Θεσσαλονίκη 2004 μ.Χ. Ἕνα παντρεμένο ἀνδρόγυνο: ὁ Κώστας καί ἡ Μαρία, εὐκατάστατοι, μορφωμένοι, σαραντάρηδες. Ὁ Κώστας ἄθεος καί βλάσφημος. Ἡ Μαρία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουνε καί ἕνα γιό δωδεκάχρονο, παράλυτό το παιδάκι, ἀνάπηρο στό καροτσάκι ἀπό πέντε χρονῶν νήπιο. Καημός μεγάλος, καρφί στήν καρδιά τοῦ ἀνδρογύνου!
Εἶναι καλοκαίρι Ἰούλιος τοῦ 2004 μ.Χ. Ἡ Μαρία πληροφορεῖται ἀπό μιά φίλη της, στήν Ἐκκλησία, ὅ,τι κάποιος μοναχός, Ἁγιορείτης, ἡλικιωμένος, ἅγιος ἄνθρωπος μέ πολλά ἁγιοπνευματικά χαρίσματα φιλοξενεῖται ἀπό εὐλαβῆ γειτονική οἰκογένεια, κοινή γνωστή οἰκογένεια στήν ἐνορία τῆς Μαρίας. Ἡ Μαρία συνεννοεῖται μέ τόν σύζυγό της τόν Κώστα νά φέρουν τόν μοναχό στό σπίτι νά σταυρώσει τόν ἀνάπηρο τόν γιόκα τους, τόν Γιαννάκη. Ὁ πατέρας, ἄν καί ἄθεος, γιά χάρη τῆς γυναίκας τοῦ ἐνδίδει.
Ὁ μοναχός ὁ Ἁγιορείτης εἰδοποιεῖται κι ἔρχεται σπίτι τοῦ Κώστα καί τῆς Μαρίας. Τό ἀνδρόγυνο πληροφορεῖ τόν Ἁγιορείτη μοναχό, π. Ἀναστάσιο, ὅ,τι τό ἀνάπηρο ἀγοράκι βρίσκεται στήν κρεβατοκάμαρά του καθισμένο στό ἀνάπηρο καροτσάκι του καί νά μπεῖ ὁ Γέροντας π. Ἀναστάσιος νά τό σταυρώσει.
Τότε μέ ἔκπληξη οἱ δυό γονεῖς βλέπουν τόν π. Ἀναστάσιο νά μπαίνει καί νά κάθεται σέ μιά πολυθρόνα τοῦ σαλονιοῦ τοῦ σπιτιοῦ.
Λέει ὁ Κώστας, ὁ ἄθεος, εἰρωνικά στή σύζυγό του: ‘’Ρέ Μαρία τί ραμολιμέντο, γερό-ξεκούτη, ἔφερες σπίτι μας, αὐτός δέν μπορεῖ νά ξεχωρίσει σαλόνι ἀπό κρεβατοκάμαρα’’. Ντράπηκε ἡ Μαρία, κοκκίνησε, ἀλλά δέν ἔβγαλε μιλιά. Ἄκουσε τά λεγόμενα τοῦ Κώστα –ἀπό τήν σάλα ὁ Ἁγιορείτης καί φωνάζει καί στούς δυό: ‘’Γιά ἐλᾶτε στή σάλα πού θέλω νά σᾶς μιλήσω’’.
Ἀμέσως τό ἀνδρόγυνο, μέ ἔκδηλη ἀμηχανία καί περιέργεια, μπαίνουν στή σάλα τοῦ σπιτιοῦ τους καί σύν-κάθονται στόν καναπέ τοῦ σαλονιοῦ τούς ἀπέναντι ἀπό τόν π. Ἀναστάσιο. Τότε ὁ μοναχός ἀρχινάει καί λέει: ‘’Δέν μοῦ λές ἐσύ Κώστα πόσα χρόνια ἔχεις νά πᾶς στήν Ἐκκλησία, πόσες φορές βλαστημᾶς τήν ἡμέρα;’’. Κόκκαλο ὁ Κώστας καί ἄσπρος σάν πανί. Μετά ὁ π. Ἀναστάσιος πιάνει στό στόμα του καί τήν σύζυγό του Κώστα, τήν Μαρία κάνοντας ἕνα μικρό διάλογο μαζί της.
-π. Ἀναστάσιος: Μαρία, πόσα χρόνια ἔχεις νά κοινωνήσεις σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ;
-Μαρία: Πολλά χρόνια, οὔτε θυμοῦμαι.
-π. Ἀναστάσιος: Μαρία πόσα παιδάκια ἔχεις πετάξει στό νεροχύτη; (δηλαδή πόσες ἐκτρώσεις ἔχεις κάνει;)
-Μαρία: Τέσσερα (καταχλομη ἀπό ντροπή).
-π. Ἀναστάσιος: Γιατί Μαρία μου χώρισες τόν πρῶτο σου ἄνδρα; Κοκκίνησε τώρα σάν παπαρούνα ἀπό ἐνοχή ἡ Μαρία.
Τότε ὁ π. Ἀναστάσιος ἀπευθύνεται καί στούς δυό ἐμβρόντητους γονεῖς τόν Κώστα καί τήν Μαρία καί τούς λέει μέ αὐστηρή ἀγάπη: ‘’Νά γιατί μπῆκα ἀπό τήν ἀρχή στήν σάλα. Οἱ μεγάλοι ἄρρωστοί του σπιτιοῦ σᾶς εἴσαστε ἐσεῖς οἱ δυό. Τό ἀγοράκι σᾶς ὁ Γιαννάκης εἶναι ἀθῶος στήν ψυχή. Ὑποφέρει ἀπό σωματική ἀναπηρία γιά νά παιδαγωγηθεῖτε καί νά μετανοήσετε’’.
Βάζουν τά κλάματα, συγκλονίζονται, συνθλίβονται οἱ δυό γονεῖς.
‘’Καί τώρα, παππούλη, τί κάνουμε;’’
-π. Ἀναστάσιος: Τώρα θέλετε ἐξομολόγηση σέ κανονικό ἱερέα. Ἐγώ εἶμαι σκέτος μοναχός. Θά πᾶτε στόν πνευματικό της ἐνορίας σας, τόν π. Χαρίτωνα. Εἶναι ἅγιος ἄνθρωπος καί παντρεμένος. Ξέρει ἀπό οἰκογενειακά βάσανα. Θά τοῦ τά πεῖτε ὅλα μέ τό νῖ καί μέ τό σίγμα.
Πράγματι 5 Αὐγούστου ἐξομολογηθήκανε μέ κλάματα καί ταπεινότατη συντριβή καί εἰλικρινά στόν ἐν λόγω παππούλη. Ὁ ἐξομολόγος, πολύ καλός πνευματικός καί ἄνθρωπος, τούς διάβασε συγχωρητική εὐχή καί κατασυγκινημένος καί κλαίγοντας τούς εἶπε: ‘’Βρέ καλά μου παιδιά μέ κατασυγκινήσατε μέ τήν συντριβή σας, μέ τήν εἰλικρινῆ σας ταπεινότατη μετάνοια καί ἐξομολόγηση. Μεθαύριο, πού ξημερώνει Κυριακή καί εἶναι ἑορτή τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Χριστοῦ μᾶς (6 Αὐγούστου) νά πᾶτε νά κοινωνήσετε σέ ὅποιο ναό θέλετε. Δέν σᾶς βάζω οὔτε κανόνες, οὔτε ἐπιτίμια, οὔτε τίποτε. Εἶμαι σίγουρος ὅτι ὁ Χριστός μᾶς σᾶς συγχώρησε ἀπόλυτα’’.
Ἔτσι κι ἔγινε. Κοινωνημένοι, χαρούμενοι γύρισαν σπίτι τους νά περιποιηθοῦν τό ἀνάπηρο παιδάκι τους.
Καί νά τό μεγάλο θαῦμα!
Τό παιδάκι τους, τούς ἄνοιξε καταχαρούμενο τήν πόρτα πλήρως θεραπευμένο!
Τέλος καί τῷ Θεῶ Δόξα
Ἀπόσπασμα τοῦ βιβλίου “Ἡ ζωή διδάσκει τόν Χριστό” υπο μοναχοῦ Ι. Ἀθῆναι, 2017.