Οι επιστημονικές προσπάθειες ενός σεβαστού  αριθμού οικονομολόγων που  πολλοί  απ’  αυτούς εντάσσουν τον  εαυτό  τους  στο  χώρο   των  ανορθόδοξων θεωρούν και πιστεύουν πως οι οικονομικές κρίσεις είναι αποτέλεσμα της φυσικής μεθόδου λειτουργίας του σύμπαντος .  Είναι   επίσης    βέβαιο  ότι   ο  όλος   προβληματισμός  έχει    απασχολήσει και   σοβαρό  αριθμό  οικονομολόγων που   ασπάζονται   τις  απόψεις  καθιερωμένων σχολών  στο  χώρο  της  οικονομικής σκέψης.

Η ανάπτυξη του  θέματος και  η πλήρης κάλυψη της   έκτασης του  παρουσιάζει σημαντικές   δυσκολίες.  Κι ‘   αυτό   γιατί,   πρώτο ,  βασίζεται    σε   μια   ορολογία και  σ’  ένα  σύνολο   εννοιών   που   προερχόμενες  και  από   τον    χώρο  της      φυσικής της  Βιολογίας, της  Κυβερνητικής και  της  Οικολογίας,   δεν  είναι  πάντοτε σίγουρο ότι  θα  βρουν  τον  αναγνώστη  έτοιμο  να  τις   δεχθεί  και  να  τις  κατανοήσει.  Γιατί,δεύτερο ,  αναγκαστικά   υπεισέρχεται   σε  προβλήματα όχι  μόνο   του  παρόντος αλλά  και  του  μέλλοντος,  δημιουργώντας  με τον τρόπο  αυτό  ερωτηματικά που  σχε­ τίζονται με την πιθανότητα  διαφοροποίησης, ποιοτικής και ποσοτικής, της ανθρώπινης    δράσης,   τρίτο ,   εμπεριέχει την  αναγκαιότητα  αποδοχής  ή   απόρριψης ορισμένων  φιλοσοφικών   τοποθετήσεων   που     αναγκαστικά   οδηγεί    στην   υιοθέτηση  κάποιας  διαφορετικής λογικής. Η  θετικιστική  ή  η   μηχανιστική των  πραγμάτων   αντίληψη αποδυναμώνονται  παραχωρώντας  την    θέση  τους  στη  συστηματική    προσέγγιση    (apùroche   systémique) και   στη     διαλεκτική    σύνθεση.  Γιατί,τέταρτο ,  βασίζεται   σε  κάποιες   παραδοχές    για   την   εξελικτική    διαδικασία της  ζωής  και  του  κόσμου,  της  ύλης  και  του  Σύμπαντος,  της   αύξουσας  αταξίας και  του  χάους.   Για  τον  E i n s t e i n :  «Ο  θεός  είναι  πανούργος,    αλλά  δεν  είναι απλώς  κακός» ‘.   Η  φύση   δηλαδή    αντιστέκεται    στην  αποκρυπτογράφηση  της, αλλά  δεν  δείχνει  εφευρετικότητα  στην  ανακάλυψη   νέων και  άλυτων   κρυπτογραφικών  μεθόδων  για  να  φέρει  σύγχυση  στην  επικοινωνία   μας    με  τον  εξωτερικό κόσμο

Και  κατ’  αρχήν  το γεγονός   ότι  ο  άνθρωπος  κατέχει  μια  ιδιαίτερη  και  ιδιό­ μορφη  θέση  μέσα  στη   φύση.  Είναι  η  μόνη  ύπαρξη,  απ’  όσα  μέχρι  τώρα  γνωρίζουμε,  που  έχει   την δυνατότητα  να  καταστρέψει   τον εαυτό  της σαν  είδος,  όντας ταυτόχρονα    χαρακτηριστική  από   την  εκδήλωση   μιας  συμπεριφοράς   που  είναι συνάρτηση   όλο    και   μεγαλυτέρων   φιλοδοξιών   και   ορέξεων  καθώς   οι  επιτυχίες αυξάνουν3 .   Στη   συνέχεια,  η  συνειδητοποίηση   του   γεγονότος  ότι  η  ζωή  είναι μια  όαση  ή  ένα νησί ελπίδας  στα πλαίσια  ενός κόσμου που   πεθαίνει,  περικλείει αναμφίβολα τα  στοιχεία  αλλά  και  την ουσία  μιας   ανέλπιστης  αισιοδοξίας.   Πρέπει  ν’  αποκτήσουμε   την  δύναμη   και  το  ηθικό  εκείνο   κουράγιο  ώστε  ν’    αντικρούσουμε  την  τελική  συντέλεια  του  πολιτισμού  και  του  είδους    μας  με την  ίδια ακριβώς  αισιοδοξία  που  αντικρύζουμε  την  βεβαιότητα  του   προσωπικού  μας  θανάτου 4 .  Δεν  είμαστε  παρά  υποδείγματα   που    αγωνίζονται   να   διαιωνίσουν    τους εαυτούς  τους  μέσα σ’ ένα κόσμο που  χαρακτηρίζεται από   την συνεχή  κι ‘  αμετά­κλητη διαφοροποίηση της ίδιας του της  ουσίας.

Είναι  ελάχιστοι  όμως  εκείνοι    που  έχοντας ασχοληθεί  με   το  θέμα  κι’  έχοντας  μελετήσει   τον  νόμο  της  εντροπίας,  αμφιβάλλουν  για  την  πραγματική  του ισχύ.  Λέγει  κάπου  στον   Φάουστ ο Μεμφιστοφελής αποτεινόμενος  στον  Δία  : «Μη   λησμονείς   Δία,  τον  μέγα   νόμο  της  αύξησης   της Εντροπίας,  αυτόν   που  υπογραμμίζει το  πρόσκαιρο σου  και  που  θά  πρεπε  να  σου διδάξει  την    μετριοφροσύνη»

Είναι   πολύ   να  περιμένουμε  έναν   απόλυτα  σαφή   ορισμό   της    Εντροπίας  με τον  οποίο   θα  συμφωνούν  όλοι  οι  συγγραφείς 7 .   Κάτι    τέτοιο   μπορεί   να    ισχύσει μόνο   σ’  ότι  αφορά  τα  κλειστά   συστήματα.  Στα   πλαίσια  ενός  τέτοιου    κλειστού συστήματος   (φυσικού,   βιολογικού,   ζώντος,   κοινωνικοοικονομικού   κλπ.)    λειτουργεί   η  2η  αρχή   του  Carnot   κι  έτσι  η  απεριόριστη  ανάπτυξη  του  είναι   κατά φύση  αδύνατη.  Εκείνο  το  οποίο  μπορεί  πιθανότατα να  συμβεί,  κι’  αυτό  μόνο  στα πλαίσια  κάποιου  ζώντος   ή   κοινωνικοοικονομικού  συστήματος,  είναι   η   καθυστέρηση  της εντροπιακής διαδικασίας ή η αναβολή της έναρξης  κάποιας νέας εντροπιακής  εξελικτικής φάσης  .

Το  μεθοδολογικό πρόβλημα  το  οποίο   έτσι  γεννιέται  οδηγεί   στη  σαφέστερη τοποθέτηση  των συλλογισμών    στα   πλαίσια  των   αυτορυθμιζόμενων  συστημάτων όπου   τα  στοιχεία   της  ανάστροφης  σύνδεσης   και  της  μη   αναστρεψιμότητας  των φαινομένων  διαλεκτικά  αμβλύνουν  τον   θετικιστικό  και   μηχανιστικό  χαρακτή­ρα   της  γενέτειρας  Φυσικής.

Τοποθετώντας τις  σκέψεις  μας  σ’ ένα  τέτοιο  θεωρητικό πλαίσιο, φυσιολογικά οδηγούμαστε   στην  υιοθέτηση   δύο  τουλάχιστον  σημαντικών   παραδοχών.

Κατά  πρώτο   την  παραδοχή  του  κλειστού  Σύμπαντος  και  της  μεγαλύτερης πιθανότητας  του θερμικού  του   θανάτου.  Δεν   υπάρχει  βέβαια  καμιά  πειραματική    επιβεβαίωση   της   παραπάνω   υπόθεσης.  Ωστόσο    πρέπει    να   σημειώσουμε ότι  αρκετές  αντιρρήσεις  εναντίον  της  θεωρίας  του  αυξανόμενου  χάους   με  απώλεια  της  αρνητικής Εντροπίας έχουν  το χαρακτηριστικό του  δογματισμού.  Παρόμοιες  αντιρρήσεις, σύμφωνα άλλωστε  και  με  τη  γνώμη  του   Jacques   Guillaumaud 10 επιμένουν πριν  απ’   όλα  να  αποδείξουν την  αιωνιότητα της  κίνησης  και  να  απoφύγουν    την   εμβάθυνση   στα   προβλήματα   της   δημιουργίας.  Οπωσδήποτε   βρισκόμαστε  πάντως,  μπροστά σ’  ένα  σημείο  όπου  η   Επιστήμη  δεν  μπορεί  να  κάνει τυχοδιωκτισμούς  κι ‘  όπου   οι  απαντήσεις  εμπεριέχουν  το  στοιχείο   της   αμφιβο­λίας.  Προ μιας  τέτοιας  κατάστασης είναι  λοιπόν  για  μας  αναγκαία η  πρώτη   αυτή ex ante  παραδοχή.

Κι ‘  αυτης tης  στιγμής εάν αποδεχθούμε το  κλειστό  Σύμπαν, τότε  η  ύπαρξη  της  Εντροπίας  είναι   αδιαμφισβήτητη  με  βάση   τον  2ο  νόμο   της  Θερμοδυναμικής  που κατά τρόπο   σαφή   αποδεικνύει  την  ποιοτική  υποβάθμιση  των  μορφών  ενέργειας στα  πλαίσια  μιας   αέναης  κίνησης, και  το  πέρασμα  σ’  όλο  και  περισσότερο  πιθανές  καταστάσεις.  Κατά τον  Ν.  Wigner                        Καθώς αυξάνει η  Εντροπία, το  σύμπαν  και  όλα  τα  κλειστά   σ’  αυτό   συστήματα,  τείνουν   φυσικώς  να  εκφυλισθούν  και   να  χάσουν   τις  διακρίσεις  τους,   να  κινηθούν  από   την  λιγότερο   στην περισσότερο πιθανή  κατάσταση,  από   μια  κατάσταση  αρμονίας,  οργανώσεως και διαφοροποιήσεως στην  οποία  υπάρχουν οι διακρίσεις και  οι μορφές, σε μια  κατάσταση  χάους  και  ομοιομορφίας και  δυσαρμονίας.  Στο  Σύμπαν του  Gibbs  η  τάξη είναι   ελάχιστα  πιθανή,  ενώ   το   χάος   είναι    πιθανώτατο» Π .   Κατά  τον   Bergson άλλωστε,   ο  νόμος  αυτός   της  υποβάθμισης  της  ενέργειας  είναι  ανεξάρτητος κάθε συμβατικότητας.  Είναι   ο  πιο   μεταφυσικός  από   τους   νόμους   της   Φυσικής  στο μέτρο   που  μας  δείχνει   σταθερά, χωρίς   την  μεσολάβηση  συμβόλων,  χωρίς  τεχνικές  μετρήσεις  την   κατεύθυνση  που   βαδίζει  ο  κόσμος 12 .

Και  μετά  την  πρώτη αυτή  παραδοχή θα  πρέπει να συμφωνήσουμε στην  ύπαρξη  μιας  δεύτερης. Κι ‘ αυτήν, αν  σκεφθούμε λίγο ρεαλιστικά, παρά την  προσωπική μας  πίστη   ότι  ο  ρομαντισμός και  η  φαντασία έχουν  μεγαλύτερη  σημασία για  το μέλλον,   δεν  γίνεται   παρά  να  την   υιοθετήσουμε.

Ο πλανήτης Γη , σαν  τέτοιος, αποτελεί στο  μέτρο  του  δικού  μας  μεσόκοσμου, κλειστό  αυτορυθμιζόμενο  σύστημα  ή  τουλάχιστο μπορεί   να  θεωρηθεί σαν  τέτοιο στα  πλαίσια της  αντίληψης του  πεπερασμένου και  του  εφήμερου της  ζωής.

Η  απερίγραπτη  λεπτότητα των  στοιχείων που  συνθέτουν τη  ζωή,   οι  απερίγραπτες λεπτές  ισορροπίες της  φωτοσύνθεσης και  της  αρμονίας, οι  απερίγραπτες δυνατότητες καταστροφής των  ισορροπιών της  αρμονίας και  της  ζωής,   η  κυριολεκτική  πορεία αυτού που  ονομάζουμε ζωή  πάνω  στην  κόψη  του  ξυραφιού, η ελάχιστη  χρονική διάρκεια της  ανθρώπινης ύπαρξης σε σχέση  με την  κοσμική   αιωνιότητα, συνθέτουν τα απαραίτητα εκείνα  στοιχεία που οδηγούν σε παρόμοια παραδοχή.

Η  Βιόσφαιρα και  στα  πλαίσια αυτής η  σφαίρα των  ανθρώπινων δραστηριο­ τήτων   και   στα   πλαίσια  αυτών  η   οικονομική    διαδικασία 13 ,   μας    προσφέρουν ένα   λαμπρό  υπόδειγμα  αυτορρυθμιζόμενου  συστήματος  μέσα   στο   οποίο   οι  μηχανισμοί της  ζωής  και  της  δράσης  χαρακτηρίζονται   από   ανάστροφη  σύνδεση και η Εντροπία, σαν αναγνώριση της μη αναστρεψιμότητας (irréversibilité) των φαινομένων,  είναι   συνδεδεμένη  με  το  «γίγνεσθαι»  των  πραγμάτων σαν  έκφραση κάποιας  δυναμικής.  Σημειώνουμε επί  του  προκειμένου ότι  η  ζωή  ξεφεύγει  πρόσκαιρα από  τον νόμο  της  Εντροπίας μια και  δεν λογοδοτεί απόλυτα στους  φυσικούς νόμους   και   μια   που   η  αλήθεια  είναι   ότι  κάθε   ζωντανός  οργανισμός υπόκειται μεν  στους  νόμους   της  ύλης,   αλλ’  όμως   αγωνίζεται να  διατηρήσει την  εντροπία του  σταθερή.  Η  Εντροπία  όμως   ολόκληρου  του  αυτορυθμιζόμενου  συστήματος που  προσδιορίσαμε παραπάνω,  συστήματος οργανισμών, δραστηριοτήτων και περιβάλλοντος  αυξάνει.  Το   γεγονός   ότι   ο  κάθε   ζωντανός  οργανισμός  πολεμά ενάντια  στην   εντροπιακή  υποβάθμιση  της   δικής   του   υλικής   δομής   μπορεί   να είναι  μια  χαρακτηριστική  ιδιότητα  της  ζωής   μη  υποκείμενη  στους  υλικούς   νόμους,   αλλά   αυτό   δεν  αποτελεί παραβίαση  αυτών  των  νόμων   που   μακροχρόνια κυριαρχούν .

Ο  νόμος  της  ποιοτικής υποβάθμισης,  στα  χνάρια του  2ου  νόμου  της  Θερμοδυναμικής,  ισχύει  αδιαμφισβήτητα  για  τον  πλανήτη  μας.   Κατά τον  Ν.   Wiener

«.. .  Η  αίσθηση  του  τραγικού είναι  ότι  ο κόσμος  δεν  είναι  μια  ευχάριστη  μικρή φωλιά  φτιαγμένη για  να  μας  προστατεύει,  αλλά  ένα  απέραντο και  πολύ  εχθρικό περιβάλλον, στο  οποίο  μπορούμε να  επιτύχουμε (σπουδαία έργα  μόνο  αψηφώντας τους  θεούς, κι  ότι  η  πρόκληση  αυτή   προκαλεί αναπόφευκτα  η  ίδια  την  τιμωρία της.  Είναι   ένας  επικίνδυνος κόσμος  όπου  δεν  υπάρχει ασφάλεια,  εκτός  από  την κάπως  αρνητική  ασφάλεια  της   ταπεινότητας  και   των   συγκρατημένων  φιλοδοξιών.   Είναι  ένας  κόσμος  όπου  υπάρχει η  ανάλογη τιμωρία, όχι  μόνο  για  κείνον που   αμαρτάνει  με  ενσυνείδητη  υπεροψία,  αλλά   και  γι ‘  αυτόν   που   το  μόνο  του έγκλημα είναι  η  άγνοια των  θεών  και  του  κόσμου   που  υπάρχει γύρω  του  … » 1 5

Και   είναι   αλήθεια  ότι   η   οικονομική  αντίληψη  των   δραστηριοτήτων  μας, η  αντίληψη  μας  για  την  οικονομική  ανάπτυξη   και  το  περιεχόμενο  της.  η  αντίληψη  μας  για  την ευημερία, η αντίληψη μας  για τα  «αυθόρμητα δώρα  της  φύσης», η  αντίληψη μας  για  μια  αυτοσυντηρούμενη και  σε ισορροπία οδεύουσα οικονομική   μηχανιστική  διαδικασία,  όλες  αυτές   οι  τόσο   βαθειά  ριζωμένες  αντιλήψεις μας,  έχουν  αμαρτήσει,  είναι   αμαρτωλές κι  οδηγούν  στην  ίδια  μας  την  τιμωρία. Αυξάνουν με μαθηματική ακρίβεια την  δυσαρμονία και  την  άτακτη ποιοτική υποβάθμιση του περίγυρου μας.

Έχοντα ς  σαφώς τοποθετήσει την  οικονομική διαδικασία  στον  φυσιολογικό της  περίγυρο με τη  δεύτερη παραδοχή μας, κι ‘ έχοντας υπογραμμίσει την  αλληλεξάρτηση των  μηχανισμών στα  πλαίσια της  βιόσφαιρας και  των  οικοσυστημάτων, πρέπει να  τονίσουμε ότι  η  οικονομική  αυτή   διαδικασία δεν  είναι  μια  απομονωμένη κυκλική υπόθεση όπως οι κρατούσες οικονομικές αναλύσεις θέλουν να παρουσιάζουν.

Η  οικονομική  διαδικασία  υπόκειται  σε  περιοριστικούς παράγοντες  κι  έχει μια   μονοδρομική κι αμετάκλητη εξέλιξη.  Στον  οικονομικό κόσμο   μόνο   το   χρήμα κυκλοφορεί  μπρος-πίσω   ανάμεσα  στους   διάφορους   οικονομικούς  τομείς.    Οι οικονομολόγοι  έχουν   συχνά   υποκύψει  στον   φετιχισμό  του   χρήματος  ασπαζόμενοι  την  κυκλική  υπόθεση  16 .  Η   οικονομική  σκέψη    έχει  μονοσήματα επηρεα­ σθεί   από   τα   οικονομικά  προβλήματα  της   ρουτίνας  και   της   καθημερινότητας. Η γενική  προσοχή περιορίσθηκε κατά κύριο  λόγο  στην  παραγωγή, στην  ανταλλαγή  ή  στην τεχνολογία.   Η  αλήθεια  είναι  διαφορετική.  Έχε ι  άμεση  σχέση  με μια οικονομική κρίση  που  δεν  αποτελεί παρά το  σύμπτωμα μιας  αυξανόμενης εντροπίας, μιας  όλο και καθαρότερα παρατηρούμενης αύξουσας αταξίας.

Στην  καθιερωμένη στατική  οικονομική σκέψη  που  πρυτανεύει στα  οικονομικά  εγχειρίδια,  επικρατεί η  ερμηνεία της  οικονομικής διαδικασίας  μέσα  απ ό  ένα κυκλικό   διάγραμμα που  παρουσιάζει  την  κίνηση   των  αγαθών,  των  συντελεστών και   του  χρήματος  μέσα  σ’  ένα  κλειστό   κύκλωμα.  Η  κατάσταση  δεν  είναι   διαφορετική  στις  αναλύσεις εκείνες  που  ανάγουν την  οικονομική διαδικασία  σ’ένα αυτοσυντηρούμενο   μηχανιστικού  περιεχομένου  σύστημα 17 .

Το  προφανές γεγονός  ότι  ανάμεσα στην  οικονομική διαδικασία και  το  υλικό περιβάλλον υπάρχει  μια  συνεχής  και  αμοιβαία επίδραση, δεν  έχει  ιδιαίτερη  σημασία   για  τους   τυπικά  ορθόδοξους οικονομολόγους. Βρισκόμαστε πάντως  στην ιστορική εκείνη  στιγμή  της  ανθρώπινης εξελικτικής πορείας,  που  πρέπει να προβληματιστούμε σοβαρά  πάνω   στη   βάση,  ότι  η  φύση   παίζει  ένα  σημαντικό ρόλο  στην  οικονομική διαδικασία  και  στη  διαμόρφωση  της  οικονομικής  αξίας.

Θα  πρέπει να  δώσουμε πίστη   στο  γεγονός   ότι  υπάρχει  μια  ουσιαστική  διαφορά   ανάμεσα στο  τί  εισέρχεται  στην  παραγωγική  διαδικασία και  στο  τί  εξέρχεται   απ ‘   αυτή  18 .  Στη    βάση   αυτή   δεν  μπορεί   παρά να  είμαστε   βέβαιοι  ότι  η διαφορά είναι  μόνο  ποιοτική. Και  η  βεβαιότητα αυτή   είναι  αποτέλεσμα της  συμπερασματολογίας των  νόμων  της  Θερμοδυναμικής.

Σύμφωνα με τον  1ο  νόμο  της  Θερμοδυναμικής είναι  γεγονός  ότι  ο  άνθρωπος με  την  οικονομική  του  δραστηριότητα  δεν  μπορεί   ούτε   να  δημιουργήσει  ύλη – ενέργεια,  αλλά   ούτε  και   να   μηδενίσει  την   ύλη – ενέργεια 19 .

Πρόκειται  για  την   αρχή   της  ποσοτικής  διατήρησης  της    ύλης – ενέργειας. Κάτω   λοιπόν   απ ‘  αυτές   τις  συνθήκες  τί  κάνει   η  οικονομική  διαδικασία ;  Μα, απλούστατα,  παράγει  χρησιμότητα και  στα  πλαίσια  του  ορισμού   της  οικονομικής  ανάπτυξης  με  οικονομικιστικά καθαρά  κριτήρια,  αυξάνει  το   πραγματικό κεφάλαιο  της   οικονομίας.  Διαφοροποιεί  δηλαδή  ποιοτικά  την   ύλη – ενέργεια. Αποροφά δηλαδή  ύλη – ενέργεια και  την  απορρίπτει  συνεχώς.  Υπάρχει   το  γνωστό  και  συνεχές  imput-output.  Και  είναι  ακριβώς σ’  αυτό  το  σημείο  που  εισέρχεται   η   θεώρηση    του   δεύτερου  νόμου   της   θερμοδυναμικής  περί   της  ποιοτικής υποβάθμισης  των   μορφών   ενέργειας 20 .

Ο  ανορθόδοξος  οικονομολόγος  θα   μπορούσε  να  υποστηρίξει,  σύμφωνα  άλ­ λωστε και  με την  άποψη    τι  αυτό  το  οποίο εισέρχεται  στην   οικονομική  διαδικασία   αντιπροσωπεύει  ένα   πολύτιμο  φυσικό πόρο,   κι ‘  αυτό   που   απορρίπτεται  αντιπροσωπεύει ένα   χωρίς   αξία   απόριμμα  . Σε  τελική   φάση   περί   αυτού   πρόκειται.  Αλλά  η   ποιοτική  αυτή   διαφορά  είναι δυνατό να επιβεβαιωθεί και με διαφορετικούς όρους από  έναν ανορθόδοξο οικονομολόγο  με  βάση   τη   φορά   αυτή   τον   κλάδο   της   Θερμοδυναμικής.  Η  ύλη  – ενέργεια    εισέρχεται  στην   οικονομική   διαδικασία,   προερχομένη  από    την   βιό­ σφαιρα,  σ ε  μια  κατάσταση   χ α μ η λ ή ς   ε ν τ ρ ο π ί α ς ,  δηλαδή,  υψηλής  αρμο­ νίας   και   τάξης   στο   περιβάλλον  και   εξέρχεται  σε   μια   κατάσταση    υ ψ η λ ή ςε ν τ ρ ο π ί α ς ,  δηλαδή,  υψηλής  δυσαρμονίας  και  αταξίας μέσα  σαυτόν 22 .

Επί  του  προκειμένου  θα  μπορούσε κανείς   να  παρατηρήσει  τα  εξής  :  Η  εντροπία του  χαλκού  – μετάλλου   είναι  οπωσδήποτε  χαμηλότερη  από   την  εντροπία του   μεταλλεύματος  από   το   οποίο   ο  χαλκός  – μέταλλο   αποχωρίσθηκε.  Η  παραδοχή   όμως  της  παραπάνω  πραγματικότητας δεν   σημαίνει  ότι  η  οικονομική  δραστηριότητα ξεφεύγει   από   τον  νόμο  της  Εντροπίας.  Ο καθαρισμός  του  μεταλλεύματος   προκαλεί  τελικά   μια   μεγαλύτερη   από   την   αντισταθμιστική  αύξηση   τη ς Εντροπίας   του   περιβάλλοντος 23 .

Κι   έτσι   επαγωγικά  φθάνουμε  στο   σημείο   της   περαιτέρω   επεξήγησης  της έννοιας  της  Εντροπίας και  του  2ου  Θερμοδυναμικού νόμου.   Για  να  γίνει  περισσότερο  κατανοητό  αυτό,   σωστό  είναι  ν’  αρχίσουμε από   μια  ενδιαφέρουσα διάκριση της  ενέργειας.

Η   ενέργεια   υφίσταται  σε  δύο   ποιοτικές  καταστάσεις  Πρώτο,  στην  κατάσταση  της  Διαθέσιμης  ή   Ελεύθερης  ενέργειας  (π.χ.   χη ­ μική  ενέργεια άνθρακα).  Στην  κατάσταση  αυτή   ο άνθρωπος μπορεί  να  την  ελέγ­ ξει κατά τρόπο  πλήρη .

Δεύτερο,  στην  κατάσταση  της  μη  διαθέσιμης ή  Δεσμευμένης ενέργειας  (π.χ. η ενέργεια που υπό  μορφή  Θερμότητας διαχέεται από  το περιβάλλον στη θάλασσα). Στην  κατάσταση αυτή  ο άνθρωπος αδυνατεί να  την  ελέγξει.

Και  ενώ  η  Διαθέσιμη  ή  Ελεύθερη  ενέργεια υπονοεί κάποια  τακτοποιημένη δομή, η  δεσμευμένη ενέργεια είναι  χ α ο τ ι κ ά  διασκορπισμένη  ενέργεια.  Γενικά μπορούμε να  πούμε   ότι  η  ελεύθερη   θερμική  ενέργεια ενός   κλειστού   συστήματος συνεχώς  και  αμετακλήτως υποβαθμίζεται από  μόνη  της σε  δεσμευμένη  ενέργεια 2 5 . Η   επέκταση  αυτής  της   ιδιότητας   από    την   θερμική   ενέργεια   στους   χώρους άλλων  μορφών  ενέργειας  οδηγεί   στον  2ο  νόμο  της  Θερμοδυναμικής ή  στο  νόμο της Εντροπίας.  Ο νόμος αυτός  δέχεται ότι η Εντροπία  (δηλ. το  ποσό  της  δεσμευμένης   ενέργειας)  ενός   κλειστού   συστήματος  συνεχώς    αυξάνει  ή   ότι   η   «τάξη» ενός  παρόμοιου  συστήματος σταθερά  στρέφεται προς   την  «αταξία».  Είναι   όμως σημαντικό  να   υπογραμμίσουμε  επί   του   προκειμένου  ότι   αυτό   που   αποκαλούμε«τάξη»   είναι   συνάρτηση  της  ανομοιομορφίας  και   της  κίνησης,  ενώ  κατά  αντιδιαστολή η  έννοια  της  «αταξίας»  εμπεριέχει το  στοιχείο  της  ομοιομορφοποίησης και  τη ς  ακινησίας.  Εντροπία  επομένως σημαίνει αύξουσα  αταξία  ή  αν   θέλετε, ομοιομορφοποίηση  των  συνθετικών του  συστήματος  στοιχείων ή  ακόμα αυξανόμενο   χάος   και   μειωμένης  ισχύος   τάσεις   ή  παρορμήσεις. Κατά  δε  τον  Χέγκελ, όπως   αναφέρεται  στο  μελέτημα  του  Jacques   Guillaumaud6    η  αντίφαση  είναι   η πηγή   κάθε  κίνησης   και  κάθε  ζωικής εκδήλωσης.  Μόνο   στο  βαθμό  που  περιέχει μίαν  αντίφαση είναι  ένα  πράγμα ικανό  να κινείται και  να ενεργεί.   Και  η  αναφορά στο  πείραμα του  Maxwell,  κάτω   από   το  πρίσμα όμως  των  συγχρόνων δογμάτων της  Φυσικής, είναι  νομίζουμε επί  του  θέματος σημαντική, μια  και  σαφώς αποδει­ κνύει  την  αδρανοποίηση του  «δαίμονα» με την  εξάλειψη της  αντίφασης των  διαφοροποιημένων  θερμοκρασιών  του  φωτός  αφ’  ενός  και  των  μορίων  του  μηχανι­κού   συστήματος   αφ’   ετέρου 27.

Κάτω  από  αυτές  τις συνθήκες  μια πρόσθετη  παρατήρηση έρχεται  να πλουτίσει τον συλλογισμό.  Η ελεύθερη  ενέργεια την οποία  ο άνθρωπος  μπορεί  να εκμεταλλευθεί  έρχεται  από  δυο  ξεχωριστές  πηγές.  Πρώτο,  από  το  απόθεμα  της  ελεύθερης και χαμηλής  εντροπίας  των ορυκτών  αποθεμάτων της γης και  δεύτερο,  από τη  ροή  της  ηλιακής  ακτινοβολίας που  συλλαμβάνεται στη  γή  .

Μεταξύ  των  δύο  αυτών  πηγών  υπάρχουν   διαφορές   που  είναι  καθοριστικές για  την  ποιοτική   υποβάθμιση   του  πλανήτη   και  το  για  μέλλον της  οικονομικής διαδικασίας κάτω  από  τις υπάρχουσες  αντιλήψεις.

Και  κατά  πρώτο  ο άνθρωπος  έχει και  ασκεί  σχεδόν  πλήρη  έλεγχο πάνω  στη γήϊνη  κοινή  κληρονομιά  της  ανθρωπότητας, πάνω  στο γήϊνο  θα  λέγαμε  πλούτο. Πλη ν  όμως  δεν  μπορεί  να  ελέγξει  την  ροή  της  ηλιακής   ακτινοβολίας  ούτε  να χρησιμοποιήσει  την  ροή  του  μέλλοντος  τώρα 29 .  Δεύτερο,    μόνο  η   γήϊνη  πηγή μας  παρέχει  μαζί  με  την  χαμηλή  εντροπία  και  υλικά  με τα  οποία  μπορούμε  να κατασκευάσουμε  μέσα  παραγωγής.  Η  ηλιακή   ακτινοβολία   είναι  απ’   την  άλλη μεριά η πρωταρχική πηγή  της ζωής  που  αρχίζει  με την φωτοσύνθεση  3°.

Τα  γήϊνα  αποθέματα είναι  μηδαμινά  σε σύγκριση  με τα  ηλιακά.   Ακόμη  και με πολύ φειδωλή χρησιμοποίηση  του τωρινού αποθέματος της γήινης χαμηλής εντροπίας,   η  βιομηχανική   φάση  της  εξέλιξης  του  ανθρώπου   θα  τελειώσει πολύ πριν  ο  ήλιος  πάψει να  λάμπει  ή  πολύ  πριν  υποβαθμιστεί   η  πυρηνική   ενέργεια. Διότι  κι ‘  αν  ακόμη   σκεφθούμε  ότι  ελέγχουμε  αποτελεσματικά  και  πλήρως  την τελευταία  αυτή  μορφή  ενέργειας,  δεν μπορούμε  να παραβλέψουμε την αργή  αλλά σταθερή   υποβάθμιση    των   γήινων   φυσικών   πόρων.   Ότα ν   αυτοί   εξαντληθούν και  υποβαθμιστούν  πλήρως,   τότε  προ ς  τί  η  ενέργεια  έστω  και  η  ελεγχόμενη  ; Ή  μήπως  μέχρι  τότε  θά  χουμε  μετακομίσει  σ’ άλλους  πλανήτες  ;

Η  έννοια  της  σπατάλης  έρχεται  λοιπόν  φυσιολογικά  να καταλάβει  την  θέση που της ανήκει  στο σκεπτικό  μας,  μια κι ‘ ελάχιστα  κατέχει  την θέση που θά  πρεπε  στο  σκεπτικό  των  καθιερωμένων  μορφών  οικονομικού  προβληματισμού.

Σε μια  πρώτη προσέγγιση, σπατάλη είναι  το ξόδεμα στην  τύχη,  χωρίς  σκοπό , χωρίς  υπολογισμό, χωρίς  το πνεύμα της  διατήρησης κάποιας τάξης, κάποιας ανανέωσης  ή  δημιουργίας 31 . Σπατάλη   είναι  η   χωρίς  υπολογισμό και  σέβας  κατανάλωση  χαμηλής εντροπίας που  διατηρεί μεν  την  εντροπία του  είδους  μας  σταθερή, υποβαθμίζει όμως  τον ζωτικό  μας  χώρο  και  αυξάνει την  υψηλή  ήδη  περιβαλλοντο­λογική  εντροπία.

κάθε  καταναλωτικό αγαθό αποτελεί μια  απoθήκη   χρησιμοτήτων.  Αν  το  δυναμικό  αυτών των  χρησιμοτήτων  δεν  μεταμορφώνεται   σε  πραγματική  χρησιμότητα,  τότε  υπάρχει  μια  σπατάλη  που  χαρακτηρίζεται    από   τον   βαθμό  της   μη   χρησιμοποίησης  της   συνολικής  χρησιμότητας. Το  να  καταστρέψεις  π.χ.   ένα   αυτοκίνητο  την   ίδια   μέρα   που   το  αγοράζεις  τότε πρόκειται για απόλυτη σπατάλη. Κάτι  ανάλογο συμβαίνει με όλα τα διαρκή καταναλωτικά αγαθά ή τα  παραγωγικά αγαθά» 32 . Και  στο  σημείο   αυτό    ακριβώς έχει  την  θέση  της  και  η  παρατήρηση  ότι  η  σπατάλη  είναι  πιο  σημαντική  σ’  επίπεδο  ευνοουμένων ομάδων και  ευνοουμένων χωρών.   Η  σπατάλη  γίνεται  σε  βάρος των   λιγότερο   ευνοουμένων  ομάδων  και   χωρών 33 .   Θά ‘ταν  ίσως   ενδιαφέρον  να αναφέρουμε χάρη   παραδείγματος  εδώ,   ότι  η  καθημερινή κατανάλωση  ενέργειας στις   Ηνωμένες  Πολιτείες  της   Αμερικής,  ανερχόμενη   σε  230.000   χιλιοθερμίδες κατά  κάτοικο,  παρουσιάζεται  80  φορές   περισσότερη  απ’   αυτή   που   χρειάζεται για  να  ικανοποιηθούν  οι  φυσιολογικές  ημερήσιες ανθρώπινες  ανάγκες  και   400 φορές  μεγαλύτερη από  την  μηχανική ενέργεια που  ο κάτοικος αυτός  θα  παρήγαγε με τα  δικά  του  μέσα 34 .

Στο   σημείο   όμως   αυτό   πρέπει  και   πάλι   να   αναφερθούν  ορισμένες   σκέψεις που  έχουν  σχέση  μ’  αυτό  που  αποκαλείται οικονομική ανάπτυξη.

Η οικονομικιστική  και   βραχυχρόνιου  συνήθως χαρακτήρα  εννοιολογική  παρουσίαση  της  οικονομικής ανάπτυξης  σαν  αύξηση  του  πραγματικού κεφαλαίου, μπορεί  να  ήταν  ευλογία  για  μας  και  για  εκείνους  που  θα  μπορούσαν ίσως  να  την απολαύσουν στο  κοντινό   μέλλον,  αλλά  καταφέρεται  οριστικά ενάντια στο  ενδιαφέρον  του  ανθρώπινου γένους  σαν  συνόλου,  αν  το  ενδιαφέρον του  είναι  μια  ζωή τόσο   μακρυά  όσο   μπορεί   να  συμβιβαστεί  με  την  γήϊν η  κοινή   κληρονομιά  της ανθρωπότητας,  με  την  προίκα της  χαμηλής εντροπίας 35 .  Ο   αγώνας   δρόμου   για την   οικονομική  ανάπτυξη   που   είναι   η   σφραγίδα  της   σύγχρονης  οικονομικής πολιτικής  λίγες   αμφιβολίες  αφήνει  για   την   έλλειψη   προνοητικότητας  του   ανθρώπου .  Η    βιολογική  μας    φύση   μας   κάνει   να  ενδιαφερόμαστε  το  πολύ   για τα  εγγόνια   ή  τα  δισέγγονα  μας   και   δεν  είναι  ούτε  κυνισμός   ούτε  πεσιμισμός  να πιστέψουμε  ότι   ακόμη   κι’   αν   ενδιαφερθούμε  για   το  εντροπιακό  πρόβλημα  του ανθρώπινου  γένους,   η  ανθρωπότητα  δεν  θα  θελήσει  να  παραιτηθεί  από   τις  παρούσες   πολυτέλειες  της,   με  σκοπό   να  διευκολύνει  την  ζωή   εκείνων   που   θα  ζήσουν  στο  μέλλον,  κι ‘  αυτό   παρά το  γεγονός   ότι  η  κρίση  κρούει  τον  κώδωνα του κινδύνου   σαν  σύμπτωμα   μιας    αύξουσας   αταξίας.  Καταντήσαμε  μονιακοί  για τις  βιομηχανικές  πολυτέλειες.  Είναι   σαν  το  ανθρώπινο γένος  να  αποφάσισε  μια σύντομη   αλλά   συναρπαστική  ζωή 37 .

Πρέπει  ταυτόχρονα  να  υπογραμμίσουμε  ότι  ορισμένοι   μελετητές   τρομάζουν στο  γεγονός  ότι  υπάρχει πιθανότητα μεγάλη   ο  παγκόσμιος  πληθυσμός να  φτάσει στα  7  δισεκατομμύρια  στο  έτος  2.000  μ.Χ. Από  την   άλλη   υπάρχουν  εκείνοι   που πιστεύουν,  όπως   ο  Colin  Clark,   ότι   με  την   κατάλληλη  διοίκηση  των   πόρων   η γή   μπορεί   να  διαθρέψει  μέχρι  45  δισεκατομμύρια  ανθρώπους 38 .   Το    θέμα   είναι ότι  κανένας  δεν   έχει  εγείρει   το   ζωτικότερο  ερώτημα  για   το   μέλλον.   Για   πόσο καιρό   ακόμη   μπορεί   ένας   δοσμένος   πληθυσμός  7  ή  45  δισεκατομμυρίων  ανθρώ­ πων   να  συντηρηθεί ;  Ακόμη   και   η   έννοια   του   άριστου  πληθυσμού  εμφανίζεται σαν   αποκύημα  φαντασίας.  Και   η   περίπτωση   του   πειράματος  της   βιολογικής«μπουκάλας»  με  τα  οποία   θα   μπορούσαμε  να  παρομοιάσουμε  τη  Γη ,   πρέπει   να μας  προβληματίζει μια  και  σημαίνει  υπέρογκα δεινά.

Σε  κατακλείδα η  άποψη  ότι  από   μια  καθαρά φυσική   σκοπιά η  οικονομική διαδικασία  μετασχηματίζει πολύτιμους φυσικούς πόρους,  δηλαδή  χαμηλή   εντροπία,  σε χωρίς  αξία  απόρριμμα, δηλαδή υψηλή  εντροπία, είναι  απόλυτα δικαιωμέ­νη . Το  ερώτημα είναι  γιατί  μια  τέτοια  διαδικασία συνεχίζεται,

Κατά  τον   Ν.   Georgescu  – Roegen,   το   ερώτημα  θα   παραμένει  όσο   δεν   θα βλέπουμε   ότι   το   αληθινά  οικονομικό  προϊόν   αυτής    της   οικονομικής   διαδικασίας   δεν  είναι   μια  υλική   ροή   απώλειας,  αλλά   μια  άϋλη   ροή  ικανοποίησης  δηλαδή  η  απόλαυση της  ζωής 39 .   Το   πρόβλημα είναι  ότι  δεν  είναι  δυνατό να  έχουμε   μια   πλήρη    εικόνα   του   οικονομικού  «γίγνεσθαι»   αγνοώντας  το   γεγονός   ότι αυτή   η  ροή  υπάρχει και  θα  υπάρχει μόνο  για  όσο  διάστημα μπορεί  να  τρέφεται και  να  συντηρείται  από   την  χαμηλή   περιβαλλοντολογική  εντροπία.

Γεγονός  είναι  ότι  δεν  είναι  λίγοι  οι  φυσικοί   εκείνοι   επιστήμονες  που  πιστεύουν  και   κηρύττουν  ότι  μακροχρόνια  η  επιστήμη έχει  την δυνατότητα να  καταρρίψει  όλους  τους  περιορισμούς  που  αισθάνεται το  ανθρώπινο γένος.   Όπως ,  δεν είναι  λίγοι,   άλλωστε,   και   οι  οικονομολόγοι  που  κάνουν  το  ίδιο,   μη  συνδέοντας την   οικονομική  διαδικασία   με   τους   περιορισμούς  του   υλικού   περιβάλλοντος. Έτσ ι  δεν  είναι  καθόλου  περίεργο  που  δεν  έχει  ακόμη   πλήρως   συνειδητοποιηθεί το  γεγονός   ότι  δεν  μπορούμε να  παράγουμε καλύτερα,  μεγαλύτερα,  αποτελεσματικώτερα, ταχύτερα κλπ. αυτοκίνητα, αεροπλάνα, τρένα,  δίχως  ταυτόχρονα να παράγουμε  μεγαλύτερη  και   καλύτερη  απώλεια.

Ο  καθηγητής Ν.  Georgescu  – Roegen  πιστεύει        ότι    ακόμη   και  τώρα  κανένας  δεν  φαίνεται να  βλέπει  ότι  η  αιτία  όλων  είναι  η  αποτυχία μας  στο  να  αναγνωρίσουμε   την   εντροπιακή  φύση    της   οικονομικής  διαδικασίας   σε   μακροχρόνιο επίπεδο.

Η   οικονομική   αυτή    διαδικασία  μπορεί   οπωσδήποτε  να   θεωρηθεί  σαν   μια εκδήλωση  αντιεντροπιακού  χαρακτήρα,  τουλάχιστο   στο   επίπεδο  του    μεσόκοσμου    που    βραχυχρόνια    άμεσα    ενδιαφέρει   το    ανθρώπινο  είδος    στον    αγώνα του  να  διατηρήσει κατά  το  δυνατό  σταθερό το  επίπεδο της  ίδιας  του  εντροπίας.

Το  γεγονός   όμως,   ότι  χάρη   του   σκοπού   αυτού,  η   οικονομική διαδικασία καταναλίσκει  συνεχώς   και   μεγαλύτερες  ποσότητες  χαμηλής  περιβαλλοντολογικής  φυσικής εντροπίας,  συμβάλλει ώστε ο ρόλος  της  να υποτάσσεται αναπόφευκτα τελικά   στον   νόμο   της   μη   αναστρεψιμότητας  των   φαινομένων  που   οδηγεί   στη δημιουργία  της   ποιοτικής  υποβάθμισης  και   της   αύξουσας  αταξίας  του   συστή­ματος.

Και  για  να  μεταφέρουμε για  λίγο  το  πρόβλημα στο  τόσο   βασικό   παγκόσμιο στοιχείο  της μεγενθυνόμενης συνολικά  μόλυνσης  και της υποβάθμισης των οικοσυστημάτων,  θα   πρέπει   να   τονίσουμε   ότι  κι ‘  αυτοί   που   παλεύουν κατά  της μόλυνσης  πρέπει  να γνωρίζουν ότι η  αντιμόλυνση παράγει αναπόφευκτα την    δική της   μόλυνση.   Και   στα   πλαίσια  του   στόχου    αυτού    της   περιβαλλοντολογικής προστασίας,  πρέπει   οπωσδήποτε  να  χρησιμοποιηθεί  και   πάλι   χαμηλή   εντροπία με  αποτέλεσμα  να  παρουσιασθεί,   σε κάποιο  άλλο  επίπεδο,   υψηλή  εντροπία  και άλλης  μορφής  ποιοτική  υποβάθμιση.

σαμε,    είναι   δυνατό  να   οδηγήσει    και   σ’   ενδιαφέροντα  συμπεράσματα  σχετικά με  τον  μεθοδολογικό χαρακτήρα  του  όλου  προβληματισμού.

Πρέπει  να   κατανοήσουμε  την   ύλη – ενέργεια, όπως   και   όλο   το   σύστημα, Βιόσφαιρα-ανθρώπιν η  δραστηριότητα-οικονομική  διαδικασία,  μέσα   στη   διαλεκτική   τους   εξέλιξη   και   στα   πλαίσια  της   πραγματικότητας  της   μη   αναστρε- ψιμότητας των  φαινομένων.

Δίκαια,  έτσι,   ο  J.  Guillaumaud διερωτάται :

«            Αν  μια   τέτοια   φιλοδοξία  εμψυχώνει  τον   επιστήμονα  που   ασχολείται  με τον  νόμο  της  εντροπίας δεν   θα   εμπνεύσει  και  κάθε  άλλη  προσπάθεια επιστημονι­ κής  αντίληψης ενός  κόσμου  που  βρίσκεται σε  διαρκή  αλλαγή   ;  .. . 41 »

Κάθε  διαδικασία, η  οικονομική διαδικασία  για  παράδειγμα,  υπάρχει σε  μια στενή   σχέση   με   άλλα   συστήματα  που   σχηματίζουν  τον   φυσιολογικό  της   και αρμονικό  της  περίγυρο.  Ανάμεσα   στην  διαδικασία αυτή   και  σ’  αυτόν   τον  σύνθετο  κόσμο   που   την   περιβάλλει  (Βιόσφαιρα)  πραγματοποιούνται  ανταλλαγές  που με  σαφήνεια  καθορίζουν  αλλά   και   προσδιορίζουν  την   δράση   του   μηχανισμού. Αυτό  σημαίνει   ότι  η  οικονομική διαδικασία  είναι  ένα  σύστημα   α ν α σ τ ρ ο φ ή ς σ ύ ν δ ε σ η ς    όπου   υπάρχουν  δεδομένα  και   αποτελέσματα.

Η σταθερότητα αυτού  του συστήματος είναι ακριβώς το αποτέλεσμα ενός μηχανισμού  με  ανάστροφη  σύνδεση,  αλλά,   κι  αυτό   πρέπει   να  τονισθεί,    αρνητ ι κ ή  ανάστροφη  σύνδεση.   Σύμφωνα  με  αυτά που  αναφέραμε  μέχρι  τώρα,  αυτό σημαίνει   ότι  η   ζωή   διατηρείται  μόνο   με  την  κατανάλωση  χαμηλής  εντροπίας. Το  αποτέλεσμα  όμως,   δηλαδή  η  απόρριψη  υψηλής   εντροπίας έχει  σαν  συνέπεια, σ’  άλλο  πλέον  επίπεδο αναφοράς,  την  πλήρη  ισχύ  του  νόμου  της  μη  αναστρεψιμότητας των  φαινομένων  και  την  ισχύ  του  νόμου  της  αύξουσας  αταξίας.

Η  ανάστροφη  σύνδεση   αποτελεί  ακριβώς  μία   από   τις   βασικές   έννοιες   των συστημάτων  και   είναι   ακριβώς  πάνω   σ’  αυτή   που   βασίζεται  ο  διαλεκτικός  χα­ ρακτήρας  της   εντροπιακής  εξέλιξης.   Η  ύπαρξη  αρνητικής  ανάστροφης  σύνδε­ σης,  αλλά  ακόμη   και  η  θετική   της  μορφή   που  συχνά   εξελικτικά παρουσιάζεται, οδηγούν στην  διαλεκτική  σύνθεση   του  νου.

Και   στο  σημείο   αυτό   η   αναγκαιότητα  μιας   ιδιαίτερης  προσοχής  είναι   εμ­φανής.

Έν α  αυτορυθμιζόμενο   σύστημα  διαθέτει,  σύμφωνα  με την  θεωρία  των  αυτορυθμιζόμενων  συστημάτων,  ένα   ορισμένο   αριθμό   εισόδων   κι  ένα  ορισμένο   αριθμό  εξόδων.   Λέγεται   σύστημα   με  ανάστροφη  σύνδεση   αν   ορισμένες   από   τις  εισόδους  του  εξαρτώνται  από   τις  εξόδους   του  ή,  πράγμα που  είναι  το  ίδιο,   αν  τα μεγέθη   εξόδου   επηρεάζουν  σε  ανταπόδωση  τα   μεγέθη   εισόδου 42 .

Η  ανάστροφη  σύνδεση,   αυτή   η  αμφίδρομη  δηλαδή  επήρεια των  πληροφοριών,  εμπεριέχει   ακριβώς  αυτή   την  ουσία  της  διαλεκτικής  σύνθεσης.

Για  τον C.  Guillaumaud  :  «Από  την  στιγμή   που  υπάρχει  όχι  αρνητική  αλλά θετική   ανάστροφη  σύνδεση,   τότε  μία  μεταβολή   του  μεγέθους  της  εξόδου,   προκαλεί  μια  καινούργια  προς   την  ίδια  κατεύθυνση  μεταβολή   αυτού   του  μεγέθους   της εξόδου.   Κάθε   μεταβολή    αντί   να   εμποδίζεται  (όπως   αν   η   ανάστροφη  σύνδεση ήταν    αρνητική)   εξογκώνεται.   Βρισκόμαστε  έτσι   στην   περίπτωση   της   θετικής ανάστροφης  σύνδεσης   που   οδηγεί   αναγκαστικά  στην   ακινητοποίηση  (αύξουσα αταξία) ή  την  καταστροφή  του  συστήματος,  που  κάνει  το   σύστημα   τελείως  διαφορετικό»   43 .

Μια  διαδικασία, η  Οικονομική  π.χ.,  διαδικασία,  διαθέτει αρνητική ανάστροφη   σύνδεση,   αν  μια  μεταβολή   προς   μια  ορισμένη   κατεύθυνση  του  μεγέθους   της εξόδου  επιδρά πάνω  στην  είσοδο   με  τέτοια   τρόπο,   ώστε  η  καινούργια μεταβολή της  εξόδου  που  προκύπτει από  την  αντίδραση  πάνω  στην  είσοδο,  να  γίνεται  προς κατεύθυνση   αντίθετη   της   αρχικής   μεταβολής  της     εισόδου 44 .    Το   αντίστροφο συμβαίνει   με  την  θετική   ανάστροφη  σύνδεση.

Η  κρίση  και  η  αύξηση  της  εντροπίας παρουσιάζεται σ’  ένα  τέτοιο  σύστημα αυξανόμενη, από την στιγμή που η αρνητική ανάστροφη σύνδεση  ελαττώνεται, μεγενθυνομένης  αντίστοιχα  της   θετικής  ανάστροφης  σύνδεσης.

Μια  προσεκτική μελέτη  του  παραπάνω  μηχανισμού θα  ήταν  δυνατό να  οδηγήσει  στην   ανεύρεση  ουσιαστικών  αναλογιών  με  διάφορες  οικονομικές αλληλεξαρτήσεις  οικονομικών  μεγεθών   που  χαρακτηρίζουν την  κρίση   κι’  αποδεικνύουν την εντροπία.

Θα ήταν  χρήσιμο  να περατώσουμε την μέχρι τώρα  εκτεθείσα τοποθέτηση, αναφερόμενοι  σε  μερικές   σύντομες  σκέψεις   που   θα   μπορούσαν  να   απαλύνουν πιθανές εντυπώσεις για  τον  μηχανιστικό ή  όχι  χαρακτήρα της  ερμηνείας.

Τί  παραμελεί η  μηχανοκρατία ;  Τί  παραμελεί η  μηχανιστική  επιστημονική σκέψη  και  που  δεν  το  παραμελεί η  εκτεθείσα τοποθέτηση ;

 

Παραμελεί  το  γεγονός   ότι   το   σύνολο   είναι   οπωσδήποτε  κάτι   περισσότερο από   το  αλγεβρικό  άθροισμα  των   μερών   του.   Τούτο   άλλωστε   πλήρως  εξηγείται και   από   τις   φιλοσοφικές  αναλύσεις  του   Durkheim.  Παραμελεί  το   γεγονός   ότι οι  στοιχειώδεις κινήσεις   σαν  αλλαγές σε  τόπο  και  χρόνο   δεν  εξαντλούν την  εξέ­ λιξη   ενός   συστήματος.  Παραμελεί  τις  συνδέσεις   ανάμεσα  στα  στοιχεία  από   τα οποία   ισχυρίζεται  ότι  ανασυγκροτεί  το  πραγματικό 45 .  Το    σύνολο   αυτών  των συνδέσεων  αποτελεί   την    δομή 46 .  Κι ‘  εκείνος   που   θα  υποστήριζε  ότι  στην  όλη ερμηνεία  του   φαινομένου  της   εντροπίας  των   συστημάτων  υπάρχει  παρέκλιση προς   την   μηχανιστική  σκέψη,   θα   παραγνώριζε  ακριβώς  αυτή   την   έννοια    της δομής.   Η  μηχανιστική άποψη, όπως  υποστηρίζει κι  ο J.  Guillaumaud, καταλήγει στο  να  τα  εξηγεί  όλα  ξεκινώντας  από   το  στοιχειώδες και  παραμελώντας  τις  δυ­ νατότητες  εμφάνισης  καινούργιων  δομών   στα   πιο    σύνθετα   επίπεδα 47 ,   ή   και νούργιων    ιδιοτήτων  στα   πιο   σύνθετα    επιπεδα  δομών.    Ας   μη   λησμονούμε  ότι ακόμη   και  για  τον  Χέγκελ  η  διαλεκτική  θεωρία, θεωρεί  την  διαδικασία της  ανά­ πτυξης   όχι  σαν  μια  απλή   διαδικασία αύξησης, αλλά  σαν  μία  ανάπτυξη που  περ­ νά  μέσα  από   ασήμαντες  ποσοτικές  αλλαγές,  σε  αλλαγές   ριζικές,  φανερές,  ποιο­ τικές.   Οι  αλλαγές   δε  αυτές   δεν  είναι  τυχαίες,  αλλά  αναγκαίες όντας   στην  ουσία το   αποτέλεσμα  της   συσσώρευσης  ανεπαίσθητων   και   βαθμιαίων  ποσοτικών  αλ­ λαγών.   Μήπως  όμως  και  σ’  αυτό   ακόμα το  σύστημα  της  σκέψης  του  Αριστοτέ­ λη   δεν   υπογραμμίζεται  το   σημαντικό  και   δομικού    περιεχομένου  στοιχείο   της

«αέναης  διαφοροποίησης  της   ουσίας»  ;

Το   σύνολο    της   επιχειρηθείσας  παρουσίασης   αφορά   τις   μακροπρόθεσμες τάσεις.  Οι  δυνάμεις της  αλλαγής δρουν  πολύ  αργά  και  για  τον  λόγο  αυτό   έχουμε την  τάση   να  αγνοούμε την  ύπαρξη  τους  ή  να  μειώνουμε  την  σπουδαιότητα τους. Γεγονός   όμως   είναι   ότι  οι  αργά   δρώσες   δυνάμεις  είναι    αποφασιστικότερης  σημασίας  σε  γενικές   γραμμές.  Ας  μη  ξεχνάμε   ότι  οι  περισσότεροι  πεθαίνουμε  όχ ι από  κάποια δύναμη που  δρά  κατά τρόπο  ταχύ.   Οι  περισσότεροι πεθαίνουμε εξαιτίας  της  ύπαρξης  δυνάμεων που   δρουν   αργά, που  προκαλούν την  συνεχή   αλλοτρίωση  του είδους  μας,  την φθορά και το γήρας.

 

Η  οικονομική  κρίση   δεν  αρκεί   να  αντιμετωπίζεται απλά  σαν  τέτοια.   Είναι συνδεδεμένη  μ’  ένα  σύνολο   άλλων   παραγόντων  που   οι  ίδιοι   βρίσκονται  σε  κρίση .   Η   οικονομική   κρίση    είναι   το   σύμπτωμα  μιας   χωλαίνουσας  οικονομικής διαδικασίας  που   συστηματικά  εντάσσεται  σ’  ένα   ευρύτερο   πλαίσιο   δραστηριότητας  και  ζωής.   Η  συνειδητοποίηση  του  νόμου  της  Εντροπίας και  το  πανανθρώπινο  πρόβλημα της  ύπαρξης της  ζωής  και  του  κόσμου,   μπορούν να  μας  οδηγήσουν  στην  σωστή   κατεύθυνση,  στην  προσεκτική  και   λιγότερο   σπάταλη  διαχεί- ρηση   της   χαμηλής  εντροπίας,  στην  αισιόδοξη  αντιπαράθεση  μας   στον  αναπόφευκτο   νόμο  της  φύσης   και   στην  υιοθέτηση  της  συλλογικής   δράσης  σαν   μονα­ δικού  τρόπου άμυνας απέναντι στον ανθρώπινο παραλογισμό και  στην φυσική νομοτέλεια.

 

ΠΗΓΗ