Μια από τις επιπτώσεις της πανδημικής κρίσης, το 2020, ήταν η επιβάρυνση των καθαρών οικονομικών συναλλαγών της χώρας μας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Συγκεκριμένα, το Ισοζύγιο Τρεχουσών Συναλλαγών (ΙΤΣ) κατέγραψε έλλειμμα της τάξης του 6,7% του ΑΕΠ (ευρώ 11,1 δισ.), έναντι 1,5% του ΑΕΠ, το 2019 (ευρώ 2,7 δισ.), αναφέρουν οι αναλυτές της Alpha Bank στο Εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων της Διευθύνσεως Οικονομικών Μελετών.
Το γεγονός αυτό οφείλεται, πρωτίστως, στη συρρίκνωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών, κατά 65,5%, ως αποτέλεσμα του περιορισμού στις μετακινήσεις εξαιτίας της πανδημίας, της αναστολής της λειτουργίας του τουριστικού κλάδου, για μεγάλο χρονικό διάστημα του έτους, και της επακόλουθης πτώσης των τουριστικών εισπράξεων κατά 76,2%.
Η εν λόγω πτώση, ωστόσο, αντισταθμίστηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τη μείωση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών κατά 18,9%, η οποία προήλθε από τις μειωμένες εισαγωγές αγαθών (-14,2%) και κυρίως των καυσίμων (-34,1%).

Πιο αναλυτικά, στην παραδοσιακή περίοδο αιχμής της τουριστικής κίνησης, δηλαδή στο διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου του 2020, ο εξωτερικός τομέας της οικονομίας δεν ακολούθησε το εποχικό πρότυπο, όπως αυτό αποτυπώνεται για το έτος 2019.
Συγκεκριμένα, κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα του 2019, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πλεονάσματα, πρωτίστως, λόγω των καλών επιδόσεων του τουρισμού και του πλεονασματικού ισοζυγίου υπηρεσιών.
Τους αντίστοιχους μήνες του 2020, ωστόσο, το ισοζύγιο του εξωτερικού τομέα ήταν ελλειμματικό εξαιτίας της πανδημίας Covid-19 και των μέτρων περιορισμού στις μετακινήσεις που ήταν σε εφαρμογή και τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, τις περιορισμένες ταξιδιωτικές εισπράξεις.
Το τελευταίο αντανακλάται στον εντονότερο, ετήσιο ρυθμό πτώσης των συνολικών εξαγωγών, κατά το διάστημα Μαΐου-Σεπτεμβρίου 2020, σε σύγκριση με τον αντίστοιχο ρυθμό μείωσης των συνολικών εισαγωγών.

alpha_1_1.JPG

Δείκτες Ανταγωνιστικότητας

Παρά το γεγονός ότι η επίπτωση της πανδημικής κρίσης στη διεθνή ζήτηση αποτέλεσε τον κυρίαρχο προσδιοριστικό παράγοντα στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας, αξίζει να εξετάσουμε τυχόν απώλειες ανταγωνιστικότητας, κατά τo προηγούμενο έτος.
Η πραγματική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία (Real effective exchange rate-REER) αποτελεί έναν δείκτη μέτρησης της ανταγωνιστικότητας μιας χώρας, σε σύγκριση με τους κύριους εμπορικούς εταίρους της, είτε ως προς τις τιμές (σύμφωνα με τον Εναρμονισμένο Δείκτη Τιμών Καταναλωτή), είτε ως προς το κόστος εργασίας (με βάση το Κόστος Εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ).
Οι μεταβολές του δείκτη εξαρτώνται όχι μόνο από τις μεταβολές των συναλλαγματικών ισοτιμιών αλλά και από τις τάσεις του κόστους εργασίας, ή των τιμών, ενώ η πτώση του συνεπάγεται την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της χώρας.
Κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας και πιο συγκεκριμένα μεταξύ 2012 και 2016, η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας ισχυροποιήθηκε και, μάλιστα εντονότερα, σε όρους κόστους εργασίας.
Το γεγονός αυτό αποδίδεται, κυρίως, στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που αποτέλεσε δομικό στοιχείο των πρώτων προγραμμάτων προσαρμογής.
Τη διετία 2017-2018, παράλληλα με την άνοδο της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, παρατηρήθηκε μερική απώλεια της ανταγωνιστικότητας, τόσο σε όρους τιμών, όσο και σε όρους κόστους εργασίας, η οποία ωστόσο ανακτήθηκε το 2019.
Η υποχώρηση των δύο δεικτών, το 2019, αντανακλά αφενός τη βραδύτερη, σε σύγκριση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους, άνοδο του εγχώριου κόστους εργασίας, αλλά και τον πιο υποτονικό πληθωρισμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, το 2020, ο δείκτης REER, με βάση το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, αυξήθηκε εκ νέου, κατά 3%, καθώς το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στην Ελλάδα κατέγραψε εντονότερο ρυθμό ανόδου, σε σύγκριση με τους κυριότερους εμπορικούς εταίρους.
Η εν λόγω επιδείνωση συνδέεται τεχνικά με την πτώση της εγχώριας παραγωγικότητας της εργασίας, καθώς το 2020 η διατήρηση των θέσεων απασχόλησης συνδυάστηκε με μεγάλη πτώση του παραγόμενου προϊόντος, εξαιτίας της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων που τέθηκαν σε εφαρμογή.
Αντίθετα, ο αντίστοιχος δείκτης με βάση τους σχετικούς δείκτες τιμών καταναλωτή, υποχώρησε οριακά το 2020, κατά 0,2%, σε ετήσια βάση, παρά την ανατίμηση του Ευρώ έναντι του δολαρίου ΗΠΑ, της στερλίνας και άλλων νομισμάτων, καθώς η επίδρασή της επί της ανταγωνιστικότητας υπεραντισταθμίστηκε από τον αρνητικό εγχώριο πληθωρισμό.
Συγκεκριμένα, ο ΕνΔΤΚ, το 2020, μειώθηκε κατά 1,3% στην Ελλάδα, έναντι αύξησης 0,7% στην ΕΕ-27, λόγω της μειωμένης ζήτησης εξαιτίας της πανδημίας, αλλά και των μειωμένων τιμών της ενέργειας. Παράλληλα, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε, το 2020, σε μεγάλες οικονομίες που συμπεριλαμβάνονται στο δείκτη REER, μεταξύ των 37 κυριότερων εμπορικών εταίρων της Ελλάδας, όπως οι ΗΠΑ (+1,2%), ο Καναδάς (+0,7%) και το Ηνωμένο Βασίλειο (+0,9%) (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, World Economic Outlook, Απρίλιος 2021).
alpha_2_1.JPGΤο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών το 2021: Προσδιοριστικοί Παράγοντες

Οι τάσεις που επικράτησαν το 2020 στις εξωτερικές συναλλαγές διατηρούνται και κατά το 2021.
Σωρευτικά, τους πρώτους δύο μήνες του 2021, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών κατέγραψε πτώση κατά 47,8%, σε ετήσια βάση, γεγονός που οφείλεται στην πτώση του ελλείμματος του ισοζυγίου αγαθών αλλά και στην άνοδο των πλεονασμάτων των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων.
Η πτώση του ελλείμματος του ΙΤΣ αντισταθμίστηκε,μερικώς,από τη μείωση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών κατά 35,6%, σε σύγκριση με το πρώτο δίμηνο του 2020.
Οι εξαγωγές αγαθών μειώθηκαν, με ηπιότερο ετήσιο ρυθμό, σε σύγκριση με τις εισαγωγές αγαθών (-2,4%, έναντι -11,2%), με τις εισαγωγές καυσίμων να έχουν υποχωρήσει κατά 26,8%, σε ετήσια βάση.
Επιπρόσθετα, οι εισπράξεις από υπηρεσίες σημείωσαν ετήσια πτώση της τάξης του 21,5%, ενώ,συγκεκριμένα,οι ταξιδιωτικές εισπράξεις συρρικνώθηκαν κατά 90,3% και οι εισπράξεις από μεταφορές κατά 17,1%, σε σύγκριση με την περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου 2020.
Αξίζει να σημειωθεί ότι,το πρώτο δίμηνο του 2020, πριν το ξέσπασμα της πανδημίας Covid-19 στη χώρα, οι τουριστικές εισπράξεις σημείωσαν καλές επιδόσεις,καθώς ήταν αυξημένες,σε σύγκριση με το ίδιο διάστημα του 2019, κατά 17%.
Η αναμενόμενη ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας,εκτιμάται ότι θα έχει θετικές επιδράσεις στις εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών της χώρας μας, κατά το τρέχον έτος.
Ειδικά για τις εισπράξεις από υπηρεσίες και συγκεκριμένα τις ταξιδιωτικές, σημειώνεται ότι η ανάκαμψη είναι άμεσα συνδεδεμένη με την εξέλιξη της πανδημίας αλλά και την υλοποίηση των προγραμμάτων εμβολιασμού του πληθυσμού, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στις χώρες προέλευσης του εισερχόμενου τουρισμού.
Σύμφωναμε την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας γιατο 2020 (Απρίλιος 2021), οι ταξιδιωτικές εισπράξεις εκτιμάται ότισχεδόν θα διπλασιαστούν,κατά το τρέχον έτος, σε σύγκριση με το προηγούμενο, αν και θα απέχουν σημαντικά από το επίπεδο που είχε καταγραφεί το 2019 (περί τα Ευρώ 8,5 δισ., έναντι Ευρώ 18,2 δισ. το 2019).
Η αναμενόμενη άνοδος των επενδύσεων, η οποία συνδέεται,σε μεγάλο βαθμό, με την εισροή των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, προβλέπεται να οδηγήσει σε άνοδο της ζήτησης για εισαγωγές κεφαλαιουχικών αγαθών και, επομένως,σε επιβάρυνση του εμπορικού ισοζυγίου.
Ωστόσο, η χρηματοδότηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποίαθα πραγματοποιηθεί με τη μορφή μεταβιβάσεων,θα έχει μια άμεση θετική επίδραση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, καθώς θα βελτιώσει ταυτόχρονα τα ισοζύγια πρωτογενών (εισπράξεις από εργασία, επενδύσεις κ.λπ.) και δευτερογενών εισοδημάτων (εισροέςγια τη Γενική Κυβέρνηση και τους λοιπούς τομείς)