Σύμφωνα με τις δηλώσεις του πρωθυπουργού, η τελική έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη δεν θα υιοθετηθεί αυτούσια από την κυβέρνηση.
Εν τούτοις, θα τεθεί σε κοινωνική διαβούλευση και εν τέλει θα αποτελέσει βάση για την αναπτυξιακή πορεία της χώρας την επόμενη δεκαετία. Σε αυτήν, εξάλλου, βασίστηκε το κείμενο που η κυβέρνηση απέστειλε στις Βρυξέλλες, για τις προτεραιότητες στην αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ της νέας προγραμματικής περιόδου 2021-2027. Η έκθεση αποτυπώνει τα τρέχοντα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας, θέτει τους αναπτυξιακούς στόχους της δεκαετίας 2020-2030 και καταλήγει σε προτάσεις άμεσων πολιτικών, λαμβάνοντας υπόψη τις διεθνείς τάσεις.
Η χώρα στην εντατική
Από τα στοιχεία που παραθέτει η έκθεση έως και το 2019, διαπιστώνεται ότι, μετά τη «δεκαετία των μνημονίων» η χώρα βρισκόταν στην εντατική. Υπ’ αυτές τις συνθήκες κλήθηκε να αντιμετωπίσει την πανδημία, αλλά και τον τουρκικό αναθεωρητισμό. Το 2019 το δημοσιονομικό χρέος βρισκόταν στο 180% –με αυξητικές τάσεις λόγω των δαπανών της τρέχουσας περιόδου–, και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε υποχωρήσει από τις 22,7 χιλ. € (2007) στις 18,2 χιλ. € (2019) κατατάσσοντας την χώρα στην 17η θέση της Ε.Ε. Οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης υποχώρησαν, από το 52,5% του ΑΕΠ (2009) στο 46,9% του ΑΕΠ (2018), ενώ την ίδια περίοδο τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν από το 32% του ΑΕΠ στο 38,9%, αύξηση που απορροφήθηκε αποκλειστικά στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Η φορολογική επιβάρυνση και η πτώση των εισοδημάτων, μεσαίων και χαμηλών, οδήγησε την περίοδο 2010-2018 σε κενό αποταμιεύσεων ύψους 125 δισ. €, μετατρέποντας την χώρα σε ουραγό της ΕΕ στην σχετική κατηγορία. Ανησυχητική είναι και η εξέλιξη της ανεργίας: παρά την υποχώρηση από 27,8% (2013) σε 15,9% (Φεβρουάριος 2020), παρουσιάζει και πάλι αυξητική τάση λόγω πανδημίας. Το 70% περίπου των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι, ενώ η νεανική ανεργία για τους κάτω των 25 ετών ανέρχεται στο 32,7%. Το 32% του πληθυσμού εξαρτάται από επιδόματα, κατατάσσοντας την χώρα τρίτη κατά σειρά στην Ε.Ε των 28 μετά τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία! Ανάλογη είναι η αύξηση των περιφερειακών ανισοτήτων με τον υψηλότερο κίνδυνο φτώχειας να παρουσιάζουν η Δυτική Ελλάδα (44,6%), η Κρήτη (37%) και η Δυτική Μακεδονία (36,7%). Αντίστοιχα ως προς την ανεργία, οι υψηλότεροι δείκτες καταγράφονται στις: Δυτική Ελλάδα (23,2%), Δυτική (22,6%) και Κεντρική (19,4%) Μακεδονία.
Προτάσεις ανάκαμψης και υποτίμηση των μικρομεσαίων
Η έκθεση θέτει ως στόχο την αύξηση των ρυθμών ανάπτυξης μεσοσταθμικά κατά 3,5% του ΑΕΠ ετησίως για την επόμενη δεκαετία, με αντίστοιχη αύξηση 1% στην απασχόληση. Έτσι, υποστηρίζει ότι θα αντιστραφεί η υφιστάμενη κατάσταση και η ύφεση λόγω πανδημίας.
Κλειδί για την επίτευξη του στόχου είναι η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας κατά 2,5%, που σύμφωνα με την έκθεση παρουσιάζει μεγάλη υστέρηση στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις. Για το 2017 η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία/εργαζόμενο ήταν μόλις 7,9 χιλ. €, έναντι 21,1 χιλ. € στο σύνολο της οικονομίας. Ως βασικές αιτίες της υστέρησης των μικρών επιχειρήσεων αναφέρονται: Η αδυναμία εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας και τεχνολογιών αιχμής, καθώς και οι μειωμένες, έως μηδενικές, δυνατότητες πρόσβασης στον τραπεζικό δανεισμό.
Η έκθεση δεν αποσαφηνίζει μια στρατηγική βιωσιμότητας των μικρών επιχειρήσεων. Καταλήγει να παίρνει με αυτόν τον τρόπο σαφή θέση υπέρ της συμβολής των μεγάλων, ξένων επενδύσεων στην επιδιωκόμενη αύξηση του ρυθμού ανάπτυξης. Ωστόσο, με δεδομένο ότι το 48,5 % των εργαζομένων στη χώρα απασχολείται σε επιχειρήσεις μέχρι 9 ατόμων και το 28,7% είναι αυτοαπασχολούμενοι (2017), κάθε πλήγμα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όπως στην τρέχουσα πανδημία, συνιστά επιδείνωση των όρων απασχόλησης και μεγαλύτερη φτωχοποίηση.
Μια εναλλακτική οικονομική στρατηγική
Το βασικό πρόβλημα των μικρών επιχειρήσεων δεν είναι το μέγεθός τους. Στο Λουξεμβούργο, για παράδειγμα, η προστιθέμενη αξία των μικρών επιχειρήσεων έφτανε την ίδια περίοδο στα 101,1 χιλ.€/εργαζόμενο. Προκειμένου να διατηρηθεί ό,τι απέμεινε από τη μικρομεσαία οικονομική δομή, αυτό που πρέπει να αλλάξει είναι η σύνθεση των τομέων της οικονομίας και των κλαδικών συνεργειών. Να αυξηθεί το μερίδιο των κατασκευών, της μεταποίησης, και της αγροτοδιατροφής στο ΑΕΠ, για να γίνει διόρθωση στον υπερδιογκωμένο τομέα των υπηρεσιών και του τουρισμού, που σήμερα διαμορφώνουν το 80% του εγχώριου ΑΕΠ!
Να προωθηθεί η δικτύωση των μικρών επιχειρήσεων στη βάση νέων συνεργατικών μοντέλων και τοπικών συμπράξεων, ιδιαιτέρως με ερευνητικά και πανεπιστημιακά κέντρα που θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν την έρευνα τους προς όφελος της εγχώριας παραγωγής. Να βελτιωθεί η εμπιστοσύνη των μικρών επενδυτών στα αμοιβαία κεφάλαια, τα οποία σε πολλές χώρες αποτελούν επενδυτικά εργαλεία και συνδυάζονται με τις κρατικές ενισχύσεις.
Αυτά αποτελούν στοιχεία μιας εναλλακτικής οικονομικής στρατηγικής.
Μαζί τους, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις στην εταιρική διακυβέρνηση και η ενίσχυση των κινήτρων μέσω φορολογικών ελαφρύνσεων που αναφέρει η έκθεση, θα συγκροτούσαν ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, βασισμένο σ’ ένα ενδογενές παραγωγικό μοντέλο όπου η ανάπτυξη θα έχει επιστρεφόμενο όφελος στα μεσαία και χαμηλότερα στρώματα. Ένα τέτοιο κοινωνικό συμβόλαιο μπορεί να αποτελέσει βάση μιας επιτυχούς προσπάθειας φορολογικής μεταρρύθμισης, με επίκεντρο την ενίσχυση των άμεσων έναντι των έμμεσων φόρων, τη φορολόγηση του πλούτου, με παράλληλη ενίσχυση του υποβαθμισμένου Προγράμματος Δημόσιων Επενδύσεων.
Η προοπτική της μεταρρύθμισης του δημόσιου τομέα, με στόχο ένα πιο επιτελικό κράτος προϋποθέτει δράσεις όπως αυτές της περαιτέρω ψηφιοποίησης των υπηρεσιών, της κωδικοποίησης της νομοθεσίας και της ενίσχυσης της εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών που εισηγείται η έκθεση. Όμως, το κρίσιμο ζήτημα της προοπτικής της δημόσιας διοίκησης είναι αυτό της ριζικής αποκέντρωσης, με περιορισμό του υδροκεφαλισμού της πρωτεύουσας και της αναπαραγωγής του κυρίαρχου παρασιτισμού, φαινόμενο το οποίο η έκθεση της Επιτροπής δεν προσεγγίζει όπως θα έπρεπε.
Τέλος, η έκθεση κατευθύνει την στρατηγική της επόμενης περιόδου, στις παγκόσμιες τάσεις (έμφαση στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, «πράσινο νιού ντηλ», ψηφιακός μετασχηματισμός και 4η βιομηχανική επανάσταση). Αποφεύγει όμως να ρίξει φως στις επιπτώσεις των τάσεων αυτών, στην περαιτέρω απαξίωση και εξάρτηση του εθνικού οικονομικού και φυσικού κεφαλαίου της χώρας.