Θετικές είναι οι προοπτικές που διατυπώνονται για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και τους επιμέρους κλάδους της, σύμφωνα με συγκλίνουσες εκτιμήσεις και μελέτες που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (Economic Sentiment Indicator, ESI) στην Ελλάδα έχει σχεδόν πλήρως ανακτήσει τις απώλειες που κατέγραψε, κατά τη διάρκεια του προηγούμενου έτους, καθώς διαμορφώθηκε στις 111,2 μονάδες έναντι 91,1 μονάδων, τον Ιούλιο του 2020 και 108,7 μονάδων, τον προηγούμενο μήνα.
Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση του δείκτη από τον Φεβρουάριο του 2020 (113,4 μονάδες), πριν την έναρξη πανδημικής κρίσης στη χώρα μας, που με τη σειρά της ήταν η υψηλότερη τιμή που είχε καταγραφεί την τελευταία εικοσαετία (Δεκέμβριος του 2000: 116,2 μονάδες).
Από τους επιμέρους δείκτες επιχειρηματικών προσδοκιών που συνθέτουν το δείκτη ESI, τη μεγαλύτερη βελτίωση σε σύγκριση με τον περυσινό Ιούλιο έχουν σημειώσει οι κατασκευές και ακολουθούν οι υπηρεσίες, το λιανικό εμπόριο και η βιομηχανία. Αντίθετα, η καταναλωτική εμπιστοσύνη, αν και έχει ανακάμψει σε ένα βαθμό από τον Νοέμβριο του 2020 – μήνας κατά τον οποίο σημειώθηκε η χαμηλότερη τιμή από το ξέσπασμα της πανδημικής κρίσης και μετά (-48,3 μονάδες) – παραμένει σε αρκετά χαμηλότερο επίπεδο (-32,9 μονάδες, τον Ιούλιο του 2021), από το αντίστοιχο του Φεβρουαρίου του 2020 (-4,8 μονάδες).
Όπως αναφέρουν οι οικονομικοί αναλυτές της Alpha Bank, στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας, η εξέταση της διαχρονικής εξέλιξης του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος καταδεικνύει πως ο δείκτης αυτός έχει επανέλθει σε φάση επέκτασης κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους και παραμένει σε αυτά τα επίπεδα και τον Ιούλιο, γεγονός που σηματοδοτεί μία σημαντική βελτίωση των προσδοκιών για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και την ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας, ήδη από το δεύτερο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην ανάλυση, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος φαίνεται να κινείται σε επίπεδα άνω του μακροχρόνιου μέσου της τάσης, καθώς επίσης και να βρίσκεται σε ανοδική πορεία τον Ιούλιο του 2021, παραμένοντας σε φάση επέκτασης, για τέταρτο συνεχόμενο μήνα, προεξοφλώντας τη σταδιακή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας και την ανάκτηση της εμπιστοσύνης.
Στην έναρξη της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού τον Μάρτιο του 2020, ο δείκτης ESI βρισκόταν άνω του μέσου και σε φθίνουσα πορεία, ενώ, μέχρι και τον Οκτώβριο του 2020, παρέμεινε σε φάση συρρίκνωσης (κάτω του μέσου και σε καθοδική πορεία), συμβαδίζοντας σε μεγάλο βαθμό με τη μεγάλη πτώση του ΑΕΠ την περίοδο αυτή. Κατά την περίοδο του δεύτερου κύματος της πανδημίας και του δεύτερου lockdown (Νοέμβριος 2020 – Μάρτιος 2021), ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος παρέμεινε κάτω του μέσου αλλά σε ανοδική πορεία, συμβαδίζοντας με αρνητικούς, αλλά ηπιότερους του αναμενομένου, ετήσιους ρυθμούς μεγέθυνσης.
Συνοψίζοντας, η πορεία του Δείκτη Οικονομικού Κλίματος κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η οποία συνεχίζεται και τον μήνα Ιούλιο, αντανακλά τις βελτιωμένες προσδοκίες για την πορεία της οικονομίας και αποτελεί πρόδρομο δείκτη της σταδιακής ανάκαμψης της οικονομικής δραστηριότητας, αντισταθμίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας και των μέτρων περιορισμού που ακολούθησαν.
Όπως αναφέρουν οι αναλυτές της τράπεζας, υπάρχει μία ξεκάθαρη θετική σχέση ανάμεσα στον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ και στο δείκτη ESI, γεγονός που συνηγορεί στην άποψη πως οι σημαντικά βελτιωμένες επιδόσεις του οικονομικού κλίματος, κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους αλλά και τον Ιούλιο, προεξοφλούν μία ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.
Σύμφωνα εξάλλου με τον ΙΟΒΕ τον Ιούλιο του 2021 οι επιχειρηματικές προσδοκίες είτε ανέκαμψαν σε σημαντικό βαθμό σε σύγκριση με την προπανδημική περίοδο, είτε επανήλθαν στο ίδιο επίπεδο, ή ακόμα και το ξεπερέρασαν σε κάποιες περιπτώσεις. Συγκεκριμένα, στη βιομηχανία ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών ανήλθε, τον Ιούλιο του 2021, σε 112,3 μονάδες, έναντι 111,3 μονάδων, τον Φεβρουάριο του 2020 και 82,3 μονάδων, τον Ιούνιο του 2020. Ο αντίστοιχος δείκτης των υπηρεσιών υπερέβη, το φετινό Ιούλιο, την τιμή του Φεβρουαρίου του 2020 κατά 8,7 μονάδες, ενώ ο δείκτης επιχειρηματικών προσδοκιών στο λιανικό εμπόριο είχε καλύψει, τον ίδιο μήνα, περίπου κατά το ήμισυ τις απώλειες που καταγράφηκαν, στο τετράμηνο Φεβρουαρίου-Ιουνίου 2020. Η άνοδος των επιχειρηματικών προσδοκιών στις κατασκευές ήταν ραγδαία με το δείκτη να έχει διαμορφωθεί, τον Ιούλιο του 2021, στις 148,6 μονάδες, την υψηλότερη επίδοση που έχει σημειωθεί από τον Απρίλιο του 2000 (154,6 μονάδες).
Επίσης σύμφωνα, με τις τελευταίες προβλέψεις της εταιρείας IHS Markit (μηνιαία έρευνα για το δείκτη PMI, Ιούλιος 2021), η βιομηχανική παραγωγή στην Ελλάδα θα συνεχίσει να ανακάμπτει, ενώ εκτιμάται ότι θα αυξηθεί συνολικά το 2021 κατά 6,2% σε ετήσια βάση.
Θετικές οι εκτιμήσεις για τον Τουρισμό
Αισιοδοξία επίσης δημιουργούν και οι προοπτικές ενός βασικού κλάδου της ελληνικής, του τουρισμού.
Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, τα πρώτα στοιχεία για την πορεία του ελληνικού τουρισμού το 2021 είναι ενθαρρυντικά καθώς οι διεθνείς αεροπορικές αφίξεις, ανέκτησαν το 1/3 του επιπέδου 2019 τον Ιούνιο του 2021 (έναντι ποσοστού ανάκτησης 3% για τον Ιούνιο 2020) και ο Ιούλιος 2021 φαίνεται να προσέγγισε τα 2/3 του επιπέδου 2019 (έναντι ποσοστού ανάκτησης 29% για τον Ιούλιο 2020).
Όπως αναφέρεται στην μελέτη, αν υποθέσουμε ότι τα υγειονομικά δεδομένα θα ακολουθήσουν μια ανάλογη με την περσινή πορεία, η ανάκτηση του 50% των τουριστικών εισπράξεων του 2019 αποτελεί έναν εφικτό στόχο για το 2021, επιστρέφοντας στην τάση της προηγούμενης επταετίας (2012-2019) κατά την οποία κατέγραψαν μεγάλη αύξηση τόσο οι αφίξεις (+101%), όσο και οι εισπράξεις (+75%), κερδίζοντας παράλληλα μερίδιο σε όλες τις βασικές αγορές.
Επιπλέον, υιοθετώντας την εκτίμηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τουρισμού για άνοδο της παγκόσμιας τουριστικής κίνησης κατά 20% το 2030 (έναντι του 2019), η σύγκλιση της Ελλάδας στο μεσογειακό μέσο όρο σε όρους εποχικότητας και ποιότητας, θα μπορούσε μέχρι το τέλος της δεκαετίας να οδηγήσει τις τουριστικές εισπράξεις στην Ελλάδα σε επίπεδο διπλάσιο έναντι του 2019 (επιπλέον 18 δισ. ευρώ ετησίως), εκτιμά η Εθνική Τράπεζα.