Στην επιβεβαίωση της πιστοληπτικής ικανότητας της ελληνικής οικονομίας σε «ΒΒ+» προχώρησε ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s Global Ratings, διατηρώντας σε σταθερές τις προοπτικές επαναξιολόγησης 12μήνου (outlook).
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Οίκος αξιολόγησης, το σταθερό outlook αντανακλά την προσδοκία ότι τα δημοσιονομικά αποθέματα της Ελλάδας και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής, θα επιτρέψουν στη χώρα να απορροφήσει τις έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας.
Όπως επισημαίνεται, η ελληνική οικονομία θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εφόσον συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις.
Μετά από ένα ισχυρό 2022, ο οίκος αναμένει ότι η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα θα επιβραδυνθεί το 2023 σε ποσοστό κάτω του 2%, ενώ πιθανές περαιτέρω ενεργειακές διαταραχές στην Ευρώπη θολώνουν τις προοπτικές.
Το δυσμενές και το θετικό σενάριο
«Η σταθερή προοπτική αντανακλά την προσδοκία μας ότι τα δημοσιονομικά αποθέματα της Ελλάδας και η αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα της πολιτικής της θα επιτρέψουν στη χώρα να απορροφήσει τις έμμεσες επιπτώσεις στην οικονομία και τα δημόσια οικονομικά της από τον πόλεμο Ρωσίας-Ουκρανίας», αναφέρει η S&P.
«Θα μπορούσαμε να μειώσουμε τις αξιολογήσεις της Ελλάδας εάν η οικονομία αποδυναμωθεί σημαντικά περισσότερο από ό,τι αναμένουμε ή εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις επιδεινωθούν σημαντικά κάτω από τις προβλέψεις μας. Θα μπορούσαμε να βελτιώσουμε τις αξιολογήσεις μας για την Ελλάδα εάν συνεχιστούν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, παράλληλα με ισχυρότερες από τις αναμενόμενες οικονομικές και δημοσιονομικές επιδόσεις», αναφέρεται.
ΑΕΠ, τουρισμός και απασχόληση
«Οι επιδόσεις των δημόσιων εσόδων της Ελλάδας έλαβαν ώθηση από την υψηλή ονομαστική οικονομική ανάπτυξη το 2022 (εκτιμάται σε ποσοστό άνω του 13%). Τα οφέλη προήλθαν από την εκτιμώμενη αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ κατά σχεδόν 6% με πλήρη ανάκαμψη του τουριστικού τομέα, ισχυρή άνοδο της απασχόλησης και υψηλό πληθωρισμό. Σε ταμειακή βάση, μεταξύ Ιανουαρίου και Αυγούστου, τα έσοδα της γενικής κυβέρνησης αυξήθηκαν κατά σχεδόν 18% σε σχέση με την ίδια περίοδο του 2021 (χάρη και στις μεγαλύτερες μεταβιβάσεις από τη διευκόλυνση ανάκαμψης και ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέτος).
Για την ίδια περίοδο, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά σχεδόν 4% λόγω της σταδιακής κατάργησης της στήριξης που σχετίζεται με την COVID-19. Τα μέτρα στήριξης για την ενέργεια το 2022 προβλέπεται να φθάσουν τα 13,4 δισ. ευρώ (ή 6,7% του ΑΕΠ), εκ των οποίων τα 6 δισ. ευρώ (ή 2,8% του ΑΕΠ) θα έχουν δημοσιονομικό αντίκτυπο. Οι ισχυρές δημοσιονομικές επιδόσεις θα οδηγήσουν, κατά την άποψή μας, σε σημαντική μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος φέτος σε περίπου 4,0% του ΑΕΠ από 7,4% το 2021», επισημαίνεται.
Το πρωτογενές πλεόνασμα
«Το 2023, η κυβέρνηση στοχεύει σε πρωτογενές πλεόνασμα, κυρίως μέσω της περαιτέρω συγκράτησης των δαπανών με την κατάργηση των υπόλοιπων μέτρων που σχετίζονται με το COVID-19 και τη μη ανανέωση ορισμένων μέτρων που σχετίζονται με την ενέργεια, καθώς και του έκτακτου φόρου στις ενεργειακές επιχειρήσεις. Παρόλο που πιστεύουμε ότι η οικονομική επιβράδυνση και οι πιθανές πρόσθετες πιέσεις στις κρατικές δαπάνες ενόψει των βουλευτικών εκλογών του 2023 ενδέχεται να εμποδίσουν την ικανότητα της κυβέρνησης να επιτύχει τον στόχο της για δημοσιονομικό ισοζύγιο, αναμένουμε ότι το δημοσιονομικό έλλειμμα θα μειωθεί περαιτέρω, θέτοντας διακριτά το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ σε πτωτική τροχιά», εκτιμά η S&P.
Πιστοληπτική ικανότητα
«Η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας συνεχίζει να επωφελείται από τα σημαντικά δημοσιονομικά αποθέματα της κυβέρνησης -χάρη στη διατήρηση σημαντικών αποθεμάτων ρευστότητας στον ισολογισμό- και την ευνοϊκή διάρθρωση του δημόσιου χρέους. Τα πολύ μεγάλα αποθέματα ρευστότητας στον ενιαίο λογαριασμό του Δημοσίου και οι χαμηλές απαιτήσεις εμπορικής αναχρηματοδότησης θα συμβάλουν στην ανοσοποίηση των δημόσιων οικονομικών έναντι μιας ανόδου των παγκόσμιων επιτοκίων. Ωστόσο, η άνοδος των πραγματικών επιτοκίων θα μπορούσε να ασκήσει πίεση στα δημόσια οικονομικά επιβαρύνοντας την αύξηση του ΑΕΠ», υπογραμμίζει ο οίκος αξιολόγησης.
Προφίλ χρέους
«Λαμβάνοντας υπόψη τη λητότητα και το μέσο κόστος επιτοκίου, η Ελλάδα έχει ένα από τα πιο ευνοϊκά προφίλ χρέους από όλα τα κράτη που αξιολογούμε. Αναμένουμε ότι το εμπορικό μέρος του χρέους της κεντρικής κυβέρνησης της Ελλάδας θα αντιπροσωπεύει περίπου το 25% του συνολικού χρέους, ή λίγο περισσότερο από το 50% του ΑΕΠ, στο τέλος του 2022. Προβλέπουμε ότι οι δείκτες ακαθάριστου και καθαρού χρέους της γενικής κυβέρνησης της Ελλάδας προς το ΑΕΠ θα συνεχίσουν να έχουν πτωτική τάση το 2022-2025, υποβοηθούμενοι από την ανάκαμψη της αύξησης του ονομαστικού ΑΕΠ και τη δημοσιονομική εξυγίανση», τονίζεται στην έκθεση.