Την αξιολόγηση ΒΒ επιβεβαίωσε ο οίκος Fitch για την Ελλάδα, διατηρώντας σταθερές τις προοπτικές του, όπως άλλωστε αναμενόταν.

Σύμφωνα με τον οίκο, η αξιολόγηση ΒΒ της Ελλάδας αντανακλά την εξασθενημένη μεσοπρόθεσμη προοπτική ανάπτυξης, τα άκρως υψηλά επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων δανείων στον τραπεζικό τομέα και τα πολύ μεγάλα επίπεδα του χρέους της γενικής κυβέρνησης καθώς και του εξωτερικού χρέους. Τα αδύναμα αυτά στοιχεία αντισταθμίζονται ωστόσο από το υψηλό κατά κεφαλήν εισόδημα, που ξεπερνά το πλαίσιο της αξιολόγησης ΒΒ του οίκου και τις υψηλές κυβερνητικές επιδόσεις, σύμφωνα με τη Fitch.

Oσο για τη σταθερή προοπτική, αυτή αντανακλά την άποψη του οίκου, όπως επισημαίνεται στην ανακοίνωσή του, για τη σταθερότητα των δημοσιονομικών, παρά τη σοβαρή κρίση που διέρχεται η οικονομία και τα δημοσιονομικά της χώρας από την πανδημία και παρά τους κινδύνους ως προς τις οικονομικές προοπτικές.

Για εφέτος, η Fitch προβλέπει έλλειμμα 9,5%, λαμβάνοντας υπόψιν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας από την πανδημία, τα οποία, όπως σημειώνει, θα επιδεινώσουν το έλλειμμα κατά 14,3 δισ.ευρώ στη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Για το 2022, ωστόσο, αναμένει συρρίκνωση στο 4,8%, ενώ για το 2023 το βλέπει στο 2,8%. Οσο για το χρέος, η Fitch βλέπει την αναλογία του χρέους να κορυφώνεται στο 207% του ΑΕΠ φέτος – από τα υψηλότερα των χωρών που αξιολογεί ο οίκος – για να μειωθεί ωστόσο τα επόμενα δύο έτη, υποχωρώντας στο 192,6% έως το 2023.

Το δημόσιο χρέος έχει αυξηθεί σημαντικά λόγω της πανδημίας και θα παραμείνει σε υψηλά επίπεδα για παρατεταμένη περίοδο, εκτιμά ο οίκος.

Ταυτόχρονα όμως, ο οίκος βλέπει και κάποιους παράγοντες που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους: το «μαξιλάρι» ρευστότητας που διατηθεί η χώρα είναι σημαντικό, κοντά στο 19% του ΑΕΠ, η ευνοϊκή φύση της μεγάλης πλειοψηφίας του χρέους σημαίνει ότι το κόστος εξυπηρέτησής του είναι χαμηλό και η μέση ωρίμανση του ελληνικού χρέους είναι μακρά, κοντά στα 19 έτη τη στιγμή που ο μέσος όρος για την αξιολόγηση ΒΒ είναι τα 6,7 χρόνια. Επιλέον, είναι σταθερού επιτοκίου κατά το πλείστον, που σημαίνει ότι μειώνεται ο κίνδυνος από τις επιτοκιακές αυξήσεις.

Ακόμη ένας παράγοντας και δη ο πιο σημαντικός, η ΕΚΤ έχει συμπεριλάβει τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων (ΡΕΡΡ). Με βάση το μερίδιο του ελληνικού κεφαλαίου στην ΕΚΤ, επιτρέπεται να αγοραστούν ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας έως και 37 δισ.ευρώ (περίπου στο 22% του ΑΕΠ) στη δευτερογενή αγορά από το Ευρωσύστημα. Στα τέλη Μαίου, το Ευρωσύστημα είχε αγοράσει ελληνικά κρατικά ομόλογα αξίας 25,7 δισ.ευρώ, παρέχοντας μία σημαντική επιπλέον πηγή ευελιξίας σε επίπεδο χρηματοδότησης και βοηθά στο να είναι διαχειρίσιμη η εξυπηρέτηση του χρέους.

Επίσης, η ελληνική οικονομία παρουσίασε καλύτερες επιδόσεις από αυτές που περίμενε η Fitch τους τελευταίους έξι μήνες, παρά την επιβολή περιοριστικών μέτρων το φθινόπωρο του 2020 και το φετινό Μάρτιο για να αντιμετωπιστούν τα «κύματα» της πανδημίας. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε 8,2% το 2020 έναντι πρόβλεψης το οίκου για συρρίκνωση 10,2%, προτού αναπτυχθεί 2,5% στο πρώτο φετινό τρίμηνο. Βραχυπροθεσμοι δείκτες παραπέμπουν σε δυναμική οικονομική δραστηριότητα στο δεύτερο τρίμηνο του 2021, σύμφωνα με τον οίκο, ο οποίος εκτιμά ότι οι επιχορηγήσεις που θα δοθουν στην Ελλάδα από το Ταμείο Ανάκαμψης εφέτος θα ενισχύσουν ακόμη περισσότερο τις οικονομικές προοπτικές.

Ο οίκος έχει αναθεωρήσει τις προβλέψεις του για το πραγματικό ΑΕΠ φέτος στο 4,3% απο 3%, ενώ προβλέπει περαιτέρω βελτίωση στο 5,3% το 2022, με τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης. Για το 2023 αναμένεται ρυθμός ανάπτυξης άνω του μέσου όρου στο 3,5%.

Ο βασικός βραχυπρόθεσμος κίνδυνος στις προβλέψεις του οίκου είναι μία εκ νέου αναζωπύρωση της πανδημίας του κορωνοϊού στην Ελλάδα που θα αποθάρρυνε την άφιξη τουριστών τους καλοκαιρινούς μήνες. Ακόμη ένας κίνδυνος για τις προβλέψεις του οίκου είναι ο αντίκτυπος της πανδημίας στην αγορά εργασίας, καθώς ένα διαρθρωτικά υψηλότερο ποσοστό ανεργίας θα έπλητε τη δυναμική ανάπτυξης.

Σύμφωνα με τον οίκο, ακόμη ένα αδύναμο σημείο για το πιστωτικό προφίλ της χώρας είναι ο τραπεζικός τομέας, όμως διαπιστώνει και εδώ και βελτίωση στην ποιότητα του ενεργητικού. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν στο 30,1% από 40,6% του 2020.

Υπενθυμίζεται ότι η S&P είχε αναβαθμίσει την ελληνική αξιολόγηση τον Απρίλιο, από το BB-/Stable στο BB/Positive, σε μία κίνηση που αντανακλούσε τη βελτίωση «στις οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις, καθώς οι δυσμενείς επιπτώσεις από την πανδημία του κορωνοϊού υποχωρούν» αλλά και την αναμενόμενη περαιτέρω πρόοδο στις πολιτικές της κυβέρνησης και στην αξιοποίηση των κοινοτικών κονδυλίων.

Η Moody’s αξιολογεί την χώρα μας με Baa3 και σταθερές προοπτικές, ενώ η S&P με BB και θετικές προοπτικές.