Θετικά στοιχεία για την ελληνική οικονομία αποτυπώνει η έκθεση του Γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής για το δεύτερο τρίμηνο του έτους, χωρίς, παράλληλα, να λείπουν οι επισημάνσεις.
Τονίζει ότι βραχυπρόθεσμα η ανάκαμψη θα συνεχιστεί δυναμικά και στο γ’ τρίμηνο, ωστόσο επισημαίνει τις αβεβαιότητες για την Ελλάδα από τη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική στην Ευρωζώνη.
Όχι στον καθησυχασμό, παρά την ισχυρή ανάκαμψη
Στο β’ τρίμηνο του 2021, το ελληνικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 16,2% σε ετήσιο επίπεδο έναντι αύξησης 14,3% στις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης. Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε χάρη κυρίως την κατανάλωση, τις επενδύσεις και τις εξαγωγές.
Όμως, η σχετικά γρήγορη επαναφορά της ελληνικής οικονομίας στα προ-πανδημίας επίπεδα δεν θα πρέπει να λειτουργήσει καθησυχαστικά, όπως προειδοποιεί το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, καθώς στηρίζεται σε έκτακτους παράγοντες που δεν είναι βέβαιο ότι θα διατηρηθούν μεσοπρόθεσμα.
Ενδεικτικά, παραπέμπει στη γενική ρήτρα διαφυγής του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης (θα διατηρηθεί και το 2022), καθώς και στο έκτακτο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων λόγω της πανδημίας (PEPP) της ΕΚΤ (θα διατηρηθεί τουλάχιστον έως τον Μάρτιο του 2022).
Πώς φθάσαμε στην ανάπτυξη 16,2%
Η επαναλειτουργία των περισσότερων οικονομικών δραστηριοτήτων, από την πλευρά της προσφοράς, σε συνδυασμό με τις συσσωρευμένες αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, από την πλευρά της ζήτησης, λειτούργησαν συμπληρωματικά προς την κατεύθυνση της επιτάχυνσης του ρυθμού μεγέθυνσης.
Ωστόσο, αφενός οι αποταμιεύσεις είναι πεπερασμένες, αφετέρου η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική θα αναστραφεί με την λήξη των έκτακτων μέτρων. Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος μιας αναζωπύρωσης της πανδημίας δεν έχει εκλείψει οριστικά. Με αυτά τα δεδομένα, υπογραμμίζει το Γραφείο, υπάρχει ανάγκη παρακολούθησης των βασικών μεγεθών πριν τη λήψη αποφάσεων συνέχισης της επεκτατικής οικονομικής πολιτικής με μέτρα μόνιμου χαρακτήρα.
Μικρή η απόκλιση στο έλλειμμα
Τα δημόσια οικονομικά δείχνουν διεύρυνση του πρωτογενούς ελλείμματος στο πρώτο 7μηνο του έτους, από τα 7,5 δισ. περίπου πέρυσι σε πάνω από 10,5 δισ. φέτος, αντανακλώντας την επιβάρυνση των έκτακτων δημοσιονομικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας.
Η εξέλιξη μέχρι το τέλος του έτους είναι αβέβαιη καθώς, από τη μια πλευρά, λήγουν σταδιακά τα έκτακτα μέτρα ενώ, από την άλλη, προστίθενται οι νέες παρεμβάσεις, ύψους περίπου 1,1 δισ. ευρώ, που δεν περιλαμβάνονταν στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα. Με τα σημερινά δεδομένα, πάντως, δεν αναμένεται σημαντική απόκλιση από τις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου (πρωτογενές έλλειμμα 12,3 δισ. ευρώ ή 7,2% του ΑΕΠ).
Σημειώνεται ακόμα ότι ενδεχόμενη απόκλιση του ελλείμματος σε ονομαστικούς όρους, πιθανότατα θα αντισταθμιστεί σαν ποσοστό του ΑΕΠ εξαιτίας της ταχύτερης του αναμενόμενου οικονομικής μεγέθυνσης.
Οι μεσοπρόθεσμες προκλήσεις
Οι σημαντικότερες αβεβαιότητες, σύμφωνα με την έκθεση, είναι μεσοπρόθεσμες και αφορούν τα έτη από το 2022 και μετά. Οι αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με το έκτακτο πρόγραμμα αγορών κρατικών ομολόγων και η αναθεώρηση των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας θα καθορίσουν το πλαίσιο εντός του οποίου θα κινηθεί η ελληνική οικονομία και ειδικότερα η δημοσιονομική πολιτική.
Η στάση της ΕΚΤ θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του πληθωρισμού. Σημειώνεται ωστόσο ότι το PEPP έχει ημερομηνία λήξης, τον Μάρτιο του 2022, και μένει να διευκρινιστούν τα επόμενα βήματα. Το Σύμφωνο Σταθερότητας –που βρίσκεται σε αναστολή μέχρι το τέλος του 2022– αποτελεί ήδη αντικείμενο συζήτησης.
Σύμφωνα με το Γραφείο Προϋπολογισμού, οι κανόνες πρέπει να κινηθούν προς την κατεύθυνση της απλούστευσης και της μεγαλύτερης ευελιξίας ώστε να λαμβάνουν υπόψη τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει κάθε κράτος-μέλος. Ωστόσο, ότι ανεξάρτητα από τις εξωτερικές συνθήκες, η Ελλάδα πρέπει να σχεδιάσει τη διαδικασία επαναφοράς στη δημοσιονομική ισορροπία προκειμένου να απορροφήσει μεσοπρόθεσμα τους κραδασμούς που προκάλεσε η πανδημία, χωρίς να επιβραδύνει την ανάκαμψη της οικονομίας.
Για τον λόγο αυτό, συνεχίζει στο ίδιο πλαίσιο, απαιτείται η γρήγορη απορρόφηση και αποδοτική αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Τομείς, όπου θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν οι ανωτέρω πόροι, περιλαμβάνουν τις επενδύσεις στη μακροπρόθεσμη ενίσχυση της δημόσιας υγείας (πρωτοβάθμιας, δευτεροβάθμιας), τις επενδύσεις βελτίωσης του περιβάλλοντος και καταπολέμησης των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής (πράσινες επενδύσεις), τις επενδύσεις σε εφαρμογές ψηφιακού μετασχηματισμού, τις επενδύσεις στην ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης, και σε επενδύσεις ενίσχυσης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας.
Θετική εξέλιξη για την ανεργία
Η ανεργία τον Ιούλιο, σε εποχικά διορθωμένους όρους, ήταν στο 14,2%, δηλαδή τρεις μονάδες κάτω από τον Ιούλιο του 2019. Αυτό αποτελεί μια ιδιαίτερα θετική εξέλιξη, κυρίως αν ληφθεί υπόψη ότι οι περισσότερες αναστολές εργασίας είχαν ήδη αποσυρθεί στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.
Τέλος, ο πληθωρισμός έχει περάσει σε θετικό έδαφος από τον Ιούνιο, φτάνοντας το 1,2% τον Αύγουστο. Η αυξητική τάση που παρουσιάζει διεθνώς, δεν είναι ακόμα σαφές αν θα περιοριστεί στη βραχυχρόνια περίοδο ή θα υπάρξει διάρκεια.
Στην πρώτη περίπτωση –και εφόσον δεν αναπροσαρμοστούν ανάλογα τα εισοδήματα– θα υπάρξει μια μείωση της αγοραστικής δύναμης που θα πλήξει περισσότερο τα πιο ευάλωτα νοικοκυριά. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση της αγοραστικής δύναμης θα επιδεινωθεί και επιπρόσθετα θα αυξηθεί η πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ –χάρη στην οποία το ελληνικό δημόσιο αντιμετωπίζει ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια δανεισμού.