Του Δημήτρη Νατσιού
Μπαλαούρας: τι ενδιαφέρον όνομα!! Και επειδή είμαστε λαός που μας αρέσει να παίζουμε -«αεί παίδες εισί οι Έλληνες»- ενίοτε με τα ονόματά μας και τα ετυμολογικά τους… γενέθλια, θα αναζητήσουμε τα λεκτικά…»γενοτόπια» του «μπαλαούρα». Εκ πρώτης όψεως συνίσταται, εκ των κάτωθι δύο συνθετικών: μπάλα + ούρα, γενική μπαλαούρας. Η μπάλα, ίσως παράγεται από το ρήμα πάλλω, που σημαίνει σείομαι, αναπηδώ, σκιρτώ – αλλά μάλλον είναι παρετυμολογία – ή από το ρήμα άλλομαι που σημαίνει πηδώ, εξού και άλμα. Τέλος πάντων το πρώτο συνθετικό δεν μας ενδιαφέρει και τόσο. Το δεύτερο επιφυλάσσει εκπλήξεις, απρόσμενες…
Το δεύτερο, λοιπόν, συνθετικό «-ούρας» επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Να είναι από την ουρά, το οπίσθιον άκρον του κορμού των ζώων, όπως γράφουν τα παλιά, καλά λεξικά;
Τότε ο τόνος θα ήταν στη λήγουσα οπότε θα λεγόταν ο… λεγάμενος «μπαλαουράς». Το κρατάμε…
Μήπως είναι λεκτικό λείψανο από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μας παραπέμπει στα «ουρί», τις ογδόντα και τόσες ωραίες παρθένες που αναμένουν τους καλούς μωαμεθανούς στον παράδεισο; Να ήταν, λοιπόν, «μπαλαουρίς» ή «μπαλαούρις», δηλαδή ο σκιρτών από χαρά, αναλογιζόμενος το τι τον περιμένει μετά τον θάνατον; Πολύ πιθανόν!!
Προχωρούμε στις ετυμολογικές περιηγήσεις. Είπαμε, το όνομα προσφέρεται…
Υπάρχει ένα επιφώνημα το οποίο κυριαρχούσε τις παλαιότερες εποχές. Το «ούρρα», που ταυτίζεται με το τωρινό «ζήτω».
Μάλιστα, αν θυμάμαι καλά, οι ενθουσιώδεις όχλοι, οι ζητωκραυγαστές το επαναλάμβαναν εν χορώ, τρεις φορές: ούρρα, ούρρα, ούρρα!! Βεβαίως με την πάροδο του χρόνου λησμονήθηκε, διότι, προφανώς, πολλάκις οι λόγοι των αγορητών-πολιτκών παρέπεμπαν στο εκκρινόμενον εκ των νεφρών και συναθροιζόμενον εις την γνωστήν κύστιν, υγρόν. Μας προβληματίζουν και τα δύο «ρο» στην λέξη, αλλά αυτό δεν μας ενοχλεί. Η τάση απλοποιήσεως της ζωής μας, δεν άφησε στο απυρόβλητο και την ταλαίπωρη γλώσσα μας. Θυμάμαι, κάποιος ευφυής μαθητής μου, που με αφόπλισε, όταν εγώ επέμενα ότι η λέξη «Αττική» γράφεται με δύο «ταυ», λέγοντας μου ότι και με ένα «ταυ» πάλι Αττική είναι. Αν δεχτούμε την προαναφερόμενη ετυμολογική εξήγηση, τότε η λέξη σημαίνει κυριολεκτικώς «ζήτω ο αναπηδών, ο ασπαίρων, ο φρικιών». ( Ο λεξικογράφος, Δημητράκος μας δίδει και αυτές τις ερμηνείες για το ρήμα πάλλω). Επιλέγω, εκ των τριών, το σπάνιο ρήμα ασπαίρω, που σημαίνει σπαρταρώ, τινάσσομαι σπασμωδικώς επειδή ταιριάζει με την αντίδραση του κ. Μπαλαούρα. Ασπαίρει, ενώπιον του Εσπερινού Φωτός του Κυρίου, φρίττει.
Συνεχίζουμε…
Έχουμε την αρχαία λέξη «ούρος», αρσενικού γένους, με τρεις σημασίες:
Πρώτη: ούρος, που επέζησε στην φράση «ούριος άνεμος», δηλαδή ο ευνοϊκός, ο επιτυχής.
Δεύτερη: ούρος, που σημαίνει φύλακας, φρουρός, επόπτης. Αυτή παράγεται από την λέξη ώρα, με «ψιλή» που σημαίνει φροντίδα, πρόνοια, εξού και θυρωρός. Από αυτό το «-ουρός» έχουμε λέξεις όπως ο κηπουρός, οικουρός (= o φυλάττων τον οίκο).
Τρίτη: ούρος, που σημαίνει άγριος βους, άγριο βόδι.
Προσωπικά θα επέλεγα την τρίτη σημασία για το όνομα «μπαλαούρας». Οπότε μας βγαίνει μια πολύ παραστατική φράση. «Ο αναπηδών σαν άγριο βόδι». Πολύ καλό!!
Μας έμειναν και άλλα δυο συνθετικά, ουδετέρου γένους αυτή την φορά, τα οποία εντόπισα στα λεξικά μας.
Το ούρον.
Το βρίσκουμε, εν πρώτοις, με την σημασία του ορίου, του συνόρου, του τέρματος.
Και η συχνόχρηστη δεύτερη, η οποία απαντάται συνήθως στον πληθυντικό αριθμό: τα ούρα, το χύδην λεγόμενο κάτουρο.
(Θυμήθηκα κάτι. Η λέξη «κάτουρο» είναι κακόηχη. Όταν όμως την διαβάζεις σε κείμενα ανθρώπων που το σώμα τους ήταν γεμάτο πληγές για την ελευθερία της πατρίδας, που έγραφαν με το γιαταγάνι τους και όχι με την πένα, δακρύζεις. «Σταυρούς έχω κολλημένους εις το σώμα μου, όπου μου τους έδωσαν τα ντουφέκια των Τούρκων», έλεγε για τα τραύματά του. Είναι του «τοκογλύφου» Μακρυγιάννη, όπως τον χαρακτήρισε κάποιος Αθανασιάδης, σύμβουλος του υπουργείου… απαιδείας. Τι να πει κανείς; «O καθείς την μύξα του για βούτυρο την έχει»). Κάποτε η Διοίκηση διορίζει τον Μακρυγιάννη «αρχηγό των Αθηναίων». Τον πλησιάζει ο Γρόπιος (Gropius), πρόξενος της Αούστριας, και του λέει να δεχτεί τον «Γκόρδον», τον Άγγλο, ως αρχηγό, διότι θα βάλει τα χρήματα. Απαντά ο πατριδοφύλακας στρατηγός: «Σύρε πες του, όποιος είναι αυτός οπού θα βαλει τα χρήματα, όχι αρχηγόν τον κάνω καμπούλι (= δέχομαι να γίνει), διά την αγάπη της πατρίδος μου, αλλά όπου κατουράγει να μου δίνει να πίνω εγώ το κάτουρο. Το κάνω αυτό και του το δίνω εγγράφως». (Απομνημονεύματα, εκδ. Ζαχαρόπουλος, σελ. 483). Αυτά τω καιρώ εκείνω. Τω καιρώ ετούτω «οπού έγιναν καμπόσοι κόντηδες (και βουλευτές) οπού ήταν καντιποτένιοι», πίνουν το αίμα της πατρίδας μας και λοιδορούν τα ιερά και τα όσιά της. Ο κάθε κρανιοκενής ιστοριογράφος του εθνομηδενισμού, ο κάθε μπαλαούρας αμολάει τις τιποτολογίες, τις…ουρολογίες του, γιατί ζει στην χώρα της ατιμωρησίας.
Ερώτηση: Γιατί δεν λένε τις παλαβομάρες τους και για το Ισλάμ; Όταν οι μωαμεθανοί αυτομαστιγώνονται και ρέει το αίμα στους δρόμους, δυστυχώς και της πατρίδας μας, γιατί δεν βγαίνουν οι όρνιθες της προόδου να καταδικάσουν το βάρβαρο έθιμο;
Τις ψευτοπαλληκαριές τους, οι σαπιοκοιλιές, που θα έλεγε και ο Καραισκάκης, τις περιορίζουν στα δικαιώματα των κίναιδων, στην προσβολή της Ορθοδοξίας, στο μάθημα των θρησκευτικών, στις παρελάσεις των εθνικών εορτών, στους ήρωες, στο Κρυφό Σχολειό, στο Άγιο Φως.
Ο κ. Μπαλαούρας και όλοι αυτοί που επιδίδονται σε γελοίους λεονταρισμούς ας βγάλει το σκασμό και ας πάει να ψηφίσει, με χέρια και ποδάρια, τα μνημόνια της ντροπής και της υποταγής, που κόβουν «σύρριζα» τις συντάξεις των γερόντων γονιών μας που έχυσαν ιδρώτα και αίμα για να στήσουν τούτη την πατρίδα.
Όταν προσβάλλουν την πίστη μας, την αγία Ορθοδοξία, προσβάλλονται «άπαντες σχεδόν οι Έλληνες, οι πραγματικοί αγωνισταί, οι κτίσαντες το ελληνικόν αυτό έθνος με λάσπη ζυμωμένην από τα αίματα των και με λίθους κτιρίου από τα κόκκαλά των, οι στρώσαντες το αιμοσταγές αυτό τραπέζι διά να το τρώγουν οι κηφήνες». (Από σημείωση στα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, η οποία προέρχεται από το «φυλλάδιο της ιστορίας Ν. Κριεζώτου»).
Να κλείσω με κάτι όμορφο που διάβασα στα «Άπαντα» του Δ. Σολωμού. (εκδ. «Μέρμηγκας» σελ.131)
«Ως γνωστόν ο Σολωμός εθέλγετο από τα αυτοσχέδια ποιήματα του τυφλού Ζακύνθιου επαίτου Νικ. Κοκονδρή. Μίαν εσπέραν, ενώ ο ποιητής διήρχετο από ένα οινοπωλείον, βλέπει εκεί άπειρον κόσμον προσεκτικόν. Σταματά. Ήτο μέσα ο επαίτης ραψωδός και διηγείτο την πυρκαϊάν που είχε συμβεί εις τα Ιεροσόλυμα. Ήτο η πρώτη φορά που ο Σολωμός την ήκουε. Μένει σιωπηλός και προσεκτικός. Αφού ο επαίτης ετελείωσεν, ο Σολωμός προχωρεί σοβαρός και παρακαλεί τον αυτοσχέδιον ποιητήν να επαναλάβη το ωραίον ποίημα, του οποίου εσώθη μόνο το ωραίο δίστιχο:
Ο άγιος τάφος του Χριστού, εκείνος δεν εκάει.
Εκεί που βγαίνει τ΄ Άγιο Φως, άλλη φωτιά δεν πάει.
Μόλις ετελείωσεν, ο Σολωμός συγκινημένος και με σοβαρότητα είπεν εις τον οινοπώλην: Κέρασε όλους, όσο κρασί πιούνε απόψε, είναι όλο δικό μου, έλα αύριο σπίτι να σε πληρώσω. Και έφυγε ενθουσιασμένος».
Εκείνοι ήταν «αληθείς Ορθόδοξοι Έλληνες» όπως έλεγε ο Παπαδιαμάντης στην «Εξοχική Λαμπρή» του…
Καλή Ανάσταση, αδελφοί!!
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος-Κιλκίς