Υστερα από οκτώ χρόνια μνημονίων και τέσσερα ενισχυμένης εποπτείας, η Ελλάδα επέστρεψε στην κανονικότητα ενός ευρωπαϊκού κράτους ή σχεδόν, δεδομένου ότι τα ομόλογά της δεν είναι ακόμη σε επενδυτική βαθμίδα. Στη διάρκεια αυτών των ετών έγιναν πολλά. Ωστόσο, αρκετές ακόμη διαρθρωτικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας, που οδήγησαν στη μεγάλη περιπέτεια της προηγούμενης δεκαετίας, εξακολουθούν και υφίστανται και σήμερα. «Πρέπει να προσέξουμε να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος που μας οδήγησαν στα μνημόνια», προειδοποιεί μέσω της Καθημερινής ο διοικητής της ΤΤΕ Γ. Στουρνάρας.

«Αν λάβουμε υπόψη μας ότι δύο φορές κατά το παρελθόν, το 2012 και κυρίως το 2015, η συντριπτική πλειονότητα των αναλυτών και ακαδημαϊκών οικονομολόγων πίστευε ότι η Ελλάδα δεν θα τα κατάφερνε να παραμείνει στο ευρώ, είναι μεγάλη επιτυχία το γεγονός ότι σήμερα επιστρέφει στην κανονικότητα», σχολιάζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, μιλώντας στην «Κ».

Εχοντας ο ίδιος ζήσει από πρώτο χέρι την εμπειρία των δύσκολων μνημονιακών χρόνων, ως υπουργός Οικονομικών και κεντρικός τραπεζίτης, ο κ. Στουρνάρας εφιστά, ωστόσο, την προσοχή: «Πρέπει να προσέξουμε», λέει, «να μην επαναλάβουμε τα λάθη του παρελθόντος που μας οδήγησαν στα μνημόνια. Δεν πρέπει να αντιστρέψουμε τα σωστά μέτρα των μνημονίων, π.χ. στο ασφαλιστικό, στη φορολογία και τη δημοσιονομική διαχείριση, που εξασφάλισαν δημοσιονομική ισορροπία».

Κατά τον κεντρικό τραπεζίτη, η Ελλάδα έχει σήμερα μια μεγάλη ευκαιρία να εκμεταλλευθεί τις συνθήκες βιωσιμότητας του χρέους, που εξασφάλισαν τα 3 μνημόνια και να κάνει τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, ώστε να αποκτήσει επενδυτική βαθμίδα και να πετύχει ρυθμούς ανάπτυξης 3% κατά μέσο όρο την προσεχή 10ετία.

Προϋπόθεση για την επενδυτική βαθμίδα, τονίζει ο ίδιος, είναι «να επιστρέψουμε σε πρωτογενή πλεονάσματα από το επόμενο έτος και να επιταχύνουμε τις μεταρρυθμίσεις, ιδίως αυτές που αφορούν την κατάργηση της γραφειοκρατίας στον δημόσιο τομέα και τις επενδύσεις στο τρίγωνο της γνώσης».