Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος λέει ότι δεν ωφελούμαστε από τον «λαμπρό» τρόπο με τον οποίο εορτάζουμε μίαν εορτή στην Εκκλησία. Ακόμα κι αν πάρουμε όλα τα αστέρια από τον ουρανό για να διακοσμήσουμε την εκκλησία για την εορτή και ψάλλουμε όλους τους ειδικούς ύμνους, αν το κάνουμε μόνο για να επιστρέψουμε στην προηγούμενη μας κατάσταση μετά την εορτή, δεν έχουμε αποκομίσει κανένα όφελος.

Το πραγματικό όφελος έρχεται όταν, μετά τον εορτασμό της μνήμης ενός Αγίου, διατηρούμε μέσα μας το πνευματικό φως που δίνει ο Θεός στην εορτή αυτή. Ένα τέτοιο φως, πολύ μεγάλο, βρίσκουμε στο πρόσωπο του Αγίου Πατέρα μας Σιλουανού. Η περίπτωσή του είναι εξαιρετική, γιατί δέχθηκε τη χάρη των τελείων στην αρχή της πνευματικής του ζωής.

Ο Γέροντας Σωφρόνιος προσθέτει ότι λίγοι είναι εκείνοι που καταφέρνουν να διατηρήσουν τη χάρη αυτή σε όλη την υπόλοιπη ζωή τους. Πολύ λίγοι είναι επίσης εκείνοι που μπορούν να εκπληρώσουν τον λόγο του Αγίου Σιλουανού και να διατηρήσουν την κατάσταση αυτή, να κρατούν τον νου τους στον άδη χωρίς να απελπίζονται. Ωστόσο, ο λόγος του μας αφορά όλους μας. Όλοι βιώνουμε την παρουσία του Θεού στη ζωή μας. Όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, γευόμαστε την παρουσία Του. Επίσης, όταν στεκόμαστε στην παρουσία του Θεού με την ένωση του νου και της καρδιάς, βιώνουμε και πάλι την παρουσία του Χριστού που διεισδύει σε όλη μας την ύπαρξη.

 

Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή ότι «ο Θεός ημών είναι πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12, 29). Το πυρ του Θεού είναι το πυρ της θεϊκής Του αγάπης, το κρίμα του Θεού, για το οποίο μιλά ο απόστολος Πέτρος (Α’ Πέτρ. 4,17). Ο Χριστός φανέρωσε το κρίμα του Θεού, που είναι η εις τέλος αγάπη Του, με το Πάθος Του. Και εμείς εκδηλώνουμε την αγάπη μας προς τον Θεό και μυούμαστε στην αγάπη Του με τον πόνο, είτε εκούσιο είτε ακούσιο. Η μεγάλη επιστήμη των Πατέρων μας Σιλουανού και Σωφρονίου συνίσταται στο να μετατρέπουμε τον ακούσιο πόνο σε εκούσιο κρατώντας τον νου μας στον άδη χωρίς να απελπιζόμαστε. Ο Γέροντας Σωφρόνιος μας βεβαιώνει ότι μπορούμε να νικήσουμε κάθε επίγειο πόνο βυθίζοντας τον εαυτό μας εκουσίως σε μεγαλύτερο πόνο. Αυτό, λέει ο Άγιος, θα μας οδηγήσει στην ασάλευτη Βασιλεία, και τότε κατανοούμε το πραγματικό νόημα των λόγων: «Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ. 6,9). Για να εννοήσουμε τη μεγάλη αυτή επιστήμη, χρειάζεται να εξετάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος το κρίμα του Χριστού και κυρίως να εστιάσουμε στις τελευταίες μέρες της ζωής Του, όταν εκούσια παρέδωσε τον εαυτό Του στο θέλημα του Πατρός, σφραγίζοντας τη θυσία αυτή με την προσευχή Του στη Γεθσημανή.

Πορευόμενος προς το Πάθος, υψώθηκε στον Σταυρό και πρόφερε τα φρικτά εκείνα λόγια: «Θεε μου, Θεε μου, ινατί με εγκατέλιπες;» (Ματθ. 27,46), που στην πραγματικότητα είναι η τέλεια φανέρωση της αγάπης του Θεού: για να μας θεραπεύσει, ο Χριστός πήρε πάνω Του εκούσια όλο τον ανθρώπινο πόνο στη θέση μας, ακόμη και την εγκατάλειψή μας. Στη δική μας περίπτωση, η Θεοεγκατάλειψη ίσως επέρχεται διότι μπορεί τόσο να προσβάλουμε τον Θεό με τις αμαρτίες μας που Αυτός αποσύρεται.

Ωστόσο, ο Γ. Σωφρόνιος λέει ότι η Θεοεγκατάλειψη έρχεται και όταν ο ασκητής ζει με ακραία ένταση στην προσπάθειά του να τηρήσει την εντολή του Θεού «άσπιλη και ανεπίληπτη». Ο Άγιος Σιλουανός βίωσε την εγκατάλειψη αυτή κατά τα χρόνια που ζούσε με ακραία πνευματική αλλά και σωματική ένταση για να κρατήσει τη διαθήκη που είχε συνάψει με τον Θεό όταν Αυτός του εμφανίσθηκε. Ο άγιος παρέδωσε τον εαυτό του στην ακραία αυτή ένταση, και όμως ο Θεός αποσύρθηκε. Αυτού του είδους η Θεοεγκατάλειψη είναι το κρίμα του Χριστού. Όταν ο Χριστός λέει «ΚΡΑΤΑ τον νου σου στον άδη», σημαίνει ότι ακόμη και όταν έχουμε ξοδέψει όλη μας τη δύναμη προσπαθώντας να τηρήσουμε την εντολή του Θεού και όμως νιώθουμε εγκαταλελειμμένοι, ακόμη και τότε οφείλουμε να κρατάμε τον νου μας στον άδη, επειδή αυτή είναι η οδός του Ίδιου του Χριστού. Αυτό μας υπενθυμίζει τη μεγαλύτερη εντολή του Ευαγγελίου: αφού έχουμε δώσει όλη τη δύναμή μας για να εκπληρώσουμε όλες τις εντολές, πρέπει να συνεχίσουμε να κρατάμε τον νου μας στον άδη και να θεωρούμε ότι παραμένουμε «αχρείοι δούλοι» (Λκ. 17,10).

Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι η κατάσταση αυτή δεν είναι μόνιμη, διότι οι επιθέσεις των δαιμόνων και των παθών μας έρχονται να διακόψουν την προσπάθεια που καταβάλλουμε για να παραμείνουμε στην παρουσία του Θεού. Γι’ αυτό πηγαίνουμε συνεχώς πάνω-κάτω, και παρόλο που ο Θεός είναι ελεήμων, στην πραγματικότητα κάθε φορά που πέφτουμε, δεν είμαστε ποτέ σίγουροι ότι θα μπορέσουμε να σηκωθούμε, γιατί κάθε φορά αποδυναμώνεται όλο και περισσότερο το θέλημά μας.

Στο πρόσωπο του Αγίου Σιλουανού βρίσκουμε μία τέλεια θεωρία και μία τέλεια απάντηση στο πρόβλημα αυτό. Αυτός βίωσε την παρουσία του Θεού «εν δυνάμει πολλή» όταν είδε τον ζώντα Χριστό στην αρχή της μοναχικής του ζωής. Ο Γέροντας Σωφρόνιος λέει ότι αυτό εννοούσε και ο απόστολος Παύλος όταν είπε ότι αρπάχθηκε «έως τρίτου ουρανού… και ήκουσεν άρρητα ρήματα» (Β’ Κορ 12,2-4). Μετά εμφανίστηκαν προσκόμματα στη ζωή του: Ο Γέρων Ανατόλιος τον επαίνεσε, και επίσης δεν μπορούσε να βρει έναν κατάλληλο οδηγό, έναν Γέροντα, ο οποίος να έχει την ίδια εμπειρία με αυτόν. Αυτό έκανε τον αγώνα του τιτάνιο, γιατί δεν κατείχε την επιστήμη της πάλης εναντίων των λογισμών. Παραδόθηκε στη φαντασία, η οποία τον οδήγησε στο να βιώσει ακόμη και την παρουσία δαιμονικού φωτός την ώρα της προσευχής.

Κάθε φορά που ενδίδουμε σε μία εισήγηση του εχθρού, αυτός διεκδικεί περισσότερα δικαιώματα στη ζωή μας. Ο Άγιος Σιλουανός ήταν πολύ δυνατός και βγήκε νικητής, και έγινε ένας μοναδικός πνευματικός οδηγός για όλο τον κόσμο, για όλους τους Χριστιανούς. Ωστόσο, είχε να παλέψει για δεκαπέντε χρόνια για να φτάσει σε αυτό το επίπεδο.

Σε σχέση με όλα τα παραπάνω, μία πτυχή που πρέπει να θίξουμε είναι η πτυχή της αποφασιστικότητας στην πνευματική μας ζωή. Ο Άγιος Σιλουανός σίγουρα ήξερε ότι έπρεπε να μέμφεται τον εαυτό του ως μοναχός, για να υπερνικήσει τις εισηγήσεις του εχθρού. Αυτό που του έλειπε ήταν η αποφασιστικότητα να το κάνει μέχρι τέλους με την καθοδήγηση ενός έμπειρου Γέροντα που θα μπορούσε να τον επιβεβαιώνει στην οδό αυτή. Γι’ αυτό ο αγ. Σιλουανός είχε στιγμές αμφιβολίας και ο εχθρός του επιτίθετο και τον οδηγούσε στην απελπισία.

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: