνο η Γερμανία και οι ΗΠΑ μαζί μπορούν να διατηρήσουν ισχυρό – φαίνεται λίγο μια ονειροπόληση. Ακόμα και όταν προσφέρεται ζαχαρωμένο με την “υπεράσπιση ενάντια στην αλάνθαστη ρωσική δίψα για εξουσία, και τις κινεζικές φιλοδοξίες για την παγκόσμια κυριαρχία”. Επειδή:
Πρώτον, εξακολουθεί να υπάρχει Ο Τραμπ, και δεύτερον –
Η Κίνα και η Ρωσία βλέπουν καθαρά το παιχνίδι.
Ωστόσο, οι Ευρωπαίοι ηγέτες φαίνεται να αναμένουν ότι θα συνεχίσουν σαν να μην είναι τίποτα λάθος. Η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ («Α Κα Κα») φαίνεται να το πιστεύει (είναι και υπουργός Άμυνας και πρόεδρος του CDU, του ίδιου του κόμματος της Μέρκελ). Όσον αφορά τον περιορισμό του «επιθετικά ελεγχόμενου κρατικού καπιταλισμού της Κίνας», προτείνει τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εμπορικής σφαίρας που θα είναι ανοικτή μόνο σε όσους θέλουν να ενισχύσουν και να υποστηρίξουν τη φιλελεύθερη, βασισμένη σε κανόνες τάξη – και στην οποία πρέπει να «υποταχθούν» τα άλλα κράτη (τα λόγια του Μακρόν).
Αυτά είναι τα στοιχεία για τον τρόπο με τον οποίο οι Βρυξέλλες προτείνουν την επίτευξη «στρατηγικής αυτονομίας» (όρος του Σαρλ Μισέλ).
Εδώ είναι μερικά αποσπάσματα της προτεινόμενης «συμφωνίας» που η Annegret Kramp–Karrenbauer παρουσίασε σε μια ομιλία της στις23 Οκτωβρίου:
“… Πάνω απ ‘όλα, η Αμερική μας έδωσε αυτό που ονομάζουμε «Westbindung» … Westbindung, για μένα, είναι και παραμένει, μια σαφής απόρριψη του ιστορικού πειρασμού της ίσης απόστασης(πολιτική Μπραντ, Χέλμουτ Κολ). Το Westbindung μας δένει σταθερά στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ και μας συνδέει στενά με την Ουάσιγκτον, τις Βρυξέλλες, το Παρίσι και το Λονδίνο. Μας τοποθετεί σαφώς και δικαίως ενάντια σε μια ρομαντική εμμονή στη Ρωσία – και επίσης ενάντια σε ένα μη φιλελεύθερο συντεχνιακό κράτος που απορρίπτει τα κόμματα και τα κοινοβούλια [δηλ. Κίνα] … Westbindung είναι η απάντηση στο περίφημο “γερμανικό ερώτημα”, το ερώτημα του τι σημαίνει Γερμανία.… Μόνο η Αμερική και η Ευρώπη μαζί μπορούν να κρατήσουν τη Δύση ισχυρή, υπερασπιζόμενές την ενάντια στην αλάνθαστη ρωσική δίψα για εξουσία και τις κινεζικές φιλοδοξίες για παγκόσμια επικράτηση … Για να είμαστε ο δότης [σε μια διαδικασία «πάρε-δώσε με τις ΗΠΑ] θα απαιτούσε από εμάς να λάβουμε μια σταθερή αποφασιστική πολιτική τοποθέτηση.. Για να παίξουμε φιλόδοξα το γεωπολιτικό παιχνίδι…Αλλά ακόμη και εξετάζοντας όλα αυτά, εξακολουθούν να υπάρχουν ορισμένοι Αμερικανοί που δεν είναι πεπεισμένοι ότι χρειάζονται το ΝΑΤΟ. Το καταλαβαίνω αυτό. Διότι λείπει ακόμη ένα πράγμα: Αυτό είναι να αναλάβουν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι ισχυρή δράση, όταν προκύπτει η ανάγκη. Έτσι ώστε οι “Ηνωμένες Πολιτείες να μπορούν να δουν την Ευρώπη ως ισχυρό εταίρο επί ίσοις όροις, όχι ως μια νεαρή δεσποινίδα εν κινδύνω… Όπως μπορείτε να δείτε: το γερμανικό δίλημμα είναι επίσης ένα ευρωπαϊκό δίλημμα. Παραμένουμε εξαρτημένοι [από τις ΗΠΑ], αλλά ταυτόχρονα, πρέπει να αποκτήσουμε την δική μας οντότητα.. Ενισχύοντας έτσι την Ευρώπη, η Γερμανία πρέπει να διαδραματίσει βασικό ρόλο … κάνοντάς την ικανή να λειτουργεί πιο ανεξάρτητα από, αλλά ταυτόχρονα και πιο στενά συνεργαζόμενη με τις Ηνωμένες Πολιτείες …”.
Εδώ διασταυρώνονται τρία μείζονα γεωπολιτικά ζητήματα:Πρώτον, η Γερμανία μεταμορφώνεται πολιτικά, με τρόπο που έχει ανησυχητικούς παραλληλισμούς με τη μετάβασή της στο προ-WW1, ευρωπαϊκό σκηνικό. Εν ολίγοις, το «γερμανικό ζήτημα» εμφανίζεται και πάλι (αλλά όχι με τον τρόπο της A Κα Κα): Όταν έπεσε το Τείχος του Βερολίνου, η Ρωσία υποστήριξε την επανένωση της Γερμανίας και επένδυσε ελπίδες ότι η Γερμανία θα ήταν εταίρος για το ευρύτερο σχέδιο ενοποίησης: την οικοδόμηση μιας «Ευρύτερης Ευρώπης».
Αποδείχθηκε ότι ήταν μια χίμαιρα: Η Γερμανία, μακριά από την υποστήριξη για ένταξη της Ρωσίας, αντίθετα τάχθηκε υπέρ της επέκτασης της Ευρώπης και του ΝΑΤΟ στα σύνορα της Ρωσίας. Η ΕΕ – υπό την πίεση των ΗΠΑ – σχημάτιζε μια Ευρύτερη Ευρώπη που θα περιελάμβανε τελικά όλα τα κράτη της Ευρώπης, εκτός από τη Ρωσία.
Αλλά με τον τρόπο αυτό, η Δυτική Ευρώπη απορρόφησε στην ΕΕ τον καρκίνο της εχθρότητας της Ανατολικής Ευρώπης προς τη Ρωσία. Το Βερολίνο, όλα αυτά τα χρόνια, έχει ποντάρει στην ριζωμένηεχθρότητα της Αμερικής προς τη Ρωσία – περισσότερο ως εργαλείο για την οικοδόμηση του ευρωπαϊκού χώρου της (της Γερμανίας)μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Έτσι, η Γερμανία έχει δώσει προτεραιότητα στο να κατευνάσει τις ιστορικές σε βάρος της αντιπάθειες της Ανατολικής Ευρώπης, αντί οποιασδήποτε πραγματικής προσπάθειαςγια μια σχέση με τη Ρωσία. Τώρα η Γερμανία θέλει να το «παίξει ξανά»: Σε μια συνέντευξη του Ιουλίου, η Ανεγκρέτ Κραμπ-Καρενμπάουερ δήλωσε ότι η ρωσική ηγεσία πρέπει να «βρεθεί αντιμέτωπη με μια ξεκάθαρη τοποθέτηση: Είμαστε καλά οχυρωμένοι, και σε περίπτωση αμφιβολίας, έτοιμοι να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας. Βλέπουμε τι κάνει η Ρωσία και δεν θα αφήσουμε τη ρωσική ηγεσία να της περάσει».
Το επεισόδιο ( «της απόπειρας δολοφονίας»)Ναβάλνι ήταν η τελευταία σταγόνα. Ήταν ένα κραυγαλέο ψέμα. Η Μέρκελ και ο Μακρόν ήξεραν ότι ήταν ψέμα. Και ήξεραν ότι και η Μόσχα το ήξερε. Ωστόσο, και οι δύο προτιμούσαν να πετάξουν στους εχθρούς της Ρωσίας άλλο ένα «κόκαλο». Η Μόσχα βαρέθηκε πλέον να ασχολείται μαζί τους.
Το πραγματικό αίνιγμα είναι γιατί η Μόσχα ανέχεται αυτό το παιχνίδι για τόσο πολύ καιρό. Η απάντηση ίσως, βρίσκεται στον ρωσικό δικέφαλο αετό, τα κεφάλια του οποίου κοιτούν σε αντίθετες κατευθύνσεις: το ένα προς την Ευρώπη και το άλλο προς την Ασία. Στη Ρωσία η φανερή απάτη της Μέρκελ τεντώνει και δοκιμάζει στα άκρα την κοινωνική εμπιστοσύνη. Οι ρωσικές ελίτ μπορεί να κλίνουν προς την Ευρώπη, αλλά η βάση τους κοιτάζει στην ανατολή. Ο Ναβάλνι ήταν το ταπεινωτικό άχυρο που έσπασε την πλάτη της καμήλας.
Τώρα ο Μακρόν – που εξακολουθεί να ενεργοποιείται, αν καιπολιτικά αποδυναμωμένος – ελπίζει να στραγγίξει περαιτέρω τη δύναμη της Μέρκελ (με εμπορικούς όρους), μέσω της μηχανικής μιας χωρίς συμφωνία βρετανικής αποχώρησης από την Ε.Ε., που θα έπληττε το τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας με τη Βρετανία, τη στιγμή που η Γερμανία χάνει αγορές στη Ρωσία (και τώρα ενδεχομένως και στην Κίνα) και όταν η Αμερική, αν επανεκλεγεί ο Τραμπ, πιθανότατα θα ξεκινήσει έναν εμπορικό πόλεμο με την Ευρώπη.
Στόχος του Μακρόν είναι η αποδυνάμωση του χεριού της Μέρκελ –δηλαδή– της αντίθεσης της σε έναν ευρωπαϊκό κοινό χρεωστικό εργαλείο, σε συνδυασμό με μια κοινή δημοσιονομική πολιτική, έτσι ώστε η Γαλλία να μπορεί να αντλήσει από τους γερμανικούς δημοσιονομικούς πόρους που θα τοποθετούνται σε ένα «κοινό δοχείο», και στη συνέχεια να αναπτυχθεί για να ανορθώσει τη γαλλική οικονομία.
Το σχέδιο των Βρυξελλών για μια «μεγάλη αναδόμηση» (Βig Reset),μεταμόρφωση της ευρωπαϊκής οικονομίας και της κοινωνικής σφαίρας – μέσω της αυτοματοποίησης και της τεχνολογίας είναι, όπως ο TomLuongo έχει σημειώσει παραληρηματικό:
Γιατί?
“Παραληρηματικό”, καθώς αν και η Κίνα μπορεί να είναι (στην ευρωγλώσσα) ένας “επιθετικά ελεγχόμενος κρατικός καπιταλισμός”,είναι όμως επίσης ένα σημαντικό “πολιτισμικό κράτος”, με τις δικές της ξεχωριστές αξίες. Οι Βρυξέλλες μπορεί να αποκαλούν τον ρυθμιστικό τους χώρο «ανοικτό», αλλά είναι σαφώς αποκλειστικόςκαι όχι πολυμερής. Η άσκηση αυτής της πολιτικής ωθεί τον κόσμο μόνο προς ένα διαχωρισμό των διακριτών ρυθμιστικών σφαιρών – και προς βαθύτερη ύφεση.
Στο πρακτικό επίπεδο, ενώ η πρώτη φάση της Πανδημίας είχε την τάση να παρέχει στήριξη στις κατεστημένες κυβερνήσεις της Ευρώπης, αυτή η παρούσα αύξηση των λοιμώξεων ανατρέπει την υποστήριξη στους κατεστημένους φορείς εξουσίας. Διαδηλώσεις και ταραχές ξεσπούν όλο και περισσότερο σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επεισόδια βίας αντιμετωπίστηκαν με δέος από τις αρχές, οι οποίες υποπτεύονται ότι το οργανωμένο έγκλημα και οι ριζοσπαστικές ομάδες εργάζονται για να προκαλέσουν μια πολιτική πυρκαγιά. Και αυτό το δυναμικό είναι πάρα πολύ έκδηλο.
Στη διαρθρωτική ανεργία που ήδη προέκυψε κατά την πρώτη φάση της πανδημίας, πρέπει τώρα να προστεθεί ένα άλλο κύμα πιθανώς μη αναστρέψιμης ανεργίας, (και πάλι) στον τομέα των υπηρεσιών. Για τις μικρές επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους, είναι ένας εφιάλτης. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η οργή μεγαλώνει καθώς όσοι χάνουν τα μέσα συντήρησης τους παρατηρούν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι και η μεσαία τάξη γενικότερα, περνούν από αυτό το επεισόδιο, σχεδόν αλώβητοι.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αιφνιδιαστεί. Υπάρχει απόλυτη σύγχυση, καθώς καλούνται να διατηρήσουν την οικονομία ζωντανή, και να περιορίσουν ταυτόχρονα την απειλή πνιγμού της νοσοκομειακής περίθαλψης από την συντριπτική πίεση του αριθμού των μολύνσεων. Αυτό είναι το κόστος του «θερινού ανοίγματος» για τη διάσωση της τουριστικής περιόδου. Κανείς τώρα δεν βγαίνει στο μπαλκόνι τα βράδια να διαδηλώνει την αλληλεγγύη του με τραγούδια, χειροκροτήματα, ή χτυπώντας μαγειρικές κατσαρόλες. Σήμερα, διαμαρτυρίες και ταραχές έχουν πάρει τη θέση τους.
Σε αυτό την διογκούμενη οργή υπεισέρχεται μια σκοτεινή υποψία.Ωστόσο, δεν είναι «συνωμοσία» να πιστεύουμε ότι οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις μπορεί εν γνώσει τους να έχουν χρησιμοποιήσει την πανδημία για να αυξήσουν τα εργαλεία κοινωνικού ελέγχου. Επειδή, παρά την «αποστασιοποίηση», έχουμε μια πραγματική ιατρική στρατηγική περιορισμού. Ήταν άραγε αυτό σχεδιασμένο εν αναμονή των αλλαγών που συνεπάγεται η «Μεγάλη Αναδόμηση»; Δεν το ξέρουμε. Ωστόσο, από την αρχή, οι Δυτικές κυβερνήσεις χαρακτήρισαν τα μέτρα τους ως «πόλεμο» – και ως πόλεμο που απαιτούσε έκτακτα μέτρα κατάστασης πολέμου -κατευθυνόμενη οικονομία, και την αυστηρή δημόσια συμμόρφωση.
Δικαίως ή αδίκως, γίνεται ένας πολιτιστικός πόλεμος. Οι τόνοι της οργής κυριαρχούν στους δρόμους των ΗΠΑ. Και πάλι, σκοτεινές υποψίες ότι η πολιτιστική ζωή διακόπτεται προκειμένου να προετοιμαστούν οι Ευρωπαίοι για τον πνιγμό της πολιτιστικής τους ταυτότητας σε ένα μεγάλο χωνευτήρι που κατασκευάζεται στις Βρυξέλλες. Αυτοί οι φόβοι μπορεί να είναι λανθασμένοι, αλλά είναι παρόντες και τοξικοί .
Ο πολιτικός ιστός και η κοινωνική συνοχή της Ευρώπης είναι σε κρίση – και οι ηγέτες της δεν είναι απλώς μπερδεμένοι: Φοβούνται.
Θα αποτελούσε πράγματι αλαζονική αυταπάτη αν οι Ευρωπαίοι ηγέτες προχωρήσουν με την αυτοματοποίηση στην «Μεγάλη Αναδόμηση», προσθέτοντας ακόμη περισσότερη διαρθρωτική ανεργία σε έναν όγκο, που ήδη απειλεί να εκραγεί, υπό το αυξανόμενο βάρος του (σε μαζικές διαμαρτυρίες). Θέλουν μήπως μιαν επανάσταση;