Η οριακή επικράτηση του «ναι» στο δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου στην Τουρκία, η μετά βίας και νοθείας, επομένως αμφισβητούμενη νίκη του προέδρου Ερντογάν καθιστούν το βήμα της Τουρκίας προς το μέλλον των πολιτειακών αλλαγών μετέωρο.
Ακόμα όμως πιο μετέωρο προς το μέλλον μένει το βήμα της ίδιας της κοινωνίας της Τουρκίας.
Το αποτέλεσμα αποτυπώνει αριθμητικά (51,4% έναντι 48,6%) και γεωγραφικά αυτό που με μεθοδικότητα και βαναυσότητα επεδίωξε ο ίδιος ο πρόεδρος το τελευταίο διάστημα: τον διχασμό!
Η αυτονόητη διαπίστωση στην οποία οδηγεί η γεωγραφική κατανομή του αποτελέσματος είναι αυτή της ύπαρξης μιας διχοτομημένης Τουρκίας: μια «ευρωπαϊκή» ή/και δημοκρατική ή/και κεμαλική Τουρκία των μεγάλων αστικών κέντρων και των δυτικών και νότιων παραλίων και μια «ανατολίτικη» ή/και αντιευρωπαϊκή ή/και «οπισθοδρομική» Τουρκία.
Ωστόσο, αυτή η διχαστική τομή -υπαρκτή λίγο ώς πολύ πάντα στην Τουρκία- βάθυνε απειλητικά με το δημοψήφισμα, ενώ εμπεριέχει πολλαπλές, νέες ρωγμές, οι οποίες ξεπερνούν τη γεωγραφία και ανοίγουν πληγές σε όλο το σώμα της κοινωνίας της Τουρκίας (για παράδειγμα, η Κωνσταντινούπολη ή η Αγκυρα είναι εσωτερικά διχασμένες, όπως είναι όλη η Τουρκία).
Ας δούμε λοιπόν κάποια στοιχεία που δείχνουν την ιστορικότητα αυτής της τομής, αλλά και το πώς αυτά επικαιροποιήθηκαν στη σημερινή πραγματικότητα της Τουρκίας.
Κατ’ αρχάς, ο γεωγραφικά αποτυπωμένος διχασμός της Τουρκίας δεν είναι ταξικός.
Δεν υπάρχει μια φτωχή, περιθωριοποιημένη και αμόρφωτη «Ανατολή» που είχε καταπιεστεί επί χρόνια από την πλούσια, ευρωπαϊκή και κυρίαρχη «Δύση» της Τουρκίας.
Ταξικά διαστρωματωμένες είναι και οι δύο «Τουρκίες», και μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει ένα πανίσχυρο «ανατολίτικο» κεφάλαιο, ενώ στα μεγάλα αστικά κέντρα οι ταξικές διακρίσεις είναι πολύ μεγαλύτερες και εντονότερες.
Ο Ερντογάν με την προεκλογική ρητορική του επικαιροποίησε σε νεοφιλελεύθερο εθνικιστικό πλαίσιο ένα ισχυρό «εθνικιστικό στερεότυπο»: αυτό της αγνής ψυχής του έθνους, της «ανατολίτικης ψυχής» του έθνους.
Μια «ψυχή» που κατά τα άλλα ηθικοποιεί και νομιμοποιεί τον αυταρχισμό και επιτρέπει τη, χωρίς αντιδράσεις από τους «προδότες», μετατροπή της χώρας σε πανίσχυρο παίκτη στο διεθνές σύστημα.
Τα προηγούμενα χρόνια ο Ερντογάν με το ΑΚΡ ξεδίπλωνε σταδιακά και σε δόσεις, λειαίνοντας μάλιστα κάπως και τη διχαστική τομή, τον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό που διακινούσε.
Ωστόσο με το δημοψήφισμα, ο Ερντογάν επεδίωξε να γίνει ο νέος «πατέρας των Τούρκων» (τα περί «σουλτάνου» είναι άστοχες και άσχετες αναλύσεις), ο νέος Μουσταφά Κεμάλ.
Επιασε λοιπόν –όπως κάθε ακραία νεοφιλελεύθερος εθνικιστής– το νήμα από κάποια ιστορική στιγμή: από το 1919 και επανέφερε με ένταση στο προσκήνιο την ψυχή του έθνους – όπως είχε κάνει τότε ο Κεμάλ.
Μιμήθηκε τον μεγάλο αντίπαλο λοιπόν ο Ερντογάν και χρησιμοποίησε όλα του τα εργαλεία: το τουρκικό έθνος σε θανάσιμο κίνδυνο από εξωτερικούς και εσωτερικούς εχθρούς.
Το πραξικόπημα αποτέλεσε το μεγάλο άλλοθι. Ομως, επειδή η Ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, ο Ερντογάν δεν έγινε (ακόμα τουλάχιστον) Κεμάλ, αλλά επανέφερε τα φαντάσματα μιας μακρινής εποχής στο παρόν: διχαστικά τραύματα που ελλοχεύουν μικρούς ή μεγαλύτερους εμφύλιους-εθνοθρησκευτικούς διχασμούς (Σουνίτες-Αλεβίτες), πολιτικο-ιδεολογικούς και πολιτισμικούς (κεμαλιστές-ισλαμιστές), εθνικούς διχασμούς (Τούρκοι-Κούρδοι).
Πράγματι, με το δημοψήφισμα μια άλλη, εμφανής πλέον γεωγραφική, διαιρετική τομή αποτυπώνεται και πολιτικά: αυτή της νοτιοανατολικής Τουρκίας, δηλαδή της «χώρας των Κούρδων» εναντίον της «χώρας των Τούρκων».
Το πρόβλημα της Τουρκίας ήταν και παραμένει ο εκδημοκρατισμός του έθνους-κράτους. Δεν ήταν και δεν είναι η εκ νέου, αυταρχική επινόησή του.
Ο Ερντογάν, προκειμένου να νικήσει τον «πατέρα των Τούρκων», αντί να διευρύνει δημοκρατικά το έθνος, το κατακερμάτισε με όρους Μέσης Ανατολής.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος δεν του επιτρέπει να ξεκινήσει τις πολιτειακές μεταρρυθμίσεις από τώρα. Το πρόβλημα μετατίθεται για τις εκλογές του 2019.
Μέχρι τότε, είναι βέβαιο ότι θα υπάρξουν ανακατατάξεις κατ’ αρχάς στον δεξιό χώρο.
Η κατάρρευση του εθνικιστικού κόμματος ΜΗΡ, οι αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΑΚΡ δεν αποκλείουν τη δημιουργία ενός νέου δεξιού, συντηρητικού κόμματος.
Από την άλλη μεριά, από την προοδευτική, δημοκρατική πλευρά, δεν είναι ορατή η ύπαρξη ενός κόμματος, ικανού να συνενώσει σε μια βαθιά δημοκρατική προοπτική αυτή την αξιοσημείωτη αντίσταση που επέδειξε η κοινωνία της Τουρκίας στον αυταρχισμό και τον νεοφιλελεύθερο εθνικισμό.
Το κεμαλικό CHP έχει ξεπεράσει τα ιστορικά του όρια.
Το μοναδικό κόμμα που θα μπορούσε να συμβολίσει τον εκδημοκρατισμό του έθνους-κράτους είναι –όσο παράδοξο κι αν ακούγεται– το φιλοκουρδικό, αριστερό HDP, με διεύρυνση της πολιτικής ατζέντας του και συσπείρωση του δημοκρατικού κόσμου της Τουρκίας.
Η Τουρκία βρίσκεται σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπως σε κρίσιμο σταυροδρόμι βρίσκεται όλη η περιοχή μας αλλά και η Ευρώπη.
Αναλυτές (ή πολιτικοί και πολιτικίζοντες) που θεωρούν ότι η πλήρης κυριαρχία του Ερντογάν σημαίνει σταθερότητα για την περιοχή, απλώς είναι εκτός τόπου, εκτός χρόνου και κυρίως συμμερίζονται τις «σταθερές αξίες» του νεοφιλελεύθερου εθνικισμού.
Ο Ερντογάν είναι πιθανόν –με το ένστικτο πολιτικής επιβίωσης που τον διακρίνει– να υποχρεωθεί να ξαναεπινοήσει μια ρητορική ενότητας, μια ρητορική λιγότερο αντιευρωπαϊκή και εθνικιστική.
Ολα όμως θα εξαρτηθούν από το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην ευρύτερη περιοχή και την Ευρώπη.