Ψηλά στην κυβερνητική ατζέντα είναι η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και ως χρόνος επίτευξης αυτού του στόχου τίθεται το 2023. Όπως χαρακτηριστικά δηλώνει, μεταξύ των άλλων, στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας «διαμορφώνουμε καθαρό και ρεαλιστικό διάδρομο για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, μέσα στο 2023».
Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με κάθε ευκαιρία δηλώνει ότι βασική επιδίωξη της χώρας είναι η όσο το δυνατό συντομότερη απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας και αναφέρεται στους κινδύνους που παραμονεύουν στην πορεία απόκτησής της. Συγκεκριμένα έχει τονίσει, στην ανακοίνωση τού τελευταίου πακέτου μέτρων, ότι «δυστυχώς, η πατρίδα μας δεν έχει ακόμα πλήρως συνέλθει από τη 10ετή οικονομική κρίση. Δεν φτάσαμε ακόμα στην πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα. Και πάντα οι κερδοσκόποι θα καραδοκούν να εκμεταλλευτούν την όποια αδυναμία μας».
Η ελληνική οικονομία έχει εισέλθει στην τελική ευθεία για την έξοδό της από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας και όπως σημειώνεται από όλους τους κυβερνητικούς αξιωματούχους, το διακύβευμα αυτό είναι σημαντικό και δεν θα πρέπει να τεθεί εν αμφιβόλω με λάθος κινήσεις.
Από την επόμενη εβδομάδα ξεκινάει η τελική διαβούλευση μεταξύ του οικονομικού επιτελείου και των εκπροσώπων των δανειστών (ΕΚΤ, Επιτροπή, ESM) σε επίπεδο τεχνικών κλιμακίων για την έξοδο από την ενισχυμένη εποπτεία. Βασική επιδίωξη είναι τα όποια πολιτικά ζητήματα προκύψουν στην πορεία να επιλυθούν στις επαφές που θα έχουν οι επικεφαλής των δανειστών με τον υπουργό Οικονομικών.
Η συνάντηση αυτή έχει προσδιοριστεί για τις 6 Απριλίου. Επιδίωξη όλων είναι να κλείσουν οι εκκρεμότητες το ταχύτερο δυνατό για να διευκολυνθεί έτσι η απόφαση εξόδου από την ενισχυμένη εποπτεία που θα πρέπει να ληφθεί από το Eurogroup, αλλά και από την Κομισιόν, καθώς επίσης και για την εκταμίευση των δύο δόσεων από τον ESM.
Στην πορεία εξόδου της χώρας από την ενισχυμένη εποπτεία, αλλά και την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, κάθε θετική επισήμανση από τους οίκους αξιολόγηση ή ακόμη περισσότερο κάθε αναβάθμιση προσθέτει «πόντους».
Όπως σημειώνει στη δήλωσή του στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χρήστος Σταϊκούρας, «ως υπουργείο Οικονομικών, από την αρχή της θητείας μας, εργαζόμαστε, με συνέπεια και μεθοδικότητα, για την ισχυροποίηση της οικονομίας μας. Ισχυροποίηση η οποία, μεταξύ άλλων, θα οδηγήσει στην απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας. Στόχος που θα κατακτηθεί μέσα από την επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης οικονομικής μεγέθυνσης, την έξοδο της χώρας από το καθεστώς τής Ενισχυμένης Εποπτείας, την επίτευξη μονοψήφιου ποσοστού μη εξυπηρετούμενων δανείων στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών και τη δημοσιονομική σταθερότητα».
Και ο υπουργός Οικονομικών καταλήγει: «Όπως αποτυπώνεται στα διαθέσιμα στοιχεία, κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση, γι’ αυτό και η χώρα, μέσα στις επάλληλες κρίσεις τής τελευταίας διετίας, συνεχώς αναβαθμίζεται -με πιο πρόσφατη την αναβάθμιση από τον οίκο αξιολόγησης DBRS Morningstar, με την οποία η Ελλάδα φθάνει ένα μόλις “σκαλοπάτι” πριν την επενδυτική βαθμίδα. Με την εφαρμογή μιας συνετής και υπεύθυνης δημοσιονομικής πολιτικής, διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μιας διορατικής εκδοτικής πολιτικής, διαμορφώνουμε καθαρό και ρεαλιστικό διάδρομο για την απόκτηση επενδυτικής βαθμίδας, μέσα στο 2023».
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αρνητικοί παράγοντες στην εξασφάλιση της επενδυτικής βαθμολογίας είναι η γεωπολιτικές εξελίξεις που καθιστούν ιδιαίτερα δύσκολες τις προβλέψεις για την επόμενη ημέρα της οικονομίας.
Στο υπουργείο Οικονομικών θεωρούν ότι εκτός της συνέπειας και των προσεκτικών κινήσεων, σημαντικό ρόλο διαδραματίζει και το ύψος των ταμειακών διαθεσίμων, που αγγίζουν ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα. Σύμφωνα με πρόσφατη αναφορά του υπουργού Οικονομικών διαμορφώνονται στα 40 δισ. ευρώ.
Και όλα αυτά, όπως αναφέρουν στο υπουργείο Οικονομικών, παρά τα συνεχή διεθνή προβλήματα που ανακύπτουν. Και όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν. «η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει τα τελευταία 2,5 χρόνια ότι αντέχει και υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, όπως είναι τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία αλλά και στην περίοδο της πανδημίας»
Τέλος να σημειωθεί ότι την περίοδο 2020-2022 το συνολικό πακέτο στήριξης για νοικοκυριά και επιχειρήσεις ανέρχεται σε περίπου 45 δισ. ευρώ.