Οι βιαστικές διαδικασίες και οι φόβοι των Ρεπουμπλικάνων λειτουργούν υπέρ του Αμερικανού προέδρου.

Στην Ιστορία μπήκε ο Ντόναλντ Τραμπ ως ο πρώτος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών που παραπέμπεται δύο φορές σε δίκη! Όπως γράφει μάλιστα η «Washington Post», την εξέλιξη αυτή «θα τη θυμούνται οι ιστορικοί του μέλλοντος πολύ περισσότερο από τις ίδιες τις εκλογές, σε μια χώρα που είναι οργισμένη και διχασμένη, ενώ στους δρόμους της Ουάσινγκτον περιπολούν χιλιάδες στρατιώτες πριν από την επικείμενη ορκωμοσία του προέδρου Μπάιντεν».

Η ελεγχόμενη από τους Δημοκρατικούς Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε, όπως ήταν αναμενόμενο, την παραπομπή του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ σε δίκη στη Γερουσία με την κατηγορία της υποκίνησης στάσης, μία εβδομάδα μετά την εισβολή των υποστηρικτών του στο Καπιτώλιο, κατά την οποία έχασαν τη ζωή τους πέντε άνθρωποι. Το φαινομενικά περίεργο είναι το γεγονός ότι 10 ρεπουμπλικάνοι βουλευτές ψήφισαν μαζί με τους 222 δημοκρατικούς την παραπομπή Τραμπ.

Όλα έγιναν έπειτα από μόλις τρεισήμισι ώρες συζήτησης. Ήταν τόσο βιαστική η διαδικασία, που κάποιοι θυμήθηκαν κάτι ανάλογο πριν από 150 χρόνια, το 1868, όταν η Βουλή χρειάστηκε μόλις τρεις ημέρες για να παραπέμψει τον διάδοχο του Αβραάμ Λίνκολν, πρόεδρο Άντριου Τζόνσον, επειδή είχε απολύσει τον υπουργό Πολέμου. Αλλά η Γερουσία δύο μήνες μετά τον αθώωσε με… μία ψήφο διαφορά.

«Σε μια κανονική ατμόσφαιρα», γράφει η ισπανική «El Pais, «και όχι μετά την επίθεση στο Κογκρέσο και με την Εθνοφρουρά να έχει αναπτυχθεί μέσα στο Καπιτώλιο, θα είχε διαταχθεί μια έρευνα που θα την έστελναν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Δικαιοσύνης, η οποία με τη σειρά της θα πραγματοποιούσε ατελείωτες ακροάσεις, για να εγκριθεί τελικά». Αυτό συνέβη, για παράδειγμα, το 2019, όταν η Βουλή είχε παραπέμψει και πάλι τον Τραμπ για συμπαιγνία με τον πρόεδρο της Ουκρανίας. Η έρευνα τότε διήρκεσε τρεις μήνες. Αλλά και στο παρελθόν η διαδικασία παραπομπής σε δίκη εναντίον τού τότε προέδρου Μπιλ Κλίντον για το σκάνδαλο Λιουίνσκι είχε αρχίσει στις 19 Δεκεμβρίου 1998 και ολοκληρώθηκε με την αθώωσή του στις 12 Φεβρουαρίου του επόμενου έτους. Και τότε μάλιστα είχε υπάρξει μια «διακομματική» ψήφος υπέρ της παραπομπής Κλίντον, αφού είχαν ταχθεί υπέρ και πέντε δημοκρατικοί βουλευτές.

Ο Τραμπ δεν φαίνεται επίσης να κινδυνεύει να καταδικαστεί από τη Γερουσία, καθώς απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων. Θα πρέπει, δηλαδή, 17 από τους 50 ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές να αλλάξουν στρατόπεδο και να τον καταδικάσουν, κάτι που θεωρείται απίθανο. «Για να σώσουν τον εαυτό τους και το κόμμα, πολλοί πανικόβλητοι ρεπουμπλικάνοι απομακρύνονται από τον Τραμπ. Κάποια στελέχη ελπίζουν επίσης ότι η αποπομπή του Τραμπ θα τον απέκλειε ως πιθανό και ισχυρό εσωκομματικό τους αντίπαλο για τις εκλογές του 2024. Ταυτόχρονα, ωστόσο, δεν θέλουν να τα χαλάσουν με την εκλογική βάση του Τραμπ» τονίζει η γερμανική «Tagesschau», ερμηνεύοντας εύστοχα το κλίμα που επικρατεί στο ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο. «Η αφοσίωση που αισθάνονται οι πιο φανατικοί υποστηρικτές του Τραμπ προς αυτόν δεν θα εκλείψει από μόνη της» έγραψε ο συντηρητικός συγγραφέας Μάθιου Κοντινέτι στο περιοδικό «National Review».

Το περιοδικό «ΤΙΜΕ» προσθέτει ότι «ορισμένοι ρεπουμπλικάνοι ηγέτες πιστεύουν στον Τραμπ τόσο έντονα όσο και οι πιο αφοσιωμένοι υποστηρικτές του, αλλά πολλοί άλλοι φοβούνται να τον αποκηρύξουν. Κάποιοι βουλευτές έχουν δεχθεί μάλιστα απειλές για τη ζωή τους και των οικογενειών τους τις τελευταίες εβδομάδες – απειλές που φαίνονται πολύ ρεαλιστικές μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο την περασμένη εβδομάδα» αποκαλύπτει το αμερικανικό περιοδικό.
Οι τραμπιστές είναι πλέον πάρα πολλοί και αφοσιωμένοι στον απερχόμενο πρόεδρο, γεγονός που σημαίνει ότι η παραπομπή του μπορεί να τον καταστήσει στα μάτια τους «μάρτυρα», αν όχι και «ήρωα».

«Η παραπομπή θα πυροδοτήσει ακόμη περισσότερο τον φονικό θρύλο του Τραμπ ότι οι παλιές ελίτ θέλουν να τον καταστρέψουν επειδή είχε κηρύξει πόλεμο εναντίον τους» σημειώνει η γερμανική εφημερίδα και προσθέτει: «Η προεδρία του Τραμπ τελειώνει, αλλά το μέλλον του ως “μάρτυρας” ξεκίνησε μετά την απόφαση της Βουλής».

Ο «τραμπικός» ρεπουμπλικάνος γερουσιαστής Λίντσεϊ Γκρέιχαμ όχι μόνο χαρακτηρίζει «βιαστική» την έναρξη της διαδικασίας παραπομπής του Τραμπ, αλλά προειδοποιεί μάλιστα ότι «με την πάροδο του χρόνου θα αποτελέσει απειλή για τους μελλοντικούς προέδρους».

Η πλειονότητα των Ρεπουμπλικάνων κινείται άλλωστε σε αυτή την κατεύθυνση. Όπως γράφει η γερμανική «Tagesspiegel», «χωρίς την εκλογική βάση, η οποία εξακολουθεί να είναι πιστή στον Τραμπ, οι Ρεπουμπλικάνοι πιθανότατα δεν θα αποκτήσουν πλειοψηφία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Προφανώς, αυτό δελεάζει πολλούς να μη θέσουν σε κίνδυνο αυτήν την υποστήριξη. Ούτε ακόμη και αν αυτοί οι οπαδοί ενεργούν ως τρομοκράτες. Οι Ρεπουμπλικάνοι χρειάζονται μεγάλο θάρρος για να σπάσουν αυτούς τους δεσμούς».

Η αμερικανική κοινωνία δεν ήταν άλλωστε ποτέ τόσο διχασμένη, γεγονός που κάνει πολλούς να μιλούν για εμφυλιοπολεμικό κλίμα. «Οταν τελειώσει σε λίγες ημέρες η θητεία του Τραμπ, θα αφήσει πίσω του μια χώρα όχι μόνο διχασμένη και ερειπωμένη, αλλά μια χώρα σπαρμένη με εύφλεκτα εμπόδια στην πορεία του νέου προέδρου Τζο Μπάιντεν» προειδοποιεί η «Washington Post».

Οπως σημειώνει η «Tagesschau», «τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά για τον νέο πρόεδρο Μπάιντεν. Παρόλο που πιστεύει ότι η παραπομπή είναι απαραίτητη, ανησυχεί σαφώς ότι η αναταραχή από τους οπαδούς του Τραμπ θα μπορούσε να υπονομεύσει το ξεκίνημα της προεδρίας του… Θα μπορούσαν επίσης να ματαιωθούν σημαντικές νομοθετικές πρωτοβουλίες για την αντιμετώπιση της οικονομικής και της υγειονομικής κρίσης». Και ο Μπάιντεν γνωρίζει καλά ότι δεν έχει άπειρο χρόνο για να κερδίσει τις καρδιές της μεγάλης πλειονότητας των Αμερικανών με επείγοντα προοδευτικά μέτρα βελτίωσης της ζωής τους.

Ο Ερικ Φόνερ, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια και ιστορικός του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, λέει ότι «τα πρόσφατα συγκλονιστικά γεγονότα στο Καπιτώλιο δείχνουν ότι οι υποστηρικτές του Τραμπ έχουν ενστερνιστεί πλήρως την ιδέα ότι η βία είναι απολύτως αποδεκτή και κανονικός τρόπος έκφρασης των απόψεών τους. Αυτό το είδος της συμπεριφοράς θα καθίσταται ακόμη περισσότερο εκτός ελέγχου καθώς περνά ο καιρός».

Θα μπορέσει ο πρόεδρος Μπάιντεν να το αποτρέψει; Να επουλώσει τις πληγές και να ενισχύσει τη συμφιλίωση; Ηράκλειο το καθήκον, που μάλλον δεν γίνεται ευκολότερο με την απόφαση παραπομπής του αντιπάλου του…

 

 

 

 

 

 

ΠΗΓΗ: