Τα 35 δισ. ευρώ (34,935 δισ. ευρώ) αγγίζει πλεον η αξία των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει η Ευρωπαική Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) στο πλαίσιο του προγράμματος πανδημίας (ΡΕΡΡ).

Όπως προκύπτει από τα τελευταία στοιχεία που δημοσιοποίησε η ΕΚΤ, μέσα σε ένα μήνα (από τις 21/10 εως τις 21/11/2021) η Κεντρική Τράπεζα αγόρασε από τη δευτερογενή αγορά ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου αξίας 2,749 δισ. ευρώ, συμβάλλοντας έτσι στην ενίσχυση της ρευστότητας αλλά και στη συγκράτηση των ονομαστικών επιτοκίων σε χαμηλό επίπεδο.

Μετά και τις τελευταίες αυτές αγορές η ΕΚΤ κατέχει πλεον το περίπου το 52% των λεγόμενων «ομολόγων αναφοράς» του Ελληνικού Δημοσίου. Στα ομόλογα αναφοράς δεν περιλαμβάνονται τα ομόλογα SMP-ANFAS ούτε τα ομόλογα που έχουν μείνει από το PSI μετα την ανταλλαγή το 2017 καθώς ούτε και τα private placement με τράπεζες.

Το σύνολο των ομόλόγων που διαπραγματεύονται στην αγορά – και χαρακτηρίζονται ως επιλέξιμα από την ΕΚΤ – ανέρχεται σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε περίπου 93 δισ. ευρώ.

Επομένως η ΕΚΤ διακρατά το 37,6% του Ελληνικού Δημόσιου Χρεόυς, (294 δισ. ευρώ) το υπόλοιπο κομμάτι του χρέους αποτελείται από τα δάνεια του ΔΝΤ, τα διακρατικά καθώς και εκείνα του ΕSM που χορηγήθηκαν στο πλαίσιο των Μνημονίων.

Η ΕΚΤ εξάντλησε την ευελιξία της κατά την εφαρμογή του προγράμματος πανδημίας, το οποίο όμως ολοκληρώνεται τον Μάρτιο. Τούτο σημαίνει ότι εφάρμοσε αρκετά ελαστικά κριτήρια ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδος, κατά τις αγορές ομολόγων. Το ανώτατο όριο των αγορών προσδιορίζεται από την λεγόμενη κλείδα της κάθε χώρας, η οποία στην περίπτωση της Ελλάδος έχει οριστεί στο 2,47% (euro system key). Ωστόσο ο κανόνας που έμεινε απαράβατος, ήταν εκείνος που δεν επιτρέπει στην ΕΚΤ να κατέχει πάνω από το 50% οποιασδήποτε συγκεκριμένης κατηγορίας (π.χ 10ετούς διαρκειας) ομολόγων.

Η «τύχη των ελληνικών ομολόγων» για την μετά ΡΕΡΡ εποχή παραμένει αβέβαιη καθώς αυτά δεν μπορούν να συμπεριληφθούν – ελλείψει επενδυτικής βαθμίδας – σε κάποιο άλλο από τα προγράμματα της ΕΚΤ τα οποία θα συνεχιστούν και μετά τον προσεχή Μάρτιο. Στις 16 Δεκεμβρίου, οπότε θα συνεδριάσει το διοικητικό συμβούλιο της Κεντρικής Τράπεζας, αναμένεται να ληφθούν κάποιες αποφάσεις για το πώς θα κινηθεί εφεξής η ΕΚΤ, υπό το φως των νέων δεδομένων που ισχύουν τόσο στο μέτωπο του πληθωρισμού, όσο και της πανδημίας.