Τα στοιχεία που ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ για την πορεία της οικονομικής δραστηριότητας το τέταρτο τρίμηνο του 2021 διαμορφώνουν ισχυρά αποτελέσματα βάσης για το επόμενο έτος (carry-over effect).

Συγκεκριμένα, η υψηλή επίδοση του τελευταίου τριμήνου του έτους (7,7% σε ετήσια βάση, Γράφημα 3α), σε συνδυασμό με την αναθεώρηση προς τα κάτω για τα δύο προηγούμενα τρίμηνα, οδήγησαν σε ένα ισχυρό αποτέλεσμα βάσης για το 2022, της τάξεως του 1,6%.

Για το σύνολο του 2021, ο ρυθμός ανάκαμψης διαμορφώθηκε σε 8,3%, με αποτέλεσμα το πραγματικό ΑΕΠ να προσεγγίσει τα επίπεδα προ-πανδημίας (Γράφημα 3β).

Ωστόσο, η δυναμική αυτή -που θα συνηγορούσε σε εκτιμήσεις για οικονομική μεγέθυνση περί του 5%, στην τρέχουσα χρονιά- αναμένεται να αποδυναμωθεί σε κάποιο βαθμό, υπό την πολυδιάστατη επίδραση του γεωπολιτικού shock της εισβολής των στρατευμάτων της Ρωσίας στην επικράτεια της Ουκρανίας.

Τα κύρια κανάλια αβεβαιότητας σχετικά με την πορεία της εγχώριας οικονομικής δραστηριότητας, το 2022, δύναται να συνοψισθούν ως ακολούθως (Γράφημα 1):

Πρώτον, η επίδραση του αυξανόμενου ενεργειακού κόστους των επιχειρήσεων, επί του κόστους παραγωγής, της κερδοφορίας και του επενδυτικού σχεδιασμού τους.

Δεύτερον, το αποτέλεσμα του πληθωρισμού των τιμών της ενέργειας και των σιτηρών, σε συνδυασμό με την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, επί του πραγματικού διαθεσίμου εισοδήματος και της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών.
1_286.JPG
Τρίτον, η επίπτωση στις εισπράξεις του ελληνικού τουρισμού, εξαιτίας, αφενός, της παύσης τουριστικών ροών από τις εμπόλεμες χώρες και αφετέρου, της εξασθένησης του διαθεσίμου εισοδήματος πολλών χωρών προέλευσης επισκεπτών, κυρίως των ευρωπαϊκών.

Τέταρτον, η επίδραση των γεωπολιτικών εξελίξεων στις άμεσες ξένες επενδύσεις, καθώς η αυξημένη αβεβαιότητα επιδρά δυσμενώς στον επενδυτικό κίνδυνο μίας χώρας που δεν έχει φθάσει ακόμη σε επίπεδο επενδυτικής βαθμίδας.

Πέμπτο, η περαιτέρω επέκταση και το μέγεθος της δημοσιονομικής ευελιξίας που θα υπάρξει σε ευρωπαϊκό επίπεδο και ο βαθμός αξιοποίησής του από την ελληνική κυβέρνηση.

Πιο αναλυτικά, ο Εναρμονισμένος Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) σημείωσε άνοδο, τον Φεβρουάριο, κατά 6,3% σε σύγκριση με τον ίδιο μήνα του 2021, με το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης να προέρχεται από τα προϊόντα ενέργειας (ΕνΔΤΚ-Ενέργεια: 43,1% σε ετήσια βάση). Επιπρόσθετα, όπως παρατηρείται στο Γράφημα 2, σχεδόν το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου της Ελλάδας, το 2020, προήλθε από τη Ρωσία. Ως εκ τούτου, η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας, σε ό,τι αφορά στην κάλυψη της απαιτούμενης ποσότητας μέσω εισαγωγών είναι υψηλή. Το τελευταίο καθιστά την επίδραση των συγκρούσεων στα εδάφη της Ουκρανίας έναν σημαντικό παράγοντα αβεβαιότητας για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, καθώς οι αυξημένες τιμές των προϊόντων ενέργειας αναμένεται να επηρεάσουν τόσο τις επιχειρήσεις, μέσω του αυξημένου κόστους παραγωγής και του περιορισμού των κερδών τους, όσο και τα νοικοκυριά, μέσω της μείωσης του διαθεσίμου εισοδήματος και της καταναλωτικής δαπάνης.

Η παρουσίαση από την Ευρωπαϊκή Ένωση του σχεδίου για τη σταδιακή απεξάρτηση των ευρωπαϊκών χωρών από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα (REPowerEU), το οποίο περιλαμβάνει και τη λήψη πρόσθετων μέτρων στήριξης για το αυξανόμενο ενεργειακό κόστος θα αποτελέσουν σημαντικό παράγοντα άμβλυνσης των αρνητικών αυτών εξελίξεων.

Ειδικά όσον αφορά στην ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία διαμορφώνεται στον βραχύ χρονικό ορίζοντα μία στρατηγική προσφυγής σε εναλλακτικές πηγές όπως το Liquefied Natural Gas (LNG) και σε προμηθευτές εκτός της Ρωσίας, καθώς και αύξησης του όγκου παραγωγής και των εισαγωγών βιομεθανίου και ανανεώσιμου υδρογόνου, ενώ μεσοπρόθεσμα αναμένεται η μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων και η επιτάχυνση της χρήσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.
2_248.JPG
Οι γεωπολιτικές εξελίξεις αναμένεται να επηρεάσουν και τον ελληνικό τουρισμό, άμεσα, σε ό,τι αφορά στις αφίξεις από τη Ρωσία και την Ουκρανία και, έμμεσα, μέσω της αναμενόμενης μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών στις χώρες προέλευσης τουριστών, ως συνέπεια των αυξανόμενων τιμών της ενέργειας.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι αφίξεις από τη Ρωσία και την Ουκρανία αποτελούν χαμηλά ποσοστά επί του συνόλου των τουριστικών αφίξεων στη χώρα μας, γεγονός που συνεπάγεται ότι οι απώλειες για τον ελληνικό τουρισμό ενδέχεται να είναι περιορισμένες.
Επιπρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη τη θετική σχέση μεταξύ του κατά κεφαλήν ΑΕΠ των κύριων χωρών προέλευσης τουριστών (π.χ. Ηνωμένο Βασίλειο, Γερμανία, Γαλλία) και της αντίστοιχης εισερχόμενης ταξιδιωτικής κίνησης στη χώρα μας, η ενδεχόμενη πτώση στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στις χώρες αυτές, λόγω του αυξημένου ενεργειακού κόστους, δύναται να επηρεάσει αρνητικά τις τουριστικές ροές στην Ελλάδα.

Η συσσώρευση αποταμιεύσεων, ωστόσο, από τον Μάρτιο του 2020 και μετά, καθώς και η τάση για αυξημένη κατανάλωση στη μετά πανδημική περίοδο, θα μπορούσαν να μετριάσουν τις αρνητικές συνέπειες για τον ελληνικό τουρισμό.

3_179.JPG
Παρά την αβεβαιότητα που επικρατεί για τους ανωτέρω λόγους, οι προοπτικές για την ελληνική οικονομία παραμένουν θετικές μεσοπρόθεσμα, καθώς διαμορφώνονται οι συνθήκες για αλλαγή του προτύπου της οικονομικής μεγέθυνσης, η οποία αναμένεται να προέλθει σε μεγαλύτερο βαθμό από την επενδυτική δαπάνη.

H αύξηση των επενδύσεων, το επόμενο διάστημα, θα προσδιοριστεί από την πορεία του αξιόχρεου της ελληνικής οικονομίας προς την επενδυτική βαθμίδα, από την εισροή των πόρων του Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ), καθώς και από την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που διαμορφώνουν ένα φιλικό προς την επιχειρηματικότητα περιβάλλον.

Ήδη από το 2021, οι επενδύσεις στη χώρα μας αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 19,6%, ενώ είχαν τη δεύτερη μεγαλύτερη συμβολή στον ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ (2,3 ποσοστιαίες μονάδες -π.μ.), μετά την ιδιωτική κατανάλωση (5,5 π.μ.) (Γράφημα 3β).

Οι καλές επιδόσεις των εξαγωγών υπηρεσιών και ειδικότερα των τουριστικών εισπράξεων, το 2021, είχαν ως αποτέλεσμα τη θετική συμβολή των καθαρών εξαγωγών στην αύξηση του ΑΕΠ, ύψους 0,9 π.μ.

Τέλος, η δημόσια κατανάλωση αυξήθηκε κατά 3,7% το 2021, σε σύγκριση με το 2020, συμβάλλοντας κατά 0,8 π.μ. στην αύξηση του ΑΕΠ. Αντίθετα, τα αποθέματα (συμπ. στατιστικών διαφορών) μειώθηκαν σημαντικά, κατά το προηγούμενο έτος, αφαιρώντας από τον ρυθμό άνοδο του ΑΕΠ, 1,1 ποσοστιαίες μονάδες.