Το 20% με 30% των περιπτέρων που δραστηριοποιούνται στις τουριστικές περιοχές της Αθήνας και του κέντρου είτε έχουν κλείσει είτε υπολειτουργούν εξαιτίας των επιπτώσεων της πανδημίας στην τουριστική και την εμπορική κίνηση.
Αυτό δήλωσε στην ηλεκτρονική σελίδα του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών ο Χρήστος Κοντούρης, αντιπρόεδρος του Σωματείου Περιπτέρων Αθήνας και μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών.
Σε δήλωσή του στο eea.gr o κ. Κοντούρης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το περίπτερο είναι ένας από τους κλάδους που έχουν υποστεί μεγάλο πλήγμα από την πανδημία, με τους πληγέντες να φτάνουν το 20% με 30% των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στις τουριστικές περιοχές της Αθήνας και του κέντρου, οι οποίοι είτε έχουν κλείσει είτε υπολειτουργούν».
«Το πλήγμα είναι σημαντικότερο από αυτό που φαίνεται με την πρώτη ανάγνωση, καθώς υπάρχει ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων, οι οποίες, παρότι εμφανίζουν τζίρο με μείωση μικρότερη του 20%, αυτός οφείλεται ως επί το πλείστον σε μη κερδοφόρα προϊόντα, όπως τσιγάρα και κάρτες, κάτι που σημαίνει ότι η κερδοφορία τους έχει μειωθεί σημαντικά (άνω του 20%). Παραταύτα, αυτός ο τζίρος θέτει τις προαναφερόμενες επιχειρήσεις εκτός των τελευταίων κρατικών ενισχύσεων βάζοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό στην ευημερία τους» επισημαίνει ο αντιπρόεδρος του σωματείου.
Και ο κ. Κοντούρης καταλήγει τονίζοντας ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό να ρυθμιστούν τα χρέη των περιπτέρων προς τους δήμους: «Ως επιπλέον μέτρα θα επιμείνω κυρίως στην οριζόντια αναστολή των υπαλλήλων σε όλα τα περίπτερα και στην τριετή παράταση των μισθωμάτων των περιπτέρων από τους δήμους. Ιδιαιτέρως για τα περίπτερα του κέντρου, έχει μεγάλη σημασία η νομοθετική ρύθμιση των χρεών τους προς τους δήμους. Ασφαλώς θα εξαρτηθεί σημαντικά η επόμενη μέρα από το εάν μπει από την κυβέρνηση ο όρος “κούρεμα” σε πολλούς τομείς (φορολογικά, ασφαλιστικά, κοινόχρηστος χώρος κ.λπ.). Μία επιχείρηση κλείνει εύκολα με μία διαταγή, δεν είναι όμως το ίδιο εύκολο να ανοίξει και όσοι μπορέσουν να επιβιώσουν το πέρασμα της πανδημίας θα χρειαστούν έως και τρία χρόνια για να επανέλθουν στα επίπεδα που ήταν προ αυτής».