Ζευγάρι ζήτησε από την εφορία τους φόρους πίσω, επικαλούμενο παραγραφή, αλλά το αίτημα απορρίφθηκε και ο φόρος δεν επιστράφηκε

Ζευγάρι φορολογουμένων από τα νότια προάστια της Αττικής αποκάλυψε οικειοθελώς στην Εφορία αδήλωτες καταθέσεις, ύψους 900.000 ευρώ, αλλά αφού πλήρωσε φόρο και η υπόθεση έκλεισε, κατόπιν το μετάνιωσε και ζήτησε να τους επιστραφεί ο φόρος που κατέβαλαν λόγω παραγραφής.

Επειδή η ΔΟΥ Γλυφάδας αρνήθηκε να δεχτεί το αίτημά τους, προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, της ΑΑΔΕ, προκειμένου να βρουν το δίκιο τους, αλλά ατύχησαν καθώς το αίτημά τους απορρίφθηκε.

Η υπόθεση αφορά στις περίφημες λίστες Λαγκάρντ, Μπόργιανς και τα CDs των Εμβασμάτων, με τους χιλιάδες Έλληνες. Από το 2011 που ξεκίνησε η περιπέτειά τους, το υπουργείο Οικονομικών έκανε τα «στραβά μάτια» και κωλυσιεργούσε τους ελέγχους, αποτέλεσμα οι περισσότερες εξ αυτών να φτάσουν στο όριο (ή και να το ξεπεράσουν) της παραγραφής.

Προκειμένου να επιταχυνθεί η διεκπεραίωση των συγκεκριμένων υποθέσεων, το υπουργείο Οικονομικών αποφάσισε το 2016 να νομοθετήσει την οικειοθελή αποκάλυψη των κρυφών καταθέσεων σε τράπεζες του εσωτερικού ή του εξωτερικού και με την καταβολή ενός φόρου, γλίτωναν τις άλλες περιπέτειες, με την Εφορία.

Οι συγκεκριμένοι, πλήρωσαν φόρους με έκπτωση στις προσαυξήσεις και άλλες διευκολύνσεις και οι υποθέσεις έκλεισαν.
Ωστόσο κατόπιν, άρχισαν να εκδίδονται αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με τις οποίες, πολλές από τις υποθέσεις αυτές παραγράφηκαν. Μεταξύ άλλων, το ΣτΕ έκρινε πως, οι κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών, δεν αποτελούν «συμπληρωματικά στοιχεία» και συνεπώς, οι τραπεζικές καταθέσεις προ πενταετίας, δεν μπορούν να αγγιχθούν από τον φορολογικό έλεγχο.

Με βάση τις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ορισμένοι που έσπευσαν και αποκάλυψαν οικειοθελώς αδήλωτες καταθέσεις, το μετάνιωσαν και ζήτησαν επιστροφή των φόρων που είχαν πληρώσει.

Ωστόσο η Εφορία το αρνήθηκε και εξακολουθεί να το αρνείται, όπως προκύπτει από την τελευταία απόφαση της Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών, για το ζευγάρι των φορολογουμένων.

Υπενθυμίζεται ότι στο πλαίσιο του νόμου «Οικειοθελή Αποκάλυψη Φορολογητέας Ύλης Παρελθόντων Ετών» υποβλήθηκαν συνολικά 507.677 αιτήσεις-δηλώσεις από περισσότερους 140.000 φορολογούμενους (σε πολλές περιπτώσεις ένας φορολογούμενος υπέβαλε περισσότερες της μιας δηλώσεις, για περισσότερα του ενός έτη).

Δηλώθηκαν αποκρυβέντα εισοδήματα και λοιπά αδήλωτα κεφάλαια συνολικού ύψους 10,1 δισ. ευρώ και βεβαιώθηκαν φόροι και προσαυξήσεις συνολικού ύψους 795,32 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 377,44 εκατ. ευρώ αφορούν τις φορολογικές υποθέσεις για τις οποίες είχαν εκδοθεί εντολές ελέγχου και τα υπόλοιπα 417,88 εκατ. ευρώ αφορούν περιπτώσεις οικειοθελούς αποκάλυψης χωρίς να έχει προηγηθεί η έκδοση εντολής διενέργειας ελέγχου.

Η δήλωση και η… μετάνοια
Σύμφωνα με την απόφαση 2350/13 Νοεμβρίου 2020, της ΔΕΔ, Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν την 31/3/2017 δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2009-2011 δυνάμει των διατάξεων περί οικειοθελούς αποκάλυψης φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών του ν.4446/2016. Με τις δηλώσεις αποκάλυψαν τα ακόλουθα ποσά:

Για το οικονομικό έτος 2009 το ποσό 207.500 ευρώ.
Για το οικονομικό έτος 2010 το ποσό των 500.000 ευρώ.
Για το οικονομικό έτος 2011 το ποσό των 181.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τη ΔΕΔ, οι εν λόγω υποβληθείσες δηλώσεις εκκαθαρίστηκαν σύμφωνα με τις οικείες διατάξεις και οι φόροι που βεβαιώθηκαν, εξοφλήθηκαν.

Όμως, σχεδόν τρία χρόνια μετά, στις 18/12/2019 (και αφού στο μεταξύ είχαν εκδοθεί οι αποφάσεις του ΣτΕ περί παραγραφής), οι προσφεύγοντες υπέβαλαν ανακλητικές δηλώσεις, για τις δηλώσεις που είχαν υποβάλει για την ένταξη στη ρύθμιση περί οικειοθελούς αποκάλυψης εισοδημάτων, αναφέροντας ότι οι συγκεκριμένες υποθέσεις τους είχαν παραγραφεί. Οι ανακλητικές δηλώσεις, απορρίφθηκαν σιωπηρά από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΓΛΥΦΑΔΑΣ και κατόπιν προσέφυγαν στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών.

Όμως και η ΔΕΔ, απέρριψε το αίτημά τους επικαλούμενη τον ν.4446/2016 και την υπ. αρ. ΠΟΛ.1115/24-07-2017 απόφαση του διοικητή της ΑΑΔΕ για την «Οικειοθελή Αποκάλυψη Φορολογητέας Ύλης Παρελθόντων Ετών», που αναφέρουν, πως, «ότι πληρώνεται, δεν επιστρέφεται». Η ΔΕΔ κοινοποιεί το σχετικό απόσπασμα του νόμου και της απόφασης του διοικητή της ΑΑΔΕ, σύμφωνα με το οποίο:

«Σε περίπτωση που ο φορολογούμενος έχει ήδη υποβάλει δήλωση κατ` εφαρμογή των διατάξεων του ν.4446/2016 δύναται να υποβάλει νέα τροποποιητική (συμπληρωματική) δήλωση, χρεωστική ή μηδενική, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, επικαλούμενος τις ευεργετικές διατάξεις του νόμου αυτού».
»Δεδομένου ότι με βάση τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 61 του ως άνω νόμου, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν με την ΠΟΛ.1009/19.1.2017 εγκύκλιο, οι καταβολές που διενεργούνται δυνάμει της υπαγωγής στη ρύθμιση δεν επιστρέφονται και οι σχετικές δηλώσεις δεν ανακαλούνται είτε λόγω πραγματικής είτε λόγω νομικής πλάνης, δεν δύναται να υποβληθεί εκ των υστέρων τροποποιητική (ανακλητική) δήλωση φορολογίας με σκοπό την επιστροφή καταβληθέντος φόρου».

»Αντίθετα, μπορεί να υποβληθεί τροποποιητική δήλωση με σκοπό να διορθωθούν λάθη που έχουν προκύψει κατά την υποβολή προγενέστερης δήλωσης με βάση τις διατάξεις του νόμου αυτού, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα προκύπτει επιστροφή καταβληθέντος φόρου».
»Επιπλέον, κατά ρητή διατύπωση των ως άνω διατάξεων, στη ρύθμιση για την οικειοθελή αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών υπάγονται οι αρχικές ή τροποποιητικές χρεωστικές ή μηδενικές δηλώσεις».

»Επομένως, δεν δύνανται να υπαχθούν στη ρύθμιση αρχικές ή τροποποιητικές πιστωτικές δηλώσεις, έστω και αν με την τροποποιητική δήλωση πρόκειται να μειωθεί το πιστωτικό υπόλοιπο που είχε προκύψει με την αρχικώς υποβληθείσα δήλωση και ανεξάρτητα αν είχε πραγματοποιηθεί η επιστροφή του φόρου ή όχι. Εντούτοις, εμπίπτουν στις διατάξεις αυτές δηλώσεις με τις οποίες το πιστωτικό υπόλοιπο μηδενίζεται ή μετατρέπεται σε χρεωστικό».

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: