Οι επενδύσεις παγίων, δηλαδή η δαπάνη της κυβέρνησης, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων για την απόκτηση κεφαλαιουχικών αγαθών, διαμορφώθηκαν στα €18,6 δις σε σταθερές τιμές το 2020 παρουσιάζοντας οριακή ετήσια κάμψη -0,6%.
Στις επί μέρους κατηγορίες κεφαλαιουχικών αγαθών, η μείωση των επενδύσεων μεταφορικού εξοπλισμού και άλλων προϊόντων (πνευματικής ιδιοκτησίας) αντισταθμίστηκε σχεδόν πλήρως από την άνοδο των επενδύσεων κατοικιών, άλλων κατασκευών, εξοπλισμού τεχνολογίας πληροφορικής και επικοινωνίας και αγροτικών προϊόντων (βλέπε Πίνακα 1).
Αποδεικνύεται ότι στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας η πρωτοφανής διαταραχή από την πανδημία του κορωνοϊού COVID-19 δεν συνοδεύτηκε από μεγάλη συρρίκνωση των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου οι οποίες όμως ήταν ήδη πολύ χαμηλές κατά την τελευταία 7ετία. Το τελευταίο χαρακτηριστικό ίσως να εξηγεί σε έναν βαθμό – έστω και μικρό – το γεγονός ότι δεν καταγράφηκε βαθιά κάμψη.
Στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 κρατών μελών (ΕΕ-27) η ετήσια μεταβολή του ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου το 2020 είχε ως εξής: Ιρλανδία -32,3% ΥοΥ, Ισπανία -12,4% YoY, Σλοβακία -11,9% YoY, Γαλλία -10,2% YoY, Ιταλία -9,1% YoY, Λουξεμβούργο -8,8% YoY, Πολωνία -8,4% YoY, Ευρωζώνη -8,3% YoY, Τσεχία -8,1% YoY, Βέλγιο -7,7% YoY, ΕΕ-27 -7,5% YoY, Ουγγαρία -7,3% YoY, Βουλγαρία -5,1% YoY, Αυστρία -4,9% YoY, Μάλτα -4,5% YoY, Σλοβενία -4,1% YoY, Ολλανδία -3,6% YoY, Γερμανία -3,1% YoY, Φινλανδία -3,1% YoY, Κροατία -2,9% YoY, Κύπρος -2,1% YoY, Πορτογαλία -1,9% YoY, Ελλάδα -0,6% YoY, Λιθουανία -0,2% YoY, Λετονία +0,2% YoY, Σουηδία +0,6% YoY, Δανία +2,1% YoY, Ρουμανία +5,6% YoY και Εσθονία +18,4% YoY.
Τα τελευταία 13 χρόνια οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα αποτελούν τον μεγάλο ασθενή της οικονομίας.
Τα στοιχεία είναι αποκαλυπτικά:
• Πρώτον την 5ετία 2007-2012 οι δαπάνες για συσσώρευση πάγιου κεφαλαίου μειώθηκαν σε πραγματικούς όρους κατά -62,3% ή -€34,7 δις (-52,0% ή -€16,6 δις χωρίς τις κατοικίες) με αποτέλεσμα την πτώση της συμμετοχής τους στο ΑΕΠ κατά -11,6 ποσοστιαίες μονάδες (11,6% το 2012 από 23,2% το 2007).
• Δεύτερον την 8ετία 2012-2020 οι πραγματικές επενδύσεις παγίων ως ποσοστό του ΑΕΠ παρέμειναν στάσιμες καταγράφοντας μικρές διακυμάνσεις γύρω από έναν μέσο όρο της τάξης του 11,0% (το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη ήταν 20,4%).
• Τρίτον από το 3ο τρίμηνο 2010 μέχρι το 3ο τρίμηνο 2020 η συνολική μείωση σε ονομαστικούς όρους του φυσικού κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας ισούται με -€95,5 δις.
Η παρατεταμένη ισχνή επίδοση της οικονομίας σε όρους επενδύσεων παγίων οδήγησε άμεσα και έμμεσα στη μείωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα εισοδήματα των νοικοκυριών (π.χ. επίπεδα μισθών), των επιχειρήσεων και την κοινωνική ευημερία.
Βάσει των στοιχείων του έτους 2020, ο πραγματικός ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στο 11,0% του ΑΕΠ.
Το αντίστοιχο μέγεθος στην Ευρωζώνη ήταν 21,3%.
Για να προσεγγίσει η ελληνική οικονομία το μερίδιο επενδύσεων παγίων της Ευρωζώνης θα πρέπει οι επενδύσεις παγίων στην Ελλάδα να ενισχύονται με υψηλούς ρυθμούς για πολλά χρόνια.
Επί παραδείγματι, για να επιτευχθεί η προαναφερθείσα σύγκλιση σε 10 χρόνια (2030), ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ακαθάριστου σχηματισμού πάγιου κεφαλαίου στην Ελλάδα θα πρέπει να υπερβαίνει κατά μέσο όρο για τα επόμενα 10 χρόνια τον αντίστοιχο του πραγματικού ΑΕΠ κατά 7,0 ποσοστιαίες μονάδες (προσεγγιστικά).
Δηλαδή, αν ο μέσος ετήσιος ρυθμός μεταβολής του πραγματικού ΑΕΠ είναι ίσος με 2,0%, 2,5% ή 3,0% (υποθετικό παράδειγμα) τότε ο αντίστοιχος των πραγματικών επενδύσεων παγίων θα πρέπει να είναι ίσος με 9,0%, 9,5% ή 10,0% αντίστοιχα.
Η αξιοπιστία, η αποφυγή εκπλήξεων και η ενίσχυση της ποιότητας των θεσμών αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για την ανάκαμψη των επενδύσεων παγίων και τη διεύρυνση των παραγωγικών δυνατοτήτων της Ελλάδας τα επόμενα χρόνια.
O ρόλος του Ταμείου Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης μέσω της χρηματοδότησης κεφαλαιουχικών δαπανών και προώθησης μεταρρυθμίσεων αναμένεται να είναι καθοριστικός για την ενίσχυση των επενδύσεων παγίων.
Εξίσου σημαντική είναι η αύξηση της αποταμίευσης έτσι ώστε να αποτραπεί μια μεγάλη διεύρυνση του ελλείμματος του εξωτερικού ισοζυγίου όπως συνέβη τη δεκαετία του 2000.
Κλειδί για αυτό είναι να πραγματοποιηθούν επενδύσεις σε κλάδους της ελληνικής οικονομίας με διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά (π.χ. προ κρίσης χρέους το 41,6% των επενδύσεων παγίων ήταν κατοικίες, βλέπε Σχήμα 2Α).