Κυκλοφόρησε το 54ο τεύχος (Δεκέμβριος 2021) του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος με τρεις νέες μελέτες και ειδικότερα:
-Δημήτρης Παπαγεωργίου: “Μακροοικονομικές επιδράσεις από διαταραχές στις τιμές των εισαγωγών και του τομέα των υπηρεσιών”
-Ελένη Αργύρη και Ιφιγένεια Σκοτίδα: “Η επανεξέταση της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το 2021”
-Ιωάννα Μπαρδάκα και Αθηνά Ρεντίφη: “Η σημασία επιλεγμένων δεικτών διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας για τις εξαγωγές: μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στη ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα”
Στο 54ο τεύχος περιλαμβάνονται επίσης περιλήψεις των “Δοκιμίων Εργασίας”, τα οποία δημοσίευσε (στην αγγλική γλώσσα) το Τμήμα Ειδικών Μελετών της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών της Τράπεζας στο διάστημα Αυγούστου-Δεκεμβρίου 2021.
Το τεύχος του Οικονομικού Δελτίου είναι διαθέσιμο στην αγγλική γλώσσα και σε ηλεκτρονική μορφή στον παρακάτω σύνδεσμο: Πεντηκοστό τέταρτο τεύχος του Οικονομικού Δελτίου της Τράπεζας της Ελλάδος
Δημήτρης Παπαγεωργίου: “Μακροοικονομικές επιδράσεις από διαταραχές στις τιμές των εισαγωγών και του τομέα των υπηρεσιών”
Η μελέτη διερευνά τις μακροοικονομικές επιδράσεις που προκύπτουν από αυξήσεις στις τιμές των εισαγωγών και του τομέα των υπηρεσιών με αφορμή την πρόσφατη αύξηση στις τιμές της ενέργειας και των εισαγόμενων προϊόντων, αλλά και την ανάκαμψη της ζήτησης στον τομέα των υπηρεσιών. Η εκτίμηση των επιδράσεων γίνεται με τη χρήση ενός Δυναμικού Στοχαστικού Υποδείγματος Γενικής Ισορροπίας (Dynamic Stochastic General Equilibrium -DSGE – model), το οποίο ενσωματώνει τα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας.
Τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι μια προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού των τιμών των εισαγωγών επηρεάζει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα και αυξάνει τον εγχώριο πληθωρισμό. Όσον αφορά το βαθμό μετακύλισης στις εγχώριες τιμές, εκτιμάται ότι μια αύξηση του δείκτη τιμών εισαγωγών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα (ποσ. μον.) οδηγεί σε αύξηση του πληθωρισμού του Δείκτη Τιμών Καταναλωτή και του αποπληθωριστή του ΑΕΠ κατά 0,147 και 0,1 ποσ. μον. αντίστοιχα. Οι μεγαλύτερες απώλειες του ΑΕΠ παρατηρούνται μεσοπρόθεσμα, καθώς βραχυπρόθεσμα οι δυσμενείς επιπτώσεις μετριάζονται από: (α) την ακαμψία των εγχώριων τιμών, που έχει ως αποτέλεσμα οι αυξήσεις των τιμών των εισαγωγών να μετακυλίονται σταδιακά και ατελώς στις εγχώριες τιμές, και (β) τη μερική υποκατάσταση των εισαγωγών από εχγωρίως παραγόμενα αγαθά. Επιπλέον, τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο βαθμός εμμονής της αύξησης των τιμών των εισαγωγών είναι καθοριστικής σημασίας για τις μακροοικονομικές επιπτώσεις. Όσο πιο επίμονος είναι ο πληθωρισμός των τιμών των εισαγωγών, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απώλειες του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι μια προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού των τιμών των εισαγωγών κατά 1 ποσ. μον. μειώνει το πραγματικό ΑΕΠ κατά 0,02% και 0,06% μετά από τέσσερα και οκτώ τρίμηνα αντίστοιχα. Η διατήρηση του πληθωρισμού των τιμών των εισαγωγών κατά ένα επιπλέον τρίμηνο, σε σχέση με το βασικό σενάριο, προκαλεί πρόσθετη σωρευτική απώλεια του πραγματικού ΑΕΠ ίση με περίπου 0,14% κατά τα δύο πρώτα έτη.
Επιπρόσθετα, τα αποτελέσματα επισημαίνουν ότι μια προσωρινή αύξηση στις τιμές του τομέα των υπηρεσιών ασκεί ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις και επηρεάζει αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, μια προσωρινή αύξηση του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών κατά 1 ποσ. μον. μειώνει το πραγματικό ΑΕΠ και τις ιδιωτικές επενδύσεις κατά περίπου 0,19% και 0,87% αντίστοιχα μετά από τέσσερα τρίμηνα. Η αύξηση της εμμονής του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών ενισχύει τις αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα. Ενδεικτικά, η διατήρηση του πληθωρισμού στον τομέα των υπηρεσιών κατά ένα επιπλέον τρίμηνο, σε σχέση με το βασικό σενάριο, οδηγεί σε πρόσθετη σωρευτική απώλεια του πραγματικού ΑΕΠ ίση με 0,49% κατά τα δύο πρώτα έτη.
Εν κατακλείδι, τα ευρήματα δείχνουν ότι αν συνεχιστεί ο παρατηρούμενος πληθωρισμός στις τιμές των εισαγωγών στην Ελλάδα, είναι πιθανόν να ωθήσει τις εγχώριες επιχειρήσεις να μετακυλίσουν το υψηλότερο κόστος στις τιμές καταναλωτή προκειμένου να προστατεύσουν τα περιθώρια κέρδους τους, προκαλώντας περαιτέρω πληθωριστικές πιέσεις. Ενώ οι αρνητικές επιπτώσεις στη μακροοικονομία φαίνεται να είναι περιορισμένες βραχυπρόθεσμα, ο επίμονος πληθωρισμός των τιμών των εισαγωγών ενδέχεται να καταστήσει αναγκαία την υιοθέτηση πολιτικών που θα θέσουν υπό έλεγχο τις εγχώριες πληθωριστικές πιέσεις μεσοπρόθεσμα και θα στηρίξουν τα εισοδήματα των νοικοκυριών. Μια ακόμη μεγάλη πρόκληση για την ελληνική οικονομία αποτελεί ο περιορισμός των αυξανόμενων πληθωριστικών πιέσεων σε τομείς που χαρακτηρίζονται από έλλειψη ανταγωνισμού, όπως συμβαίνει με τον τομέα των υπηρεσιών, ώστε να αποφευχθεί η επιβράδυνση της τρέχουσας οικονομικής ανάκαμψης.
Ελένη Αργύρη και Ιφιγένεια Σκοτίδα: “Η επανεξέταση της στρατηγικής νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το 2021”
H μελέτη αυτή εμβαθύνει στη λογική της επανεξέτασης της στρατηγικής της νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος το 2021 και αναλύει τα κύρια στοιχεία και τις συνέπειές της για την άσκηση νομισματικής πολιτικής στο μέλλον. Οι θεμελιώδεις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στο οικονομικό περιβάλλον, από την τελευταία επανεξέταση το 2003, έδωσαν έναυσμα στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και τις εθνικές κεντρικές τράπεζες στη ζώνη του ευρώ να επανεξετάσουν διεξοδικά τη στρατηγική νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Σκοπός είναι να διασφαλιστεί ότι η στρατηγική αντανακλά τις προκλήσεις αυτές και ότι παραμένει κατάλληλη για την εκπλήρωση του πρωταρχικού στόχου της σταθερότητας των τιμών. Τα κύρια συμπεράσματα της επανεξέτασης της στρατηγικής, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 2021, ήταν ο επαναπροσδιορισμός του στόχου της σταθερότητας των τιμών, με την υιοθέτηση συμμετρικής δέσμευσης ως προς την επιδίωξη ρυθμού πληθωρισμού 2% μεσοπρόθεσμα, και η επιβεβαίωση της χρήσης με ευέλικτο τρόπο των μη συμβατικών εργαλείων νομισματικής πολιτικής όταν η οικονομία λειτουργεί κοντά στο κατώτατο δυνατό επίπεδο για τα επιτόκια. Επιπρόσθετα, η νέα στρατηγική ενσωματώνει περαιτέρω παραμέτρους που σχετίζονται με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και την κλιματική αλλαγή στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής. Η μελέτη περιγράφει τις βελτιώσεις που συνεπάγεται η νέα στρατηγική για την εκπλήρωση της εντολής του Ευρωσυστήματος για σταθερότητα των τιμών. Εξετάζει επίσης τους τρόπους με τους οποίους η νέα στρατηγική θα μπορούσε να είχε αντιμετωπίσει, έως ένα βαθμό, τις προκλήσεις για τη ζώνη του ευρώ και τα μέλη της, με έμφαση στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των προηγούμενων κρίσεων.
Ιωάννα Μπαρδάκα και Αθηνά Ρεντίφη: “Η σημασία επιλεγμένων δεικτών διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας για τις εξαγωγές: μια συγκριτική ανάλυση ανάμεσα στη ζώνη του ευρώ και την Ελλάδα”
Η μελέτη εξετάζει την εξέλιξη της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας, η οποία προσεγγίζεται με δείκτες ποιότητας των θεσμών που καταρτίζονται από διεθνείς οργανισμούς, καθώς και την εξέλιξη της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές, καταγράφοντας τις σχετικές επιδόσεις της Ελλάδος και των χωρών της ζώνης του ευρώ κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, σε ετήσια βάση. Στη συνέχεια, μελετά την επίδραση των παραπάνω δεικτών στις εξαγωγές.
Η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα διαφοροποιείται από την ανταγωνιστικότητα σε όρους τιμών ή κόστους εργασίας. Υπολογίζεται με βάση διαφορετικές προσεγγίσεις, τόσο ποσοτικές όσο και ποιοτικές, και διερευνάται η επίδρασή της στις διεθνείς εμπορικές συναλλαγές και την εξωστρέφεια μιας χώρας. Η Ελλάδα καταγράφει διαχρονικά μικρότερη βελτίωση σε βασικούς δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας σε σχέση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, αλλά τα τελευταία χρόνια έχει βελτιώσει τη θέση της όσον αφορά την ανταγωνιστικότητα ως προς τις σχετικές τιμές ή το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος.
Εκτιμώνται παλινδρομήσεις σε μορφή πάνελ της συνάρτησης ζήτησης εξαγωγών για τις 19 χώρες-μέλη της ζώνης του ευρώ, με τη χρήση χωριστών πάνελ για κάθε έναν από τους επιλεγμένους δείκτες. Επαληθεύεται ότι, πέραν της ανταγωνιστικότητας των τιμών, και η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα αποτελεί σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ και της Ελλάδος την περίοδο 2007-2019. Διαπιστώνεται μεγαλύτερη ευαισθησία των ελληνικών εξαγωγών στους δείκτες ποιότητας των θεσμών, σε σχέση με το μέσο όρο των εξαγωγών της ζώνης του ευρώ. Η διαφορά αυτή εκφράζει την ταχύτερη υλοποίηση μεταρρυθμίσεων στις άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ από ό,τι στην Ελλάδα, η οποία ωστόσο πρόσφατα έχει κάνει βήματα βελτίωσης του ανταγωνιστικού της πλεονεκτήματος. Επίσης, καταδεικνύεται ότι η υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς την κατεύθυνση της βελτίωσης των θεσμικών ελλείψεων έχει συνεισφέρει, μεταξύ άλλων παραγόντων, στην παρατηρούμενη αύξηση των ελληνικών εξαγωγών μετά την οικονομική κρίση. Συμπεραίνεται ότι ο ρυθμός υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων που έχουν ήδη ξεκινήσει θα πρέπει να επιταχυνθεί και αυτό θα αντικατοπτριστεί στους δείκτες διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας της χώρας με υψηλότερες βαθμολογίες, οδηγώντας σε σύγκλιση προς τις επιδόσεις των άλλων χωρών της ζώνης του ευρώ και περαιτέρω ενίσχυση των εξαγωγών.
Οι μελέτες που δημοσιεύονται στο Οικονομικό Δελτίο απηχούν, όπως πάντοτε, τις απόψεις των συγγραφέων και όχι κατ’ ανάγκην της Τράπεζας της Ελλάδος.