Την αισιοδοξία του για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας γενικότερα εκφράζει σε συνέντευξη του προς “Το Βήμα της Κυριακής” και τον δημοσιογράφο Άγγελο Κωβαίο, ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του ESM. Ο κ. Ρέγκλινγκ ερωτηθείς για τις επιπτώσεις της πανδημίας στην ΕΕ και στην άνοδο του χρέους, ιδιαίτερα στην Ελλάδα, τονίζει μεταξύ άλλων ότι «υπάρχουν αδυναμίες ως αποτέλεσμα του υψηλού χρέους, όμως υπάρχουν και θετικοί παράγοντες οι οποίοι θα βοηθήσουν την Ελλάδα να ανταπεξέλθει στις προκλήσεις». Και εξηγεί: «Ο ένας είναι η διάρθρωση του ελληνικού χρέους: το 55% είναι οφειλές προς τον EFSF και τον ESM και εξ αυτού του λόγου έχει αξιολόγηση ΑΑΑ. Ένας άλλος παράγων είναι το ειδικό πακέτο ευρωπαϊκών κονδυλίων, το μεγαλύτερο που έχει συμφωνηθεί ποτέ, για τη χρηματοδότηση δημοσίων επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων την προσεχή πενταετία. Σε όρους ΑΕΠ η Ελλάδα θα λάβει το μεγαλύτερο μερίδιο, άρα θα έχει τη μεγαλύτερη στήριξη. Αυτό είναι ορθό και πολύ θετικό, καθώς ήταν ξεκάθαρη η απόφαση να βοηθηθούν οι χώρες οι οποίες δέχθηκαν τα μεγαλύτερα πλήγματα σε αυτή την κρίση. Είναι ένα σαφές δείγμα αλληλεγγύης». Προσέθεσε ότι «συνεπώς, αυτό το πακέτο είναι σημαντικό, όμως την ίδια στιγμή είναι μία πρόκληση, επειδή πρέπει να αξιοποιηθεί αποτελεσματικά και να υλοποιηθεί σωστά».

Συνεχίζοντας, ο Κλ. Ρέγκλινγκ διευκρίνισε ότι «δεν υπάρχει σύγκριση με την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας όπου έπρεπε να διορθωθούν πολύ σοβαρές μακροοικονομικές ανισορροπίες». «Σήμερα δεν έχουμε σε καμία περίπτωση αυτό το πρόβλημα. Δεν υπήρχαν μακροιοκονομικές ανισορροπίες στην Ελλάδα το 2019. Αντιθέτως, η δημοσιονομική κατάσταση ήταν πολύ ισχυρή. Ήταν η τρίτη χρονιά στη σειρά με δημοσιονομικό πλεόνασμα, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα της χώρας το 2019 ήταν πάνω από τους στόχους» σημείωσε και προσέθεσε:

«Επιπλέον πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι δύο στοιχεία θα καθορίσουν την βιωσιμότητα του χρέους τις επόμενες δεκαετίες: οι ρυθμοί ανάπτυξης και το ύψος των επιτοκίων. Οι ρυθμοί ανάπτυξης θα επηρεαστούν θετικά από το NextGenerationEU και θα ενισχυθούν περαιτέρω, αν επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις και αυξηθούν οι δημόσιες επενδύσεις. Η κυβέρνηση και η Επιτροπή εκτιμούν ότι έτσι θα προστεθούν επτά ποσοστιαίες μονάδες στην ανάπτυξη τα επόμενα 5 – 6 χρόνια. Κάποιοι αναλυτές εκτιμούν μάλιστα ότι η θετική επίδραση μπορεί να είναι ακόμη μεγαλύτερη, άρα μπορεί να έχουμε ευχάριστες εκπλήξεις. Πέρα από αυτό, προτού αρχίσουν οι εισροές των ευρωπαϊκών κονδυλίων, θα υπάρχει μία εκτίναξη της οικονομικής δραστηριότητας. Η τελευταία πρόβλεψη της επιτροπής είναι για ρυθμούς 4,1% εφέτος και 6,1% το 2022, ενώ η ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια θα είναι άνω του μέσου όρου. Σε ό,τι αφορά τα επιτόκια, οι ορθές πολιτικές εξασφαλίζουν την εμπιστοσύνη των αγορών και αυτή με τη σειρά της θα οδηγήσει σε μείωση των ελληνικών spreads, τα οποία έχουν ούτως ή άλλως υποχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια. Με τις σωστές μεταρρυθμίσεις θα παραμείνουν χαμηλά ή και θα μειωθούν ακόμη περισσότερο».

Σε ερώτηση αν τα επιτόκια θα παραμείνουν χαμηλά και μετά από το τέλος των προγραμμάτων της ΕΚΤ, ο επικεφαλής του ESM είπε πως «θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης. Όταν συζητώ με μεγάλους διεθνείς επενδυτές, (λένε ότι) γνωρίζουν ότι τα προγράμματα αυτά θα τελειώσουν. Δεν γνωρίζουν πότε και εγώ δεν γνωρίζω κάτι διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουν οι αγορές, όμως ακούω από πολλούς ότι είναι έτοιμοι να το παρακολουθήσουν και να το μελετήσουν. Πρώτον, επειδή θα αρχίσουν να εισρέουν τα χρήματα του NextGenerationEU και δεύτερον, επειδή αναμένουν ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει την προσπάθεια της να ανακτήσει την επενδυτική βαθμίδα. Είδαμε την αναβάθμιση από την S&P πριν από μερικές εβδομάδες και μάλιστα με θετική προοπτική. Οι οίκοι αξιολόγησης θα παρακολουθήσουν τη μεταρρυθμιστική προσπάθεια, ώστε να αποφασίσουν τα επόμενα βήματα τους. Η Ελλάδα θα επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα, όχι εφέτος, αλλά συν τω χρόνω. Παρόμοια άποψη έχουν και οι μεγάλοι επενδυτές παγκοσμίως και νομίζω ότι θα πιστέψουν στη χώρα, αν δουν ότι πρόκειται για μία ρεαλιστική πιθανότητα».

Επίσης ο κ. Ρέγκλινγκ, σχετικά με την κατάσταση που επικρατεί στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα, ανέφερε ότι «οι τράπεζες βρίσκονται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση σε σχέση με τα προηγούμενα πέντε ή δέκα χρόνια και αυτό είναι θετικό» αλλά «δεν έχουμε φτάσει στο τέλος του δρόμου, κάθε άλλο! Μέχρι στιγμής, τα ΜΕΔ έχουν μειωθεί όπως έχει συμφωνηθεί με την ΕΚΤ. Η πρόοδος είναι σημαντική και πρέπει να συνεχιστεί. Οι μηχανισμοί υπάρχουν, ο “Ηρακλής” είναι διαθέσιμος και θα επεκταθεί. Με αυτά υπόψη, πράγματι μας ανησυχεί κάπως ότι οι χορηγήσεις δανείων είναι περιορισμένες και η ανάπτυξη πιθανώς θα απαιτήσει περισσότερη τραπεζική χρηματοδότηση, κυρίως για τις μικρότερες επιχειρήσεις».

Ακόμη ο επικεφαλής του ESM σημείωσε πως «το υπάρχον Σύμφωνο Σταθερότητας χρειάζεται μεταρρύθμιση και εντός του έτους θα αρχίσουμε να εργαζόμαστε πάνω σε αυτό».