Αρνητική καθαρή ροη χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και νοικοκυριά για την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2021 δείχνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, παρά το σημαντικό μαξιλάρι ρευστότητας που διαθέτουν οι τράπεζες.  Κατόπιν τούτου η ΤτΕ εκτιμά ότι «η χρηματοδότηση της οικονομίας από το τραπεζικό σύστημα εμφανίζεται ενισχυμένη τα τελευταία χρόνια, ωστόσο ενδεχομένως όχι επαρκώς για τις μικρομεσαίες και ιδιαίτερα τις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις.»

Συγκεκριμένα, η καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις στο οκτάμηνο ήταν αρνητική κατά 100 εκατ. ευρώ και προς τα νοικοκυριά (στεγαστικά και καταναλωτικά δάνεια) αρνητική κατά 1,1 δισ. ευρώ. Αντίθετα, για το σύνολο του 2020 η καθαρή ροή χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις ήταν θετική κατά 6,7 δισ. ευρώ ενώ ήταν αρνητική κατά 1,7 δισ. ευρώ προς τα νοικοκυριά). Η μείωση της καθαρής ροής το 2021 οφείλεται, μεταξύ άλλων: στη λήξη της αναστολής πληρωμών χρεολυσίων μετά το τέλος του 2020 (για το μεγαλύτερο μέρος των δανείων που είχαν τεθεί σε αναστολή) καθώς, στο βαθμό που αυτά επανήλθαν σε κανονική ή μερική εξυπηρέτηση, σταμάτησαν να επιδρούν αυξητικά στην καθαρή ροή και τον ετήσιο ρυθμό μεταβολής των πιστώσεων, καθώς και στην επιφυλακτική πολιτική των τραπεζών για χορήγηση νέων δανείων λόγω μιας σειράς παραγόντων.

Όπως εξήγησε χθες στη Βουλή κατά τη διάρκεια της συζήτησης που πραγματοποιήθηκε για την ρευστότητα της οικονομίας, ο κ. Δημ. Μαλλιαρόπουλος, Επικεφαλής Οικονομολόγος και Διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης & Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος, οι δωδεκάμηνοι ρυθμοί μεταβολής της τραπεζικής χρηματοδότησης που υπολογίζονται από όλα τα κράτη-μέλη της Νομισματικής Ένωσης και αποτελούν έναν από τους πλέον βασικούς δείκτες των νομισματικών εξελίξεων καταρτίζονται με βάση την καθαρή και όχι την ακαθάριστη ροή τραπεζικής χρηματοδότησης.

Πάντως, το 2020 η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς τις Μη Χρηματοπιστωτικές Επιχειρήσεις (ΜΧΕ) ανήλθε σε 16,2 δισεκ. ευρώ, εκ των οποίων 10,2 δισεκ. ευρώ κατευθύνθηκαν προς τις μεγάλες επιχειρήσεις και 6,2 δισεκ. ευρώ προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου του 2021 η ακαθάριστη ροή ανήλθε σε 5,6 δισεκ. ευρώ, κατανεμημένη κατά 3,3 και 2,3 δισεκ. ευρώ προς μεγάλες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις αντίστοιχα. Αν συνυπολογίσουμε και τα δάνεια προς ελεύθερους επαγγελματίες και ατομικές επιχειρήσεις, η ακαθάριστη ροή χρηματοδότησης προς επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες ανήλθε συνολικά σε 17,4 δισεκ. ευρώ το 2020 και σε 6 δισεκ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.

Σημαντική συμβολή στην ενίσχυση της χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων, είχαν τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (ΕΑΤ), καθώς συνεισέφεραν περίπου 6,5 δισεκ. ευρώ το 2020 και 1,3 δισεκ. ευρώ την περίοδο Ιαν.-Αυγ. του 2021, αλλά και εκείνα διεθνών οργανισμών όπως του ομίλου της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (EIB) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (EBRD) τα οποία συνεισέφεραν, είτε μέσω του τραπεζικού συστήματος είτε με απευθείας χρηματοδότηση προς τις επιχειρήσεις συνολικά περίπου 2,5 δισεκ. ευρώ το 2020 και περίπου 1,9 δισεκ. ευρώ το οκτάμηνο του 2021.

Από την πλευρά τους οι τράπεζες σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε ο κ. Μαλλιαρόπουλος διατηρούν σημαντικό «μαξιλάρι  ρευστότητας»  καθώς αφενός οι οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα έχουν αυξηθεί από το Μάρτιο του 2020 (μέχρι και τον Αύγουστο του 2021) κατά 29,6 δισεκ. ευρώ. Η αύξηση των καταθέσεων, που οφείλεται στα δημοσιονομικά και άλλα μέτρα στήριξης (όπως, η επιστρεπτέα προκαταβολή μέσω της οποίας χορηγήθηκαν 8,3 δισεκ. ευρώ, επιδόματα ενίσχυσης του εισοδήματος των νοικοκυριών, η αναστολή καταβολής δανειακών και άλλων υποχρεώσεων) αλλά και σε λόγους πρόνοιας έναντι μελλοντικών αναγκών, αντανακλάται στη σημαντική αύξηση της αποταμίευσης του ιδιωτικού τομέα σε περίπου 16% του ΑΕΠ από 6% το 2019.

Αφετέρου,  η χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών από το Ευρωσύστημα ανήλθε στο τέλος Αυγούστου σε 46,9 δισεκ. ευρώ (από 7,7 δισεκ. ευρώ τον Δεκέμβριο του 2019).  Σημαντικό μέρος της διαθέσιμης ρευστότητας των τραπεζών (περίπου 37 δισεκ. ευρώ, εξαιρουμένων των περίπου 2 δισεκ. ευρώ που αποτελούν υποχρεωτικά διαθέσιμα) είναι κατατεθειμένο στην Τράπεζα της Ελλάδος και επιβαρύνεται με μηδενικό ή αρνητικό επιτόκιο.