Όταν αναφερόμαστε στην ταυτότητα, την αναζήτηση ταυτότητας, σήμερα, στην Ελλάδα, σχεδόν αυτομάτως καταγράφονται οι ακόλουθες αντιδράσεις:

Α. Ορισμένοι, και όχι μόνον οι γνωστοί «αντιεθνικιστές» και «διαπλεκόμενοι», πυροβολούν ακόμα και στο άκουσμα της λέξης. Η «ταυτότητα» παραπέμπει σε κάτι το «αρνητικό», την εποχή της «παγκοσμιοποίησης» και της γενικευμένης αποσύνθεσης των ταυτοτήτων. Όμως αυτή η αντιμετώπιση ισχύει μόνο για την διεκδίκηση της εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων, ενώ όταν πρόκειται για τις ταυτότητες των μειονοτήτων, των ξένων, των Εβραίων, των γυναικών, των νέων κλπ. κλπ., εκεί όχι μόνο τις αναγνωρίζουν και τους δίνουν θετικό περιεχόμενο, αλλά τις αντιπαραθέτουν στην ελληνική ταυτότητα.

Β. Μια άλλη σκοπιά επικροτεί κάθε τι που αναφέρεται στην εθνική ταυτότητα, συχνά σε ευθύ ανταγωνισμό, με άλλες ταυτότητες, θρησκευτικές, ταξικές, φύλου, φυλής κ.λ.π. Η έννοια της εθνικής ταυτότητας επικαλύπτει και συχνά εξαφανίζει, κάθε άλλη. Οι Έλληνες είμαστε ο περιούσιος λαός, με την σημαντικότερη ιστορία, όλες μας οι παραδόσεις είναι θετικές, δεν έχουμε να πάρουμε ή να δανειστούμε τίποτε από κανέναν, μπορούμε να αντλήσουμε από τη δική μας παράδοση και μόνον για να πορευτούμε στο σύγχρονο κόσμο.

Γ. Απέναντι σε αυτές της δύο ακραίες εκδοχές του φάσματος, εμείς του Άρδην, θα μπορούσαμε να επιλέξουμε την «μέση οδό», που εκφράζει πληρέστερα και την άποψή μας. Η παράδοσή μας είναι πλούσια, όντως, αλλά όχι μοναδική, είναι ευρύτατη αλλά όχι επαρκής, ώστε να αρκεστούμε σε μια απομονωτιστική αυτάρκεια, έχουμε ανάγκη και από τους άλλους λαούς και τις άλλες παραδόσεις. Τα πάντα στην παράδοσή μας δεν είναι θετικά. Ιδιαίτερα στην πρόσφατη παραδοση μας και την ιστορία μας υπάρχουν πολλά για τα οποία πρέπει να ντρεπόμαστε. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως εμείς οι ίδιοι καταστρέψαμε τις πόλεις μας και τον λαϊκό πολιτισμό μας τα τελευταία πενήντα χρόνια. Εμείς οι ίδιοι, μεταβληθήκαμε σε υπέρβαρους καταναλωτές τηλεοπτικών απορριμάτων. Εμείς “προσκυνάμε σώβρακα και φανέλλες”. Εμείς γίναμε παράσιτα της Δύσης και του κρατικού κορβανά. Τέλος, αλλά όχι ελάχιστο, η εθνική ταυτότητα ούτε είναι η μοναδική ούτε επικαλύπτει άλλες ταυτότητες. Πράγματι, πολλοί είναι σήμερα εκείνοι που επιλέγουν αυτή τη «μέση οδό», για να αποφύγουν τόσο την κατασυκοφάντηση τους, όσο και την ταύτιση με ανεγκέφαλες ταυτοτικές εκδοχές.

Ωστόσο δεν πιστεύουμε πως μπορεί κανείς να τηρεί «ίσες αποστάσεις». Σε μια εποχή όπου η απαξίωση της ιδιαίτερης-εδαφικής ταυτότητας έχει γενικευτεί” σε μια εποχή πολιτισμικής αλλοτρίωσης’ σε μια εποχή απόπειρας μεταβολής της Ελλάδας σε ένα παρασιτικό ακροφύσιο της Δύσης’ η «τήρηση ίσων αποστάσεων» σημαίνει εν τέλει υποχώρηση μπροστά στο dictat «των αγορών», κατά την προσφιλή έκφραση πολιτικών και δημοσιογράφων. Και δεν αρμόζει στο ήθος μας.

Σε μια τέτοια εποχή λοιπόν επιλέγουμε στρατόπεδα, είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέξουμε: Έστω και εάν δεν ταυτιζόμαστε με την αντίληψη των ελληνοκεντρικών φίλων μας, η «ελληνοκεντρικότητα» μπορεί να αποτελέσει μια αφετηρία αντίστασης και μετασχηματισμού, ενώ αντίθετα η «παγκοσμιοποιητική» αφετηρία οδηγεί σήμερα σε αδιέξοδα, έστω και εάν μπορούν να υπάρχουν σημεία επαφής με όσους κάνουν αυτή την επιλογή. Έτσι, για παράδειγμα, συμφωνούμε για την υπεράσπιση των ξένων μεταναστών στην Ελλάδα, με πολλούς «διεθνιστές», και όμως η αφετηρία τους, η άρνηση δηλαδή να αποδεχτούν το γεγονός ότι σήμερα η μεγάλη μάχη σε πλανητικό και περιφερειακό επίπεδο είναι εκείνη των ταυτοτήτων έναντι του παγκοσμιοποιητικού ολοκληρωτισμού, τους κάνει να χρησιμοποιούν το ζήτημα των μεταναστών προς επίρρωση των γενικότερων απόψεών τους. Και κατά συνέπεια φτάνουμε να διαφωνούμε ακόμα και στον τρόπο χειρισμού του ιδιαίτερου ζητήματος. Ή βλέπουμε σήμερα το Αμερικανικό Κογκρέσο ή τις γερμανικές κρατικές υπηρεσίες να χρησιμοποιούν τα ζητήματα των μειονοτήτων ως πολιορκητικό κριό κατά των αδύναμων και ενοχλητικών εθνών. Χρησιμοποιούν δηλαδή ένα ζήτημα ταυτότητας, της μειονοτικής ταυτότητας εν προκειμένω, κατά των εθνικών ταυτοτήτων! Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να παραβλέψουμε τα δικαιώματα των μειονοτήτων, αλλά εκκινούντες από την υπεράσπιση των συλλογικών ταυτοτήτων σήμερα, ενάντια στην εμπορευματική και χρηματιστηριακή παγκοσμιοποίηση, να εντάξουμε και το ζήτημα των μειονοτήτων σε ένα διαφορετικό σύστημα «παγκοσμιοποίησης», που ξεκινά από το συγκεκριμένο, από το ιδιαίτερο για να αναχθεί στο όλον. Γι’ αυτό η Αριστερά, συγχέοντας διεθνισμό και κοσμοπολιτισμό, μεταβλήθηκε σε μεγάλο ποσοστό σε όχημα των υποτιθέμενων «ορκισμένων» εχθρών της, των Αμερικανών και των νεοφιλελεύθερων, απαρνούμενη και την ίδια της την εθνικοαπελευθερωτική παράδοση.

Για όλα αυτά λοιπόν, και για πολλά άλλα, είμαστε υποχρεωμένοι να επιλέγουμε στρατόπεδο, έστω και χωρίς αυταπάτες, και να ενισχύουμε την προσπάθεια που καταβάλλει σήμερα ο ελληνικός λαός να αντισταθεί στην συρρίκνωση της κυριαρχίας του και την ισοπέδωση του πολιτισμού του. Και ένα αποφασιστικό όπλο για αυτή την αντίσταση είναι η μνήμη, η ιστορία, η γλώσσα, ο πολιτισμός.

Η ιστορικότητα της ταυτότητας μας

Κάποτε είχαμε ταυτότητα. Ακόμα παλιότερα είχαμε μια δική μας οικουμένη. Την οικουμένη του ελληνισμού.

Μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα, με κύκνειο άσμα και αποκορύφωμα τον Ρήγα Φεραίο και την απόπειρα μιας βαλκανικής ομοσπονδίας, είμαστε ρωμιοί ορθόδοξοι. Έως το 1922, Ελληνες. Μετά, για κάποια χρόνια, με κορύφωση την αντίσταση, προσπαθήσαμε να βρούμε μια νέα ταυτότητα, μιας εθνικής-λαϊκής κοινότητας που θα έλυνε ταυτόχρονα το κοινωνικό και το εθνικό ζήτημα.

Όταν αναφερόμαστε σε αυτές τις ταυτότητες, δεν εννοούμε προφανώς ότι υπήρξαν ποτέ μοναδικές αλλά ότι, σε μια δοσμένη συγκυρία, αποτέλεσαν r/ς ηγεμονικές μορφές “ταυτότητας”. Προφανώς και στο ίδιο το εγχείρημα του Ρήγα ήδη υπήρχε η ιδιαίτερη ελληνική σφραγίδα, χωρίς όμως να γίνεται κυρίαρχη. Το ίδιο και στην περίοδο μετά την ελληνική επανάσταση, η ορθόδοξη ρωμέικη συνιστώσα υπήρξε σημαντική για πολλά χρόνια, ιδιαίτερα στις εκτός ελληνικού κράτους περιοχές. Όμως, η ιδιαίτερη ελληνική (νεο-ελληνική) συνείδηση, είναι ή γίνεται κυρίαρχη. Το κοινωνικό ζήτημα γίνεται όλο και πιο πιεστικό καθώς και η “πάλη των τάξεων”, ωστόσο για εκατό χρόνια τουλάχιστον, μέχρι τη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε ο ελληνισμός στην τρισχιλιόχρονη ιστορία του, τη μικρασιατική, το αποφασιστικό στοιχείο είναι η συγκρότηση της ελληνικής ταυτότητας, του νεοελληνικού έθνους ως κράτους.

Τέλος, στη μετέπειτα περίοδο, με επίκεντρο την αντίσταση, το κοινωνικό ζήτημα σφραγίζει τη νεοελληνική ταυτότητα. Διαμορφώνεται το αίτημα μιας εθνικής-λάίκής ανασυγκρότησης του ελληνισμού με κοινωνιστι-κή κατεύθυνση και εμβληματική φιγούρα του τον Άρη Βελουχιώτη. Η εθνική ανεξαρτησία μεταβάλλεται σε συνιστώσα της κοινωνικής χειραφέτησης.

Μέχρι τη δεκαετία του 1980 αυτή θα είναι η κυρίαρχη νέα ταυτότητα των νεοελλήνων, έστω και «νερωμένη» στη μορφή ΠΑΣΟΚ.

Και ξαφνικά όλα τα δεδομένα μοιάζουν να διαλύονται, όλα να επανέρχονται και κανένα να μην μπορεί να καλύψει τις ανάγκες μιας νέας σύγχρονης ταυτότητας. Η ορθόδοξη ρωμιοσύνη αργοπεθαίνει στα τελευταία της χαρακώματα, της Γεωργίας και της Ουκρανίας, θυμίζοντάς μας ταυτόχρονα την ύπαρξή της που είχαμε “ξεχάσει” για δεκάδες χρόνια. Το βαλκανικό όνειρο του Ρήγα το θυμόμαστε και πάλι, αλλά σε έναν βαλκανικό χώρο ξεσχισμένο, που συνεχίζει να αιμορραγεί και μοιάζει απόμακρη οπτασία. Με την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου αναδύεται και η πιο μακραίωνη ταυτότητα μας, η ορθοδοξία, τόσο μακρινή πια ως τρόπος ζωής αλλά τόσο κοντά μας ως παράδοση, ως δυνατότητα. Τέλος, ακόμα και η πιο “μακρινή” μας ταυτότητα, η αρχαιοελληνική, επανέρχεται και όχι μόνο με την καρικατούρα των «αρχαιοελληνιστών» αλλά και ως αποτέλεσμα της διεκδίκησης του… Μεγάλου Αλεξάνδρου από τους Σλαβομακεδόνες των Σκοπίων, της διαμάχης για τη γλώσσα και της… ανακάλυψης ενός αρχαίου υπολείμματος του αρχαιοελληνικού κόσμου, των Καλάς του Πακιστάν. Γενικότερα, ανακαλύπτουμε και πάλι τον ελληνισμό εξ αιτίας της τουρκικής επιβουλής που αποτελεί το φυσικό επακόλουθο του 1922, την ίδια στιγμή που προσχωρούμε εθελοντικά σε μια νέα υπερεθνική ταυτότητα στην οποία εκχωρούμε όλο και περισσότερα δικαιώματα. Τέλος, το έσχατο όραμα, της εθνικής λαϊκής χειραφέτησης, που τράφηκε από το αίμα των μαρτύρων της αντίστασης, ξεθυμαίνει μέσα στην προσαρμογή στην παγκοσμιοποίηση, την κατάρρευση των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών εγχειρημάτων, τη γενικευμένη διαφθορά της “σοσιαλιστικής” Ελλάδας των διαπλεκομένων και της υποταγής-

Η φαντασιακή φυγή προς τη Δύση

Τι είμαστε, τι μπορούμε να γίνουμε; Ποια είναι η νέα ταυτότητα την οποία μπορούμε να ενδυθούμε;

Σήμερα, η μόνη προτεινόμενη ταυτότητα που διαθέτει πλειοψηφικά χαρακτηριστικά, συνοχή, ισχυρές δυνάμεις στήριξης, και τη συναίνεση της συντριπτικής πλειοψηφίας των ελίτ της χώρας είναι η ευρωπαϊκή, ή ακριβέστερα η δυτικοευρωπαϊκή (δεν είναι τυχαίο που ο Ντυροζέλ στην περιβόητη ιστορία του εγκαινιάζει την ευρωπαϊκή ιστορία με τον Καρλομάγνο). Αυτό είναι το όραμα των ελίτ της χώρας, η εξαφάνιση, η απορρόφηση της νεοελληνικής εθνικής ιδιαιτερότητας μέσα σε μια ευρύτερη κοινότητα, την ευρωπαϊκή. Η δε ελληνική ταυτότητα θα παραμείνει μια απλή γλωσσική και πολιτιστική ιδιαιτερότητα στα πλαίσια του νέου ευρωπαϊκού imperium.

Αυτή η πρόταση εμφανίζεται ως μονόδρομος σήμερα, διότι την εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας και της διάχυσης της οικονομικής ανάπτυξης τα μικρά έθνη-κράτη, ιδιαίτερα σε συνοριακούς χώρους, κινδυνεύουν να καταβροχθιστούν, εάν δεν προσχωρήσουν σε ευρύτερες συνενώσεις και αν δεν ξεπεράσουν τα έ-θνη-κράτη τους, ανίκανα πια να τα προστατεύσουν. Η σκοπιά των ευρωπαϊστών μοιάζει η μόνη «ρεαλιστική»:

Όταν σε παγκόσμια κλίμακα έχουν ήδη αναδυθεί ή ετοιμάζονται να αναδυθούν γίγαντες όπως η Κίνα, η Ινδία, η ενωμένη Βόρεια Αμερική και αύριο ο ισλαμικός κόσμος και όταν τα μεγέθη των επιχειρήσεων σε παγκόσμια κλίμακα είναι όλο και πιο μεγάλα, η ενοποίηση της Ευρώπης γίνεται αναγκαιότητα, ώστε να συγκροτηθεί μια δύναμη ανάλογη ή και μεγαλύτερη με εκείνες των σημερινών και μελλοντικών ανταγωνιστών της.

Η ορθόδοξη ρωμιοσύνη δεν κατόρθωσε να δημιουργήσει μια ευρύτερη ανατολική κοινότητα, είτε στο επαναστατικό πρότυπο του Ρήγα Φεραίου ενάντια στους Οθωμανούς είτε προς εκείνο του Νικόλαου Σουλιώτη και του Ίωνα Δραγούμη, σε συνεργασία με τους Οθωμανούς, μια κοινότητα που θα διέθετε τα μεγέθη και τη δυνατότητα της αυτονομίας.

Ο ελληνισμός απέτυχε στο εγχείρημα της συγκρότησης ενός έ-θνους-κράτους που θα συμπεριλάμβανε τον αρχέγονο ιστορικό του χώρο με επίκεντρο το Αιγαίο και το οποίο θα διέθετε την απαραίτητη ισχύ, για να συγκροτήσει το βαλκανικό και μικρασιατικό χώρο σε μια νέα συμμαχία γύρω από αυτήν την “Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”. Αντίθετα, όλο και περισσότερο προαλείφεται γι’ αυτόν το ρόλο η Τουρκία, που κατέχει και το νευραλγικό κόμβο αυτού του χώρου, την Κωνσταντινούπολη.

Το όνειρο μιας πανανθρώπινης κοινότητας, χωρίς ανταγωνισμούς, πολέμους, πολυεθνικές επιχειρήσεις, το όνειρο του συνδυασμού ελευθερίας και ισότητας δεν συνετρίβη μόνο στην Ανατολική Ευρώπη αλλά ηττήθηκε ένοπλα στη δεκαετία του 1940, μετατράπηκε σε σπουδή τυραννίας, για να εκφυλιστεί, τέλος, μέσα στη γενικευμένη διαφθορά στη δεκαετία του ’80.

Μπροστά λοιπόν στα αδιέξοδα της ύπαρξής μας εδώ -εδώ και τώρα-πραγματοποιήσαμε μια φαντασιακή φυγή προς άλλους ορίζοντες και είπαμε: «Ας περάσουμε λοιπόν σε ένα άλλο κράτος, ευρύτερο, μια και εξαντλήθηκαν οι δυνατότητες του δικού μας, ας περάσουμε στο υπερεθνικό ευρωπαϊκό κράτος, έστω ως παράσιτο, και εκεί ο καθένας από εμάς ας πράξει ανάλογα με τις ικανότητες και την κλίση του». Και πράγματι για πολλά άτομα ισχύει κάτι τέτοιο. Ζουν και δρουν σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο, κατά πολύ ευρύτερο από το στενό ελληνικό, και έρχονται στην Ελλάδα ευκαιριακά ή, ακόμα και αν ζουν εδώ, την αντιμετωπίζουν “ευκαιριακά”. Ας δούμε, για παράδειγμα, τους τεχνοκράτες των Βρυξελλών κλπ. κλπ. καθώς και την τουρκική απειλή που συνέβαλε σε αυτόν τον προσανατολισμό.

Κατά συνέπεια, είτε ευδαιμόνως και ασμένως είτε με «μαύρη καρδιά», βαδίζαμε προς τα νέα πεπρωμένα μα που, μετά την εξάντληση του ελληνισμού, ήταν η υπέρβαση του ίδιου του ελληνικού έθνους-κράτους. Εμπρός για τις νέες πολυεθνικές ενότητες και στα τάρταρα η “ψωροκώσταινα”! Αυτή η υπέρβαση εδραζόταν σε ένα θεμελιώδες γεωπολιτικό δεδομένο, ότι η Ελλάδα αποτελούσε την πολιτικοστρατιωτική προέκταση της Δύσης στο σοβιετικό στρατόπεδο. Και λίγο οι αρχαιότητες, λίγο η συμπάθεια για τα δεινά της δικτατορίας, λίγο οι αυξημένες εισαγωγές της Ελλάδας, διεισδύσαμε στην υπό διαμόρφωση υπερεθνική ενότητα.

Στη σφενδόνη

Η κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου μετέβαλε κατά πολύ τα δεδομένα. Η σοβιετική απειλή εξέλιπε και έπαψε να λειτουργεί ως στοιχείο συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η θέση της Ελλάδας στην Ένωση γίνεται όλο και πιο επισφαλής. Η διάλυση του Ανατολικού στρατοπέδου και η αποσύνθεση των Βαλκανίων όχι μόνο αφαιρούν το στρατηγικό πλεονέκτημα της Ελλάδας αλλά εμπλέκουν την Κοινότητα μέσα στην βαλκανική κρίση στην οποία δεν θα ήθελε να αναμειχθεί. Επιπλέον, η προοπτική μιας πιθανής αντιπαράθεσης με τη “μεγάλη δύναμη” της περιοχής, την Τουρκία, για «χάρη της Ελλάδας», καθόλου δεν χαροποιεί τους Ευρωπαίους εταίρους. Εξ ου και η εχθρική στάση τόσο στο Μακεδονικό όσο και ευρύτερα στα ελληνοτουρκικά. Αν η Ελλάδα δεν είχε μπει πριν μερικά χρόνια στην Κοινότητα, σήμερα δεν θα γινόταν αποδεκτή. Η λυσσαλέα ανθελληνική αρθρογραφία του «σοβαρού» ευρωπαϊκού τύπου, δεν είναι τυχαία ούτε αφορά ένα και μόνο θέμα. Η Δυτική -καθολική και προτεσταντική- Ευρώπη, μετά την κατάρρευση του διαχωρισμού σε Δύση και Ανατολή, με βάση πολιτικούς όρους, ανακαλύπτει και πάλι τις γεωγραφικές και πολιτισμικές πραγματικότητες. Αιφνιδίως η Ελλάδα ξαναπερνάει στους ανατολικούς, ορθόδοξους “ξένους”.

Το ευρωπαϊκό όνειρο αναβάλλεται, έστω και εάν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, την ΟΝΕ, κλπ. φαίνεται πως πλησιάζουμε όλο και περισσότερο στην εκπλήρωση του. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα θα πρέπει, εδώ που την έθεσε η γεωγραφία και η ιστορία, να αντέξει η ίδια ως οντότητα τις πιέσεις που οδηγούν, μετά το τέλος του ευρύτερου ελληνισμού, στην ίδια τη συρρίκνωση του ελληνικού ελλαδικού κράτους και στην οριστική υποταγή της ελληνικής Κύπρου.

Η Ελλάδα θα είναι υποχρεωμένη να αναδείξει μια νέα διάσταση της ευρωπαϊκότητας, τη δική της. Θα πρέπει να αντισταθεί σε κάθε απόπειρα συρρίκνωσής της και μεθοδικά να οικοδομήσει νέες συμμαχίες και δίκτυα με κέντρο την Βαλκανική, έτσι ώστε και την τουρκική απειλή να αποκρούσει και στην Ευρωπαϊκή ενοποίηση να συμβάλει μέσα από την σταδιακή αποκατάσταση της ισορροπίας Ανατο-λικής-Δυτικής Ευρώπης, την ανατροπή της οποίας επέφερε η κατάρρευση του Ανατολικού στρατοπέδου.

Δυστυχώς, για το ελλαδικό κράτος, το βόλεμα στην παρασιτική ενσωμάτωση στη Δύση, η οριστική λήθη της μνήμης, είναι ανέφικτη. Για να συμμετάσχει σε οποιαδήποτε υπερεθνική ευρωπαϊκή ενότητα, πρέπει το ίδιο, με τις εσωτερικές δυνάμεις του, να κατακτήσει το δικαίωμα γι’ αυτήν, να συμβάλει στη συγκρότηση της μέσα από την αλλαγή της γεωγραφίας της. Αυτή η ευρωπαϊκή ενότητα δεν είναι πλέον αυταπόδεικτη.

Η περίοδος που ανοίγεται, μια περίοδος αρκετών χρόνων, είναι δύσκολη, γεμάτη “αίμα και δάκρυα”. Αυτό εδώ το άθλιο ελληνικό κράτος, για να μπορέσει να επιβιώσει, έστω την τελευταία στιγμή πριν από την εξαφάνιση του, πρέπει να παλέψει για να επαναεπιβεβαιώσει το δικαίωμα στην ύπαρξη και την αυτονομία.

Διαφορετικά τα πράγματα είναι σαφή: ένα κουτσουρεμένο ελλαδικό κράτος- τουρκικό προτεκτοράτο, που ακολουθεί τη μοίρα μιας Κύπρου σε μεγέθυνση.

Το τίμημα της αντίστασης

Δεν υπάρχει η βασιλική οδός, δεν υπάρχει μια άμεσα προσβάσιμη διέξοδος και αν αχνοφαίνεται μια, είναι ακόμα μακρινή, είναι εκείνη της συνάντησης Ανατολής και Δύσης, είναι εκείνη ενός άλλου πολιτισμού, πέρα από τον Δυτικοευρωπαϊκό, που εξαντλήθηκε στην υπερατλαντική εκδοχή του. Και αυτός ο τόπος ίσως μπορεί να αποτελέσει ένα από τα σημεία συνάντησης αυτών των ρευμάτων και πάλι στο μέλλον. Το ερώτημα λοιπόν είναι: θα αντέξουμε μέχρι τότε; Και θα μπορέσουμε, αποφεύγοντας την παγίδα του φονταμενταλισμού, έχοντας ενσωματώσει -και υπερβεί- τα διδάγματα της νεωτερικότητας, να μετουσιώσουμε την παράδοσή μας σε μια μετανεωτερική κατεύθυνση; Αυτό στοχεύουμε, και όχι μόνο με το παρόν αφιέρωμα, αλλά με την απόπειρα του Άρδην εν τω συνόλω. Θα μπορέσουμε, ενεργοποιώντας όλα τα στοιχεία της παράδοσης μας, σε συνδυασμό με την παγκόσμια εμπειρία, χωνεύοντας την παγκόσμια εμπειρία σε αυτόν εδώ τον μικρό τόπο, να επιχειρήσουμε ένα άλμα προς το μέλλον, ένα άλμα απαραίτητο όχι μόνο για να επιβιώσουμε ως Έλληνες στην επόμενη χιλιετηρίδα, αλλά και ως άνθρωποι, ως είδος; Η απάντηση εξαρτάται και από εμάς.

Αυτό το ερώτημα δεν μπορεί να απαντηθεί δυστυχώς μόνον δια της προβολής ή της επιβεβαίωσης της παράδοσης μας, όπως κάνει ο ελλη-νοκεντρισμός, θεωρώντας δεδομένη και αναλλοίωτη την ταυτότητά μας, αλλά μέσα από τον τρόπο που θα εντάξουμε την παράδοσή μας σε μια καινοφανή και μετανεωτερική αναζήτηση ταυτότητας. 0 Δημήτρης Πι-κιώνης τονίζει: “Πρόκειται για ένα άθλο: Να μοιάσουμε μ’ αυτό που πραγματικά είμαστε”. Τωόντι είναι άθλος να αναστήσουμε δημιουργικά αυτό που υπνώττει μέσα μας. Και κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο μέσα από τη συνάντησή με το άλλο, με τον μέγα πλούτο της παγκόσμιας παράδοσης. Η ταυτότητά μας βρίσκεται και πάλι υπό αμφισβήτηση άρα και υπό αναζήτηση. Είναι προφανώς πως είμαστε ένας λαός με ισχυρή ταυτότητα, και αυτήν σε ένα βαθμό σήμερα έχουμε αναγκη να την επαναβεβαιώνουμε, -και το κάνουμε εν μέρει στο περιοδικό μας- όμως οι ιστορικοί λαοί κινδυνεύουν να επαναπαυτούν στα κλέη της ιστορίας, να λυγίσουν κάτω από το βάρος «αυτού του μαρμάρινου κεφαλιού που μας εξαντλεί τα χέρια».

Κατά συνέπεια ως ένας «νέος λαός», μια και εμείς οι έλληνες «αεί παίδες εσμέν» θα πρέπει να ριχτούμε και πάλι στο πέλαγο. Αναζητώντας ταυτότητα, μια νέα ταυτότητα, φτιαγμένη από παλιά και νέα υλικά και προπαντός από τη βούληση, την άρνηση του ιστορικού μας θανάτου. Μια νέα ταυτότητα με όλο το βάρος και την πολλαπλότητα των διεθνών και περιφερειακών δικτύων, με όλο το ιστορικό βάρος του πολιτισμού μας και προπαντός με τη συμβολή των ιδεών μας σήμερα, εδώ και τώρα. Κάποτε είχαμε μια διακριτή ταυτότητα. Φύγαμε “διψασμένοι για τη Δύση’ “χορτάσαμε” και όμως πάλι διψασμένοι μείναμε. Γι’ αυτό και πάλι αναζητούμε μια διακριτή ταυτότητα, για να συνεχίσει να υπάρχει ο ελληνισμός.

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: