Στην αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας κατά μια κλίμακα σε ΒΒ από ΒΒ- προχώρησε ο αμερικανικός οίκος αξιολόγησης Standard and Poor’s. Παράλληλα αναβάθμισε και τις προοπτικές (outlook) της οικονομίας από σταθερές σε θετικές.

Σύμφωνα με την Standard and Poor’s η αναβάθμιση αντικατοπτρίζει την προσδοκία του οίκου αξιολόγησης για ταχεία βελτίωση της οικονομικής και δημοσιονομικής απόδοσης της Ελλάδας, καθώς οι αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 υποχωρούν.

Οι κυβερνητικές πολιτικές επιτρέπουν την πρόοδο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Αυτές οι εξελίξεις, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη εισροή των κονδυλίων από το πρόγραμμα της ΕΕ Next Generation EU (NGEU), θα οδηγήσουν σε βελτιωμένη οικονομική απόδοση.

Η ελληνική οικονομία

Ο οίκος προβλέπει ανάκαμψη της οικονομίας φέτος κατά 4,9% μετά την περυσινή ύφεση, βλέποντας περαιτέρω επιτάχυνση από το 2022 στο 5,8%.

Όπως αναφέρει, η κυβέρνηση επωφελείται από σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια ενώ η οικονομία θα δεχτεί πρόσθετη ώθηση από τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης.

Παράλληλα, ο οίκος αναμένει ότι η κυβέρνηση θα επιταχύνει τις δομικές μεταρρυθμίσεις και τη βελτίωση του προϋπολογισμού, οδηγώντας σε πτωτική τροχιά το χρέος έναντι του ΑΕΠ.

Τα χαρακτηριστικά της αναβάθμισης

H αναβάθμιση αντανακλά της προσδοκία της για ταχεία βελτίωση των επιδόσεων της οικονομίας και του προϋπολογισμού, καθώς θα υποχωρούν οι αρνητικές συνέπειες της πανδημίας.

Η ελληνική οικονομία αναμένεται να δεχτεί ώθηση από τα σημαντικά κονδύλια που θα εισρεύσουν στη χώρα από το Ταμείο Ανάκαμψης. Εάν αξιοποιηθούν αποδοτικά, τα κεφάλαια αυτά θα αντιμετωπίσουν το μεγάλο επενδυτικό κενό στη χώρα.

Την ίδια στιγμή, οι δομικές μεταρρυθμίσεις που έχουν υλοποιήσει οι ελληνικές κυβερνήσεις τα τελευταία χρόνια έχουν βελτιώσει την προβλεψιμότητα των πολιτικών.

Εξαιρετικά σημαντικό, θετικό γεγονός για την ελληνική οικονομία χαρακτήρισε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από τον οίκο αξιολόγησης «S&P»

«O οίκος αξιολόγησης “ S&P Global Ratings” προχώρησε σήμερα στην αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, βελτιώνοντας παράλληλα την προοπτική της χώρας από “ σταθερή” σε “ θετική”.

Είναι η δεύτερη φορά που διεθνής οίκος αξιολόγησης αναβαθμίζει, εν μέσω της υγειονομικής κρίσης και των συνθηκών υψηλής αβεβαιότητας που αυτή έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο, το αξιόχρεο της χώρας.

Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα εξαιρετικά σημαντικό, θετικό γεγονός για την ελληνική οικονομία, που οφείλεται στον σχεδιασμό και στην υλοποίηση ορθών πολιτικών στο πεδίο της οικονομίας και γενικότερα στην αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, καθώς και σε σειρά μεταρρυθμιστικών πρωτοβουλιών.

Όπως τονίζεται από τον οίκο αξιολόγησης, η ελληνική οικονομία παρουσιάζει πλέον ισχυρές αναπτυξιακές προοπτικές, με ρυθμούς που αναμένεται να ξεπεράσουν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο την επόμενη τριετία.

Επιπρόσθετα, γίνεται ειδική μνεία στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων καθώς και  στις – καθοριστικής σημασίας – δημοσιονομικές παρεμβάσεις στις οποίες προέβη η Κυβέρνηση, συγκρατώντας την ύφεση και προστατεύοντας με αυτό τον τρόπο την παραγωγική βάση της χώρας.

Παράλληλα, στην έκθεσή του, ο οίκος υπογραμμίζει την ευνοϊκή διάρθρωση του χαρτοφυλακίου δημοσίου χρέους, το ασφαλές ύψος των ταμειακών διαθεσίμων και την εν γένει αντιστάθμιση των διαφόρων κινδύνων η οποία έχει επιτευχθεί, περιορίζοντας έτσι ενδεχόμενες μελλοντικές δυσάρεστες εκπλήξεις για την ελληνική οικονομία.

Το οικονομικό επιτελείο συνεχίζει την προσπάθεια, με εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της πατρίδας μας, όραμα, σχέδιο, και αποφασιστικότητα και με σύμμαχο τις παραγωγικές δυνάμεις της χώρας,  για να οδηγήσει με ασφάλεια την Ελλάδα στη μετά-κορονοϊό εποχή, θέτοντας στέρεες βάσεις για μια οικονομία πιο ισχυρή, παραγωγική και ανθεκτική και μια κοινωνία δικαιότερη και πιο συνεκτική» ανέφερε ο κ Σταϊκούρας στην δήλωση του

Η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους σε όρους ωρίμανσης και μέσου επιτοκιακού κόστος. Μετά από την άνοδο του 2020, ο οίκος εκτιμά ότι το ακαθάριστο χρέος γενικής κυβέρνησης και ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα μειωθούν, με στήριξη από την ανάπτυξη της οικονομίας.

Τα δημοσιονομικά

Η πανδημία διέκοψε το σερί της χώρας σε πρωτογενή πλεονάσματα και μάλιστα πάνω από τους στόχους μετά τη μεγάλη προσαρμογή που ακολούθησε την κρίση που ξεκίνησε το 2010. Η S&P εκτιμά ότι το έλλειμμα το 2021 θα φτάσει το 6,9% του ΑΕΠ έναντι 9,7% το 2020. Δεδομένων των ιδιαίτερων συνθηκών και της αναστολής του Συμφώνου Σταθερότητας η απαίτηση να παρουσιάσει η χώρα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ αναστάλθηκε.

Ο προϋπολογισμός της φετινής χρονιάς έχει ως στόχο την ανάκαμψη και τη στήριξη ιδιαίτερα των κλάδων που επλήγησαν περισσότερο από την πανδημία. Ωστόσο εξετάζοντας την προσδοκόμενη ανάκαμψη και τη μείωση του ελλείμματος ο οίκος περιμένει το χρέος να υποχωρήσει στο 201% του ΑΕΠ το 2021 από 206% το 2020. Καθαρό από ταμειακά διαθέσιμα προβλέπει μείωση του χρέους το 2021 στο 184% του ΑΕΠ, το μεγαλύτερο απ’ όλες τις χώρες που καλύπτει, από περίπου 188% του ΑΕΠ το 2020.

Παρά τη σημαντική χειροτέρευση της ισορροπίας του προϋπολογισμού και του κυβερνητικού χρέους το 2020, η Ελλάδα μπήκε στην πανδημία με σημαντικά δημοσιονομικά μαξιλάρια. Αυτό φαίνεται από την υποκείμενη δημοσιονομική θέση (εκτιμάται πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ το 2020) καθώς και από το μεγάλο μαξιλάρι ρευστότητας (περίπου 17% του ΑΕΠ το 2020), το οποίο μειώνει τις χρηματοδοτικές ανάγκες. Επιπλέον η μεταφορά των κερδών που έχουν οι ευρωπαϊκές κεντρικές τράπεζες από τα ελληνικά ομόλογα (SMP/ANFA) θα συνεχιστούν παρά την χειροτέρευση της εικόνας του προϋπολογισμού. Επιπρόσθετα η επιλεξιμότητα των ελληνικών τίτλων στις αγορές της ΕΚΤ είναι κλειδί ώστε να έχει η χώρα πρόσβαση σε υποφερτά επιτόκια.

Η S&P υπολογίζει στο 1,3% του ΑΕΠ το μέσο κόστος εξυπηρέτησης χρέους στα τέλη του 2020. Αυτό το ποσοστό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το μέσο κόστος αναχρηματοδότησης για τις περισσότερες από τις χώρες που βαθμολογεί με ΒΒ. Η μέση ωρίμανση χρέους είναι σχεδόν 20 χρόνια και εκτιμάται ότι αυτό περιορίζει το βάρος παρά τη σημαντική αύξηση του χρέους.

Επενδύσεις – Ιδιωτικοποιήσεις

Ως αποτέλεσμα, η επενδυτική δραστηριότητα αναμένεται να βελτιωθεί το 2021, παράλληλα με την αύξηση των καθαρών άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ).

Η διαδικασία ιδιωτικοποιήσεων επιβραδύνθηκε το 2020 λόγω της πανδημίας, αλλά η κυβέρνηση την επιταχύνει φέτος, διευκολύνοντας τα προγραμματισμένα έργα του ιδιωτικού τομέα, όπως η ανακατασκευή του πρώην αεροδρόμιου του Ελληνικού.

Τα περιουσιακά στοιχεία που θα ιδιωτικοποιηθούν μέσα στο 2021 περιλαμβάνουν το 30% του Διεθνούς Αερολιμένα Αθηνών, το 65% της ΔΕΠΑ Υποδομών και της ΔΕΠΑ Εμπορικής (διάδοχοι εταιρείες της δημόσιας εταιρείας φυσικού αερίου), η καταβολή της πρώτης δόση για το έργο του Ελληνικού (300 εκατομμύρια ευρώ), παραχωρήσεις στον αυτοκινητόδρομο Εγνατία και περιφερειακά λιμάνια.

Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ένα λιγότερο ευνοϊκό επιχειρηματικό περιβάλλον από άλλες χώρες με ίδια πιστοληπτική αξιολόγηση.

Η κυβέρνηση μειώνει τη γραφειοκρατία προωθώντας τον ψηφιακό μετασχηματισμό, ιδίως στον τομέα των υπηρεσιών.

Αυτό περιλαμβάνει την ενσωμάτωση της κατάρτισης ψηφιακών δεξιοτήτων στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθώς και στην ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης.

Επιπλέον, η κυβέρνηση υιοθέτησε μεταρρυθμίσεις της επαγγελματικής κατάρτισης και της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης προκειμένου να βελτιώσει τα αποτελέσματα της αγοράς εργασίας. Πιστεύουμε ότι οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις θα οδηγήσουν πιθανώς σε αύξηση της παραγωγικότητας, θα ενισχύσουν τα μακροοικονομικά αποτελέσματα και θα βελτιώσουν την ικανότητα εξυπηρέτησης του χρέους μεσοπρόθεσμα έως μακροπρόθεσμα.

Πιστεύουμε ότι τα διαθέσιμα κεφάλαια βάσει της συμφωνίας NGEU θα μπορούσαν να λειτουργήσουν ως καταλύτης για τέτοιες μεταρρυθμίσεις.