Σημαντική επιτάχυνση εμφάνισαν οι εβδομαδιαίες αγορές κρατικών ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), σε μια προσπάθεια να πείσει τους επενδυτές ότι θα διατηρήσει για αρκετό διάστηκα ακόμη την υπερχαλαρή – επεκτατική νομισματική πολιτική.

Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του πανδημικού προγράμματος έκτακτων αγορών ομολόγων (PEPP), η Φρανκφούρτη προχώρησε σε αγορές ομολόγων, αξίας 28 δισ. ευρώ την προηγούμενη εβδομάδα, αριθμός αυξημένος κατά 48%.

Παράλληλα, πρόκειται για το μεγαλύτερο εβδομαδιαίο ποσό από τις 4 Δεκεμβρίου του 2020, σ’ ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει να προσφέρει «ανάσα» στις αποδόσεις των ευρωπαϊκών κρατικών ομολόγων.

Υπενθυμίζεται ότι η κεντρική τράπεζα έχει παρατείνει έως τον Μάρτιο του 2023 τις αγορές PEPP, οι οποίες μπορούν να φθάσουν δυνητικά έως το 1,8 τρισ. ευρώ.

Ο αρχικός στόχος της ΕΚΤ έκανε λόγο για εβδομαδιαίες αγορές ομολόγων, ύψους 18 δισ. ευρώ. Ωστόσο, στο α’ τρίμηνο του 2021, υπολείπονταν σημαντικά του συγκεκριμένου ποσού.

Αυτό είχε θορυβήσει έντονα τους αναλυτές, οι οποίοι φοβήθηκαν το ενδεχόμενο πρόωρης άρσης των υπερχαλαρών νομισματικών μέτρων, με αποτέλεσμα την εκτίναξη των αποδόσεων των κρατικών ομολόγων.

Τελικά, στις 11 Μαρτίου, η επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ, αποσαφήνισε πλήρως τις προθέσεις της κεντρικής τράπεζας, διαβεβαιώνοντας ότι θα υπάρξει επιτάχυνση του εβδομαδιαίου ρυθμού αγορών και ότι δεν πρόκειται να αρθούν τα έκτακτα μέτρα πριν το τέλος της πανδημίας.

Συγκεκριμένα, ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει «σκέψη» πρόωρης ή άμεσης άρσης των νομισματικών μέτρων, τα οποία έχουν οδηγήσει το κόστος δανεισμού σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα, ενώ διαβεβαίωσε ότι η ΕΚΤ θα πράξει οτιδήποτε χρειαστεί, προκειμένου να αποφευχθεί η σύσφιγξη.

Παράλληλα, η Γαλλίδα οικονομολόγος προειδοποίησε ότι ενδεχόμενη άνοδος των αποδόσεων στα κρατικά ομόλογα θα οδηγήσει σε σύσφιγξη των συνθηκών χρηματοδότησης (σ.σ. αύξηση του κόστους δανεισμού) των ευρωπαϊκών οικονομιών, κάτι το οποίο δύναται να επηρεάσει αρνητικά την πορεία ανάκαμψης.

Στο πλαίσιο αυτό, η απόδοση του 10ετούς ελληνικού ομολόγου υποχώρησε σήμερα κατά σχεδόν 2 μονάδες βάσης και έκλεισε στο 0,905%, παρότι στα τέλη Φεβρουαρίου είχε εκτιναχθεί σε άνω του 1,1%.

Την ίδια ώρα, η απόδοση του 5ετούς ομολόγου κατέγραψε μείωση κατά 6,5 μονάδες βάσης και τερμάτισε σε μηδενικά επίπεδα (0,003%), σε μια περαιτέρω ένδειξη εμπιστοσύνης των ελληνικών προοπτικών.