Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα εφαρμόζεται στο 9,3% της Χρησιμοποιούμενης Γεωργικής Γης (ΧΓΕ) έναντι 7,5% στην Ε.Ε. Η έκταση υπό βιολογική γεωργία καλύπτει 13,4 εκ. εκτάρια (2018)
Το νέο κοινό ευρωπαϊκό όραμα για την Γεωργία μετά το 2020 περνάει μέσα από την αυξημένη μέριμνα για το Περιβάλλον και το Κλίμα, καθώς η Ε.Ε. έχει ιεραρχήσει πολύ υψηλά στις στρατηγικές της, την προστασία του Περιβάλλοντος και την αντιμετώπιση – μετριασμό των επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής.
Πρόκειται για τις στρατηγικές “Από το αγρόκτημα στο πιάτο” και “Βιοποικιλότητα” που ενσωματώνονται στην Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία, και τις οποίες θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη στον σχεδιασμό του Εθνικού Στρατηγικού μας Σχεδίου για τη νέα ΚΑΠ 2021-2027 που καταρτίζουμε.
Με άλλα λόγια καλούμαστε να προετοιμάσουμε τον εθνικό μας φάκελο για τη νέα προγραμματική περίοδο, αφού πρώτα διερευνήσουμε τις σχέσεις της Ελληνικής Γεωργίας με το Περιβάλλον και την Κλιματική Αλλαγή, ώστε οι προτάσεις μας και τα μέτρα πολιτικής που θα υιοθετήσουμε να συνάδουν με τις στρατηγικές της Ε.Ε., αλλά και να ανταποκρίνονται στις ιδιαιτερότητες και ανάγκες του παραγωγικού μας συστήματος.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήθελα να σταθώ σε ορισμένα από τα ευρήματα και στοιχεία της Ανάλυσης Πλεονεκτημάτων, Αδυναμιών, Ευκαιριών και Απειλών (ΠΑΕΑ) (Strengths, Weaknesses, Opportunities, Threats – SWOT). Της διαγνωστικής μελέτης που εκπονήσαμε για την Ελληνική Γεωργία, ώστε να εξετάσουμε κάποια από τα “στερεότυπα” που συχνά ακούμε να λέγονται για τις σχέσεις της με το Περιβάλλον και το Κλίμα.
Πιο αναλυτικά:
· «…η κλιματική αλλαγή επιδρά στη γεωργική παραγωγή…»
Η γεωργία και η δασοκομία είναι οι τομείς της οικονομίας που πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, λόγω της εκδήλωσης των ακραίων καιρικών φαινομένων που οδηγούν σε καταστροφές στη φυτική και ζωική παραγωγή και της αύξησης του κινδύνου εκδήλωσης πυρκαγιών.
Η αύξηση των περιόδων ξηρασίας, η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας και η αύξηση των ημερών με πολύ υψηλές θερμοκρασίες θα επιδράσουν με διαφορετική βαρύτητα ανά τύπο καλλιέργειας και περιοχής.
· «…ο πρωτογενής μας τομέας συμβάλλει στην κλιματική αλλαγή με τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου…»
Η συμμετοχή της γεωργίας στις συνολικές εκπομπές παραμένει σχετικά σταθερή (6-8%) του συνόλου των εκπομπών αερίου θερμοκηπίου της χώρας, ποσοστό χαμηλότερο από το μέσο όρο στην Ε.Ε. που είναι 12%. Οι συνολικές εκπομπές αερίων θερμοκηπίου από τη γεωργία μειώθηκαν κατά 22,6% στο χρονικό διάστημα από το 1990 έως το 2017. Οι εκπομπές των λοιπών, πλην του διοξειδίου του άνθρακα, κύριων αερίων θερμοκηπίου ήτοι του μεθανίου και του οξειδίου του αζώτου ανά εκτάριο Χρησιμοποιούμενης Γεωργικής Έκτασης ήταν και παραμένουν κάτω από τον κοινοτικό μέσο όρο.
Εκτός των εκπομπών που βαίνουν μειούμενες, πτωτική είναι και η κατανάλωση ενέργειας. Η κατανάλωση ενέργειας ανά εκτάριο μειώνεται τόσο γρήγορα που η χώρα από την 7η θέση στην Ε.Ε. των 28 το 2007, το 2018 ήταν στην 23η από πλευράς ενεργειακής κατανάλωσης ανά εκτάριο. Η κατανάλωση ενέργειας ανά εκτάριο τόσο στη γεωργία όσο και στη δασοκομία είναι κατά πολύ χαμηλότερη του μ.ο. της Ε.Ε.
· «…η βιολογική γεωργία αυξάνεται…»
Η βιολογική γεωργία στην Ελλάδα εφαρμόζεται στο 9,3% της Χρησιμοποιούμενης Γεωργικής Γης (ΧΓΕ) έναντι 7,5% στην Ε.Ε. Η έκταση υπό βιολογική γεωργία καλύπτει 13,4 εκ. εκτάρια (2018).
Η αύξηση των εκτάσεων οφείλεται στην σημαντική ενίσχυση που παρέχεται από το Πρόγραμμα Αγροτικής Ανάπτυξης (κατά μέσο όρο 400 € ανά εκτάριο). Παρά την σημαντική αύξηση των εκτάσεων δεν παρατηρείται αντίστοιχη αύξηση στην παραγωγή βιολογικών προϊόντων, ενώ εξαιρετικά περιορισμένη είναι και η ζήτηση από τους καταναλωτές.
· «…γεωργία και δασοκομία συμβάλλουν στον περιορισμό των εκπομπών αερίου του θερμοκηπίου…»
Η δασοκομία κυρίως και δευτερευόντως η γεωργία συμβάλλουν στην απορρόφηση του άνθρακα από την ατμόσφαιρα λειτουργώντας ως καταβόθρες άνθρακα.
Δεύτερο πεδίο συμβολής είναι η παραγωγή ενέργειας από τα παραπροϊόντα/υποπροϊόντα της φυτικής (βιομάζα) και ζωικής παραγωγής (επεξεργασία αποβλήτων). Η συμμετοχή της γεωργίας στην παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ ανερχόταν το 2012 σε 81,2 Ktoe, ενώ το 2018 σε 181,8 Ktoe (σε ποσοστό από το 3,6% της παραγόμενης από ΑΠΕ στο 6% το 2018).
· «…η γεωργία υποβαθμίζει τα εδάφη…»
Το αντίθετο συμβαίνει, αφού τόσο η γεωργία όσο και η δασοκομία συμβάλλουν στον εμπλουτισμό της οργανικής ουσίας στο έδαφος, ενώ επιπλέον προστατεύουν τα εδάφη από τη διάβρωση.
Ως προς τη διάβρωση τονίζεται ότι το 52% των γεωργικών εδαφών της χώρας (17,8 εκ. στρέμματα) αντιμετωπίζουν σοβαρό κίνδυνο διαβρώσεων. Σημαντική έλλειψη είναι η απουσία διαχειριστικών σχεδίων βοσκοτόπων, μέσω της εφαρμογής των οποίων αναμένεται να αμβλυνθεί το πρόβλημα της υπερβόσκησης που επιτείνει την διάβρωση.
· «…η γεωργία εξαντλεί τα υδατικά αποθέματα…»
Η γεωργία είναι ο μεγαλύτερος χρήστης νερού στην χώρα (80%) και το πρόβλημα της διαχείρισης των υδάτων είναι το οξύτερο περιβαλλοντικό πρόβλημα της Ελληνικής Γεωργίας για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι η χρήση για άρδευση νερού που αντλείται από τους υπόγειους υδροφορείς με πολύ αρνητικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις και ο δεύτερος η πολύ μεγάλη σπατάλη ύδατος λόγω των ανορθολογικών πρακτικών άρδευσης και των πολύ μεγάλων απωλειών στα αρδευτικά δίκτυα.
Η αύξηση του αριθμού έργων συγκράτησης των απορροών του βρόχινου νερού μέσω της κατασκευής λιμνοδεξαμενών και ταμιευτήρων, ο εκσυγχρονισμός των αγροτικών δικτύων και η αξιοποίηση της τεχνολογίας και της επιστημονικής γνώσης μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση της διαχείρισης του νερού στη Γεωργία.
· «…η γεωργία στην Ελλάδα ρυπαίνει…»
Για τον κυριότερο γεωργικού ενδιαφέροντος ρυπαντή, την αμμωνία, προκύπτει ότι οι εκπομπές μειώθηκαν κατά 30,4%, από 90,43 σε 62,96 χιλιάδες τόνους την περίοδο 1995 -2020. Η μείωση αποδίδεται στη μείωση του αριθμού των κτηνοτροφικών ζώων και της χρήσης συνθετικών αζωτούχων λιπασμάτων, η οποία αποδίδεται στη διάδοση τόσο της βιολογικής γεωργίας όσο και ορθών γεωργικών πρακτικών.
Η μείωση της χρήσης λιπασμάτων οδήγησε στο περιορισμό της ρύπανσης των επιφανειακών και υπόγειων υδάτων. Η κατάσταση των επιφανειακών υδροφορέων από πλευράς συγκέντρωσης νιτρικών είναι σχετικά καλή και φαίνεται να βελτιώθηκε ελαφρά, ενώ και το δυνητικό πλεόνασμα φωσφόρου στα εδάφη είναι μικρότερο του κοινοτικού μέσου όρου. Αντίθετα, παρά την σημειωθείσα μείωση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, το δυνητικό πλεόνασμα νιτρικών στα εδάφη είναι μεγαλύτερο του κοινοτικού μέσου όρου. Η κατάσταση των υπόγειων υδροφορέων από πλευράς συγκέντρωσης νιτρικών είναι λιγότερο καλή από αυτήν των επιφανειακών αν και φαίνεται να βελτιώθηκε ελαφρά.
· «…οι Έλληνες γεωργοί χρησιμοποιούν αλόγιστα λιπάσματα, φυτοφάρμακα και αντιβιοτικά…»
Από τα στοιχεία του Συνδέσμου Παραγωγών και Εμπόρων Λιπασμάτων (ΣΠΕΛ) προκύπτει ότι ενώ το 1990 η κατανάλωση αζωτούχων λιπασμάτων έφτασε τους 428.000 τόνους, το 1994 είχε μειωθεί κατά το 1/3 στους 286.000 τόνους.
Από τους ελέγχους που έγιναν για την παρουσία φυτοφαρμάκων στα τρόφιμα προκύπτει ότι το ποσοστό των δειγμάτων που ξεπέρασαν αριθμητικά τις επιτρεπόμενες ποσότητες (Mrl) ήταν 6,3% για τα ελληνικά δείγματα, 13,6% για δείγματα από χώρες της Ε.Ε. και 13% για δείγματα από τρίτες χώρες, ενώ το ποσοστό των μη συμμορφούμενων δειγμάτων ήταν 3,6% για τα εγχώρια, 10% για την ΕΕ και 9,7% για τρίτες χώρες.
Επίσης, η χρήση αντιβιοτικών στην Ελλάδα κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα από το μέσο όρο της Ε.Ε.
· «…η γεωργία καταστρέφει την βιοποικιλότητα…»
Παρά το μικρό σχετικά μέγεθος της χώρας μας, στην Ελλάδα απαντάται μεγάλο μέρος των οικοτόπων, πάνω από τα μισά πτηνά και σημαντικός αριθμός άλλων ειδών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος εκ των οποίων ένα σημαντικό ποσοστό είναι σε ικανοποιητική κατάσταση.
Οι φθίνουσες τάσεις φαίνεται να αφορούν ένα μικρό ποσοστό των πουλιών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των απειλών και πιέσεων που δέχονται οι οικότοποι εκτιμώνται ως χαμηλής έντασης. Ένα σημαντικό μέρος της γεωργικής γης εμπίπτει στην κατηγορία περιοχών υψηλής φυσικής αξίας.
Αυτοί είναι κάποιοι μόνο από τους μύθους και τις αλήθειες της Ελληνικής Γεωργίας, που αφορούν στις σχέσεις της με το Περιβάλλον και την Κλιματική Αλλαγή. Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι στην εθνική μας πρόταση για τη νέα ΚΑΠ θα πρέπει να ενσωματώσουμε με ισορροπημένο τρόπο τις αυξημένες περιβαλλοντικές φιλοδοξίες και επιδιώξεις των στρατηγικών της Ε.Ε., εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την επιτυχημένη υπηρέτηση και των δύο άλλων συμπληρωματικών της στόχων για οικονομική και κοινωνική αειφορία.
Σε αυτή τη διαδικασία, απαιτείται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση, η οποία θα αξιοποιεί την σωρευμένη εμπειρία του Πυλώνα ΙΙ της ΚΑΠ στο σχεδιασμό και εφαρμογή φιλοπεριβαλλοντικών μέτρων και δράσεων, σε συνδυασμό με νέες προτάσεις και καινοτόμες στρατηγικές αυξημένης περιβαλλοντικής μέριμνας μέσω των οικολογικών σχημάτων (echo schemes) του Πυλώνα Ι.