Με ατμομηχανή που κινδυνεύει να εκτροχιαστεί μπορεί να συγκριθεί η ελληνική αιγοπροβατοτροφία. Η τροχιά συρρίκνωσης στην οποία έχει εισέλθει προκαλεί ανησυχίες στους παραγωγούς για το εάν ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για τον κλάδο.

Τα στατιστικά δείχνουν σημαντικές αποχωρήσεις αιγοπροβατοτρόφων, σε έναν τομέα όπου, λένε οι παραγωγοί, ισχύει το «όποιος φεύγει δεν επιστρέφει».

Οσοι απομένουν προσπαθούν εναγωνίως να διασφαλίσουν την επιβίωσή τους, καθώς τα περιθώρια κέρδους από το γάλα και το κρέας που παράγουν είναι στενά έως μηδενικά.

Το κόστος παραγωγής έχει αυξηθεί κατακόρυφα, ενώ οι τιμές παραγωγού κινούνται σε… επίπεδα 1999! Ολα αυτά, έπειτα από τη «χειρότερη πασχαλινή περίοδο της τελευταίας 15ετίας» για την πώληση αμνοεριφίων, σύμφωνα με όσα είπαν παραγωγοί στην «Εφ.Συν.».

Από όλη την αλυσίδα της ελληνικής κτηνοτροφίας εξαρτώνται περίπου 500.000 εργαζόμενοι (από την παραγωγή και τη μεταποίηση των προϊόντων της ώς τις μεταφορές), σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ).

Ακόμη, η κτηνοτροφία απορροφά το 1/3 της φυτικής εγχώριας παραγωγής και άρα η πορεία της έχει αντίκτυπο στην ελληνική γεωργία.

Η παραγωγή αιγοπρόβειου κρέατος καταγράφει τα υψηλότερα ποσοστά αυτάρκειας. Συγκεκριμένα, καλύπτει το 88,5% της εγχώριας κατανάλωσης, με στοιχεία του 2014, οπότε παράχθηκαν 108.769 τόνοι αιγοπρόβειου κρέατος.

Στο γάλα τα ποσοστά αυτάρκειας είναι ακόμη υψηλότερα: το 2015 παράχθηκαν 539.641 τόνοι πρόβειου γάλακτος (94% εκτίμηση αυτάρκειας) και 127.903 τόνοι γίδινου γάλακτος (100% εκτίμηση αυτάρκειας). Στα υπόλοιπα είδη γάλακτος και κρέατος (πλην των πουλερικών) η εγχώρια παραγωγή είναι αρκετά ελλειμματική.

Παραγωγή γάλακτος

Η κτηνοτροφια σε αριθμούς

Από τους περίπου 650.000 τόνους γάλακτος, λοιπόν, που προσφέρει η αιγοπροβατοτροφία ετησίως, παράγονται 97.000 τόνοι φέτας και 15.000 τόνοι υπόλοιπων τυριών (κασέρια κ.λπ.) καθώς και 11.000 τόνοι γιαουρτιού.

Η φέτα αποτελεί τη «ναυαρχίδα» των διατροφικών προϊόντων του κλάδου, καταγράφοντας αύξηση εξαγωγών σε ετήσια βάση. Το ελληνικό ΠΟΠ (Προστατευόμενης Ονομασίας Προέλευσης) τυρί εξάγεται σε 65 και πλέον χώρες, με τις μεγαλύτερες ποσότητες να κατευθύνονται σε Γερμανία, Βρετανία και Ιταλία.

Το 2016 εξήχθησαν 51.000 τόνοι, με την αξία των εξαγωγών να ανέρχεται στα 332.020.434 ευρώ, σύμφωνα με τη Eurostat. Μοιάζει, λοιπόν, ο κλάδος να έχει λαμπρό μέλλον; Υπάρχουν αριθμητικά δεδομένα που δεν το επιβεβαιώνουν…

Σύμφωνα με στοιχεία του ΣΕΚ, το 2016 οι εκμεταλλεύσεις στην αιγοπροβατοτροφία έπεσαν στις 84.000 από τις 87.000 το 2015. Το 2008, καταγράφουν οι ίδιες πηγές, οι εκμεταλλεύσεις ανέρχονταν σε 125.000 – περισσότερες, δηλαδή, κατά 41.000 συγκριτικά με σήμερα. Ως συμπέρασμα, την τελευταία 8ετία αποχωρούν από τον κλάδο 5.125 παραγωγοί ετησίως.

Σύμφωνα πάντα με τον ΣΕΚ, από τους 84.000 αιγοπροβατοτρόφους σχεδόν οι μισοί είναι άνω των 55 ετών – δηλαδή κοντά στη σύνταξη.

Οι 33.000 (δηλαδή το 39% του συνόλου) είναι μικροί παραγωγοί με κεφάλαιο κάτω από 50 ζώα – μια κατηγορία που ενδεχομένως συμπεριλαμβάνει ανθρώπους που μένουν στην παραγωγή για το μεράκι τους.

Οι 20.000 (24%) είναι αυτοί που δίνουν το 65% της συνολικής ποσότητας γάλακτος και κρέατος που παράγει η χώρα. Μόλις το 5%-7% των αιγοπροβατοτρόφων είναι κάτω των 30 ετών, ποσοστό που δείχνει ότι ο κλάδος διατρέχει «δημογραφικό» κίνδυνο.

Το σημαντικότερο πρόβλημα, όμως, σύμφωνα με τον ΣΕΚ, είναι η μειωμένη ανταγωνιστικότητα του τομέα, η οποία προκαλεί μείωση στο εισόδημα των κτηνοτρόφων.

Ως κύρια αιτία ο Σύνδεσμος αναφέρει το υψηλό κόστος παραγωγής και τις χαμηλές τιμές πώλησης των παραγόμενων προϊόντων.

Σε υπόμνημά του ο ΣΕΚ λέει ότι οι τιμές πώλησης σε γάλα και κρέας παρέμειναν στα ίδια επίπεδα ή μειώθηκαν συγκριτικά με την περίοδο προ κρίσης, σε αντίθεση με τις ζωοτροφές, το κόστος των οποίων αυξήθηκε ραγδαία.

Περιγράφει τα εξής: το 1999 η τιμή πώλησης ανά λίτρο πρόβειου γάλακτος ήταν 285-335 δραχμές (0,84-0,98 ευρώ). Σήμερα, είναι στα 0,94 ευρώ το λίτρο.

Στις ζωοτροφές το 2001, η τιμή αγοράς ανά κιλό καλαμποκιού και κριθαριού ήταν 25 δραχμές (περίπου 0,07 ευρώ) και στο τριφύλλι 20 δραχμές (περίπου 0,06 ευρώ). Σήμερα, η τιμή στο καλαμπόκι και στο κριθάρι είναι στα 0,25 ευρώ και στο τριφύλλι 0,23 ευρώ, «που σημαίνει αύξηση 300% περίπου».

Δεύτερος συντελεστής διαμόρφωσης του κόστους παραγωγής είναι η ενέργεια. Και οι συγκεκριμένες δαπάνες, σύμφωνα με πηγές του ΣΕΚ, έχουν υπερδιπλασιαστεί στη διάρκεια των τελευταίων ετών: όσον αφορά το ηλεκτρικό ρεύμα, η κιλοβατώρα ανέβηκε από τα 0,04 ευρώ το 2008 στα 0,10 ευρώ το 2016, ενώ το πετρέλαιο -στο ίδιο χρονικό βάθος- από 0,60 ευρώ ανέβηκε στο 1,3 ευρώ ανά λίτρο.

Οι παραγωγοί δηλώνουν ότι το κόστος παραγωγής ενός λίτρου γάλακτος σήμερα είναι κοντά στα 0,93 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου του κόστους εργασίας για άμελξη, βοσκή κ.λπ.), επομένως το κέρδος για τον αιγοπροβατοτρόφο είναι απειροελάχιστο, σχεδόν μηδενικό.

Οσον αφορά το κρέας, σύμφωνα πάντα με ανθρώπους του κλάδου, το κόστος παραγωγής στο πρόβειο ανέρχεται σήμερα στα 5-5,5 ευρώ ανά κιλό.

Ωστόσο, το περασμένο Πάσχα -περίοδο κατά την οποία «εθιμοτυπικά» οι αιγοπροβατοτρόφοι αναμένουν να συγκεντρώσουν ένα μεγάλο μέρος του ετήσιου εισοδήματός τους- η τιμή πώλησης στα 5 ευρώ ήταν η… ακραία καλή, όπως περιγράφουν κτηνοτρόφοι.

Μεσοσταθμικά, πούλησαν μεταξύ 4,2-4,7 ευρώ το κιλό. Και φέτος, εξηγούν, είχαν έρθει αρκετά αμνοερίφια από το εξωτερικό (Ρουμανία, Βουλγαρία, ΠΓΔΜ) από την περίοδο του χειμώνα, είτε ζωντανά είτε σφαγμένα, αν και παρατηρήθηκε ότι οι τιμές τους δεν ήταν πολύ χαμηλότερες των ελληνικών.

Το ζωικό κεφάλαιο

Το ίδιο χρονικό διάστημα, οι κτηνοτρόφοι στον ελλαδικό χώρο έσφαζαν ζώα για εξαγωγές ή πωλούσαν το ζωικό τους κεφάλαιο, μη αναμένοντας την πασχαλινή περίοδο, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες για ρευστότητα ή να μειώσουν το κόστος, καθώς ο φετινός βαρύς χειμώνας σήμαινε μεγαλύτερες δαπάνες σε ζωοτροφές, εφόσον δεν μπορούσαν να βγάλουν τα ζώα για βοσκή στο κρύο.

Ετσι, υπήρξαν έμποροι που προέβησαν σε «εσπευσμένες» αγορές με χαμηλές τιμές, φύλαξαν τα ζώα σε μαντριά και κάλυψαν όποια έλλειψη εμφανίστηκε στη διάρκεια του Πάσχα, όπως περιγράφουν παραγωγοί.

Τον περασμένο Απρίλιο, πάντως, σε κτηνοτρόφους που προσπαθούσαν να πουλήσουν κρέας σε καλές τιμές ειπώθηκε ότι υπήρχαν μεγάλες προσφερόμενες ποσότητες.

Ως αποτέλεσμα, τα παζάρια με τους εμπόρους ξεκίνησαν από χαμηλές τιμές και επομένως οι παραγωγοί που «επένδυσαν» σε καλύτερες πασχαλινές τιμές βρέθηκαν απλώς να κυνηγάνε τη μείωση της χασούρας. Οσοι δεν έδωσαν έμφαση στην πασχαλινή περίοδο, έσφαξαν νωρίτερα και εκμεταλλεύτηκαν το γάλα, αναζητώντας το όποιο κέρδος.

Ολα αυτά ενώ, όπως περιγράφουν κτηνοτρόφοι, πολλοί συνάδελφοί τους για να αποφύγουν δαπάνες από το κόστος παραγωγής επιλέγουν να σκοτώνουν τα αρσενικά νεογνά την ώρα που γεννιούνται – ένα φαινόμενο που άρχισε να εμφανίζεται την τελευταία 6ετία, αλλά σήμερα έχει αρχίσει να γενικεύεται.

Ο μεγάλος φόβος των αιγοπροβατοτρόφων είναι το ενδεχόμενο να ακολουθήσει ο κλάδος τους την πορεία της αγελαδοτροφίας, τομέα στον οποίο η ελληνική παραγωγή, τόσο στο γάλα όσο και στο κρέας, υποχωρεί συνεχώς.

Το εμπορικό αγροτικό ισοζύγιο επιβαρύνεται κατά 1,8 δισ. ευρώ περίπου (στοιχεία 2015) για εισαγωγές κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων.

Σύμφωνα με τον ΣΕΚ, σήμερα στο βόειο κρέας η ελληνική αγορά εισάγει το 80% των αναγκών της, σε μορφή σφαγίων και ζώντων ζώων με αξία 406 εκατ. ευρώ το 2015, ενώ στο αγελαδινό γάλα εισάγει τουλάχιστον το 60% των εγχώριων αναγκών.

Ο Σύνδεσμος λέει ότι η κτηνοτροφία σήμερα έχει ξεπεράσει τα όρια της παραγωγικής της επιβίωσης και ο κλάδος βρίσκεται σε διαρκή συρρίκνωση.

Ενδεχόμενη κατάρρευσή του θα προκαλέσει ισχυρούς κραδασμούς σε όλη την αλυσίδα παραγωγής, με την απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας, και βεβαίως θα αποτελέσει ένα ισχυρό χτύπημα στους αγρότες που στρέφουν την παραγωγή τους στην κτηνοτροφία, καλλιεργώντας κτηνοτροφικά φυτά και ζωοτροφές.

ΣΕΚ: Οι δύο άξονες για τη βιωσιμότητα του κλάδου

Αιγοπρόβατα

Οι κτηνοτρόφοι ζητούν εναγωνίως μέτρα για τη βιωσιμότητα και την εδραίωση του κλάδου τους ως βασικού πυλώνα οικονομικής δραστηριότητας.

Στο Σχέδιο Εθνικής Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης της Κτηνοτροφίας που έχει παρουσιάσει ο Σύνδεσμος Ελληνικής Κτηνοτροφίας (ΣΕΚ), τα προτεινόμενα μέτρα κατατάσσονται σε δύο άξονες: έναν άμεσης στρατηγικής για την επιβίωση της κτηνοτροφίας και έναν δεύτερο, μακροπρόθεσμης στρατηγικής. Συνοπτικά, ανάμεσα σε άλλα μέτρα, ζητούνται:

Πρώτος άξονας:

α) Εξασφάλιση ρευστότητας για τις κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις με χαμηλότοκα δάνεια.

β) Μείωση των φορολογικών επιβαρύνσεων και ιδιαίτερα του ΦΠΑ στα ζώντα ζώα και στις χονδροειδείς ζωοτροφές, από 24% στο 13%, με προοπτική περαιτέρω μείωσης στο 8%. Απαλλαγή των παραγωγικών ακινήτων (στάβλοι, αποθήκες, χωράφια) από κάθε φόρο, συμπεριλαμβανομένου του ΕΝΦΙΑ και του συμπληρωματικού φόρου.

γ) Μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος.

δ) Κατάργηση φόρου επιτηδεύματος.

Δεύτερος άξονας:

α) Αξιοποίηση πρότασης του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης από φέτος για συνδεδεμένες ενισχύσεις στην παραγωγή ζωοτροφών (ιδιαίτερα των πρωτεϊνούχων) και ενεργοποίηση επενδυτικών σχεδίων στα πρότυπα των «Μικρών Σχεδίων Βελτίωσης», προϋπολογισμού έως 100.000 ευρώ για κτηνοτρόφους που παράγουν οι ίδιοι ζωοτροφές.

β) Δημιουργία τράπεζας γενετικού υλικού ντόπιων φυλών αγροτικών ζώων.

γ) Επιστημονική στήριξη και εκπαίδευση κτηνοτρόφων.

δ) Οργάνωση παραγωγικής βάσης, με τις Οργανώσεις Παραγωγών και ιδίως του Συνεταιρισμούς να έχουν στρατηγικό ρόλο στην ανασυγκρότηση του κλάδου, ώστε να εξασφαλιστούν οικονομίες κλίμακας, με στόχο τις ανταγωνιστικές τιμές, μείωση κόστους παραγωγής κ.ά.

Ακόμη, ο ΣΕΚ ζητά μέτρα στήριξης όπως:

α) Αμεση αποζημίωση από τον ΕΛΓΑ των θανόντων από την κακοκαιρία ζώων.

β) Δρομολόγηση προγράμματος ΠΣΕΑ για κάλυψη ζημιών σε υποδομές.

γ) Αποζημίωση απώλειας γάλακτος είτε από de minimis είτε από άλλα κοινοτικά ή εθνικά προγράμματα.

δ) Αναστολή για ένα χρόνο των οφειλών των πληγέντων κτηνοτρόφων.

Πηγή:https://www.efsyn.gr