Οὐδεὶς Ἕλλην ἐσκοτίσθη γιὰ τήν φτώχεια τῆς γῆς του.
Τὴν γλέντησε τούτη τὴν φτώχεια.
Στὴν μεγάλη, τὴν δυνατὴ Ἀθηναϊκὴ Δημοκρατία, τότε τόν χρυσὸ καιρό της, οἱ «ἐλεύθεροι πολίτες» πέρναγαν κοτσάνι μὲ φακή, κρασάκι καὶ κριθαρένιο ψωμί.
Ἀραιὴ καί ἑορταστικὴ ἦταν ἡ καλοφαγία.
Τὸ μόνο ποὺ δούλευε ἄφθονα καὶ πληθωρικὰ ἦταν «ὁ νοῦς», ἡ σκέψις, τὸ πνεῦμα.
Καὶ τὸ ἀνδριλίκι, ποὺ ἀντιμετώπιζε νικηφόρα ὀρδὲς ἀπὸ Ἀσιάτες ἐπιδρομεῖς, σὲ δυσαναλόγους ἀλλὰ νικηφόρους ἀγῶνες.
Ἀντίθετα μὲ τὴν Ῥώμη, τὴν Ἑλλάδα δὲν τὴν ἔφαγε ὁ πλοῦτος. Τὴν ἔφαγε τὸ μυαλό της. Ποὺ ἐδημιούργησε διαμάχες ἀνάμεσα στοὺς Ἕλληνες καὶ τοὺς ἔβαλε νὰ μαλώνουν μεταξύ τους. Ὁ Πελοποννησιακὸς πόλεμος ἦτανε ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους της. Οἱ τέσσερεις σταθμοὶ τῆς καταστροφῆς της:
Πόλεμος Ἀθήνας– Σπάρτης, πρόωρος θάνατος τοῦ Ἀλεξάνδρου, Βυζαντινή παπαδοκρατία, Μικρασιατικὴ καταστροφή. Ἕνα ἀπὸ τὰ τέσσερα ἦταν ἱκανὸ νὰ τὴν βουλιάξῃ. Ἦλθαν καὶ τὰ τέσσερα ἀκριβῶς τὴν στιγμὴ ποὺ σηκώναμε κεφάλι.
«Καλημέρα μεγάλοι καὶ ἐντιμότατοι ἡμῶν σύμμαχοι καὶ προστάτες», ἀλλὰ φταῖμε κι ἐμεῖς. Έχουμε, βλέπεις, πολὺ ἀνεπτυγμένη τὴν ἀνεξαρτησία, τὴν πρωτοβουλία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς ἀρχομανίας. Καὶ δὲν πρόκειται νὰ διορθωθοῦμε ποτέ. Αὐτὸ εἶναι τὸ δράμα μας.
Νῖκος Τσιφόρος
Ἑλληνικὴ Μυθολογία,
Ἐκδόσεις Ἑρμῆς