Στους έμμεσους φόρους οφείλεται η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, σημειώνει η Alpha Bank στο εβδομαδιαίο οικονομικός της δελτίο, τονίζοντας ότι η τάση αναμένεται να συνεχιστεί.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές, οι τιμές της ενέργειας αποτέλεσαν τον βασικότερο παράγοντα ανόδου του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) από το φθινόπωρο του 2021, όταν ο πληθωρισμός άρχισε να επιταχύνεται (Γράφημα 3α). Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε κατά 9,3% το 2022, με το 42% της ανόδου του δείκτη να αποδίδεται στην αύξηση των τιμών της ενέργειας. Η εικόνα αυτή άρχισε να αντιστρέφεται από τις αρχές του 2023, με τις τιμές της ενέργειας να έχουν αρνητική συνεισφορά στη μεταβολή του ΕνΔΤΚ από τον Φεβρουάριο, κυρίως λόγω ύπαρξης ισχυρών επιδράσεων βάσης αλλά και της πτώσης των τιμών της ενέργειας. Στο πρώτο πεντάμηνο του έτους, ο ΕνΔΤΚ αυξήθηκε κατά 5,6%, κατά μέσο όρο, με τον ΕνΔΤΚ-ενέργεια να έχει μειωθεί κατά 11,8%. Η άνοδος του κόστους της ενέργειας εντός του 2022 (Γράφημα 3β) έχει διαχυθεί στις υπόλοιπες κατηγορίες που απαρτίζουν τον ΕνΔΤΚ. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα ο δομικός πληθωρισμός, ο οποίος εξαιρεί τις τιμές της ενέργειας και των μη επεξεργασμένων τροφίμων, να κινείται υψηλότερα από τη μεταβολή του ΕνΔΤΚ από τον Δεκέμβριο του 2022 και να διαμορφώνεται σε 8,2%, το πρώτο πεντάμηνο του έτους.
Τόσο το 2022, όσο και το πρώτο τετράμηνο του 2023 χαρακτηρίστηκαν επιπρόσθετα από τη σημαντική υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων. Συγκεκριμένα, το 2022, τα φορολογικά έσοδα κατέγραψαν αύξηση κατά Ευρώ 10 δισ., σε σχέση με το 2021. Στην εξέλιξη αυτή συνέβαλαν, σε μεγάλο βαθμό, οι έμμεσοι φόροι, οι οποίοι αυξήθηκαν κατά Ευρώ 7,9 δισ. σε σχέση με το 2021, με τα έσοδα για τα κρατικά ταμεία να προσεγγίζουν τα Ευρώ 38 δισ. Η σημαντική άνοδος των εσόδων από τους έμμεσους φόρους αποδίδεται κυρίως στη διεύρυνση της φορολογικής βάσης, δηλαδή στην αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης.
Το Γράφημα 1 αποτυπώνει τους παράγοντες που συνέβαλαν στην υψηλότερη καταναλωτική δαπάνη που συνιστά τη φορολογική βάση των έμμεσων φόρων και, κατ’ επέκταση, στη ραγδαία άνοδο των συνολικών φορολογικών εσόδων:
Πρώτον, η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης σε ονομαστικούς όρους, ειδικά το 2022, μπορεί να αποδοθεί, πρωτίστως, στις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, οι οποίες – ωθώντας προς τα πάνω τις τιμές των καταναλωτικών προϊόντων – ενίσχυσαν τη φορολογική βάση. Ως αποτέλεσμα, τα έσοδα από τους έμμεσους φόρους αυξήθηκαν χωρίς να μεταβληθεί ο φορολογικός συντελεστής.
Δεύτερον, η αύξηση του όγκου της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω των ισχυρών επιδράσεων βάσης που σημειώθηκαν κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, συνέβαλε επίσης στην κατεύθυνση αυτή. Ειδικότερα, η ιδιωτική κατανάλωση σε σταθερές τιμές (δηλαδή χωρίς την επίδραση του πληθωρισμού) παρέμεινε ανθεκτική και το 2022, καταγράφοντας άνοδο κατά 7,8% και συμβάλλοντας σε μεγάλο βαθμό στη μεγέθυνση της οικονομικής δραστηριότητας.
Τέλος, η αυξανόμενη χρήση καρτών στις συναλλαγές (οι οποίες αυξήθηκαν σε 1,74 δισ. συναλλαγές το 2022 από 1,49 δισ. το 2021) και η εξοικείωση του κοινού με τη χρήση των ψηφιακών μέσων πληρωμής οδήγησαν στον περιορισμό του φαινομένου της φοροδιαφυγής από τους έμμεσους φόρους, διευρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη φορολογική βάση και συμβάλλοντας στην επίτευξη υψηλότερων εσόδων για το 2022.
Η εξέλιξη αυτή αποτυπώνεται και στην άνοδο του λόγου των έμμεσων φορολογικών εσόδων προς τα συνολικά φορολογικά έσοδα, ο οποίος αυξήθηκε από 53% το 2013, σε 66% το 2022, το οποίο είναι το υψηλότερο ποσοστό που έχει καταγραφεί την τελευταία δεκαετία. Όπως φαίνεται και στο Γράφημα 2, παρατηρείται μια ολοένα αυξανόμενη συμμετοχή των έμμεσων φόρων στα φορολογικά έσοδα, σηματοδοτώντας, σε μεγάλο βαθμό, μια αλλαγή του μείγματος των φορολογικών εσόδων, με τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος) να έχουν μια διαρκώς μικρότερη συνεισφορά. Η επίδοση αυτή, ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, δεν οφείλεται στην αύξηση του φορολογικού βάρους στην καταναλωτική δαπάνη, καθώς ο φορολογικός συντελεστής ΦΠΑ, από το 2016 και μετά, παραμένει σταθερός, σε 24% από 23% το 2015.
Πιο αναλυτικά, το 2022, τα έσοδα της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν σημαντικά, κατά 16,4% και προσέγγισαν τα Ευρώ 98 δισ., έναντι Ευρώ 79 δισ., κατά μέσο όρο, από το 2013 έως και το 2021.
Η άνοδος των κρατικών εσόδων οφείλεται στην αύξηση, πρωτίστως, των έμμεσων φόρων, το περασμένο έτος, κατά Ευρώ 7,9 δισ., ή 26,5% και, δευτερευόντως, των άμεσων φόρων (+Ευρώ 2,1 δισ.) και των ασφαλιστικών εισφορών (+Ευρώ 1,6 δισ.). Από την άλλη πλευρά, οι δαπάνες της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκαν ηπιότερα, κατά Ευρώ 4,4 δισ. (+5,1%), με την κατηγορία δαπανών που κατέγραψε την υψηλότερη αύξηση να είναι οι επιδοτήσεις (Ευρώ 3,5 δισ., ή 68,6%).
Τους πρώτους τέσσερις μήνες του 2023, τα έσοδα συνέχισαν να αυξάνονται με έντονο ρυθμό, καθώς διαμορφώθηκαν σε Ευρώ 31,3 δισ. έναντι Ευρώ 28,4 δισ., το αντίστοιχο διάστημα του 2022. Η άνοδος οφείλεται, όπως και το 2022, πρωτίστως, στα έσοδα από φόρους, έμμεσους αλλά και άμεσους, τα οποία αυξήθηκαν κατά Ευρώ 922 εκατ. και Ευρώ 689 εκατ. αντίστοιχα. Σημαντικά αυξημένες, ωστόσο, είναι και οι δαπάνες, το πρώτο τετράμηνο του 2023 (+12,2%), σε σχέση με πέρυσι, και κυρίως οι κοινωνικές παροχές και οι επιδοτήσεις.
Το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης – λαμβάνοντας υπόψη και την καθαρή απόκτηση μη χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων – αν και παρέμεινε ελλειμματικό, συνεχίζει να αποκλιμακώνεται. Συγκεκριμένα, το 2022, διαμορφώθηκε σε έλλειμμα ύψους Ευρώ 4,6 δισ., έναντι 11,5 δισ. το 2021, ενώ τους πρώτους τέσσερις μήνες του τρέχοντος έτους ήταν της τάξης των Ευρώ 1,2 δισ., μειωμένο κατά σχεδόν Ευρώ 600 εκατ. σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2022.
Συνοψίζοντας, η υπεραπόδοση των φορολογικών εσόδων, το 2022, οφείλεται, σε μεγάλο βαθμό, στη μεγαλύτερη αύξηση των εσόδων από έμμεσους φόρους, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης της φορολογικής τους βάσης. Η δυναμική αυτή φαίνεται να συνεχίζεται και το τρέχον έτος, καθώς, το πρώτο τετράμηνο του 2023, οι έμμεσοι φόροι ως ποσοστό των φορολογικών εσόδων έχουν φτάσει στο 64%, ενώ οι πληθωριστικές πιέσεις αναμένεται να παραμείνουν αλλά σε ηπιότερο βαθμό σε σχέση με το 2022. Επιπλέον, η καταναλωτική δαπάνη εκτιμάται ότι θα συνεχίσει να συμβάλει στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, αν και ο ρυθμός ανόδου της θα επιβραδυνθεί σε 1,2% το 2023 (Πρόγραμμα Σταθερότητας 2023, Υπουργείο Οικονομικών, Απρίλιος 2023).