Χρονιά όπου οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις θα πρέπει να εστιάσουν στη δημοσιονομική προσαρμογή είναι το 2024 σύμφωνα με την S&P Global Ratings, καθώς το μονοπάτι για τη μείωση του χρέους γίνεται δυσκολότερο.
Όμως, η πρόοδος αναμένεται ανομοιογενής, με την Ελλάδα, την Κύπρο και την Πορτογαλία να μειώνουν ήδη σημαντικά τα χρέη τους, τάση η οποία αναμένεται να συνεχιστεί. Αντίθετα, Ιταλία και Ισπανία επιδιώκουν λιγότερο φιλόδοξη τροχιά μείωσης του χρέους, ενώ Γαλλία και Βέλγιο αναμένεται να εμφανίσουν στασιμότητα, εάν δεν λάβουν πρόσθετα μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής. Στην Γερμανία και την Αυστρία, η S&P περιμένει ήπια μόνο μείωση του χρέους.
Όπως εξηγούν οι αναλυτές της S&P, το 2024 θα είναι ένα έτος καμπής για τα δημόσια οικονομικά της Ευρωζώνης. Παρότι οι έκτακτες συνθήκες της πανδημίας και της ενεργειακής κρίσης δίνουν τη θέση τους σε ένα πιο κανονικό μακροοικονομικό περιβάλλον και στη μείωση του πληθωρισμού, εντούτοις οι ανησυχίες για τα υψηλά επίπεδα των χρεών, σε συνδυασμό με την νομισματική σύσφιγξη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας θα απαιτήσουν από τις κυβερνήσεις να εστιάσουν στη δημοσιονομική προσαρμογή.
Άλλωστε, το δημοσιονομικό πλαίσιο βρίσκεται στην κορυφή της ατζέντας της Ε.Ε., με την επαναφορά των κανόνων που ανεστάλησαν το 2020. Αν και οι νέοι δημοσιονομικοί κανόνες συνεπάγονται μεγαλύτερη ευελιξία σε σχέση με τους προηγούμενους, εντούτοις η επαναφορά τους σημαίνει ότι οι χώρες με μεσαία-υψηλά χρέη θα βρεθούν στο μικροσκόπιο και θα αντιμετωπίσουν πιέσεις να μειώσουν τον δανεισμό τους, τονίζει η S&P.
Οι προκλήσεις της μείωσης του χρέους μεγαλώνουν, καθώς το υψηλότερο κόστος των τόκων επιβαρύνει τους κρατικούς προϋπολογισμούς, ενώ η χαμηλή ανάπτυξη υπονομεύει τα έσοδα. Και μακροπρόθεσμα, η γήρανση των πληθυσμών επιβαρύνει τις δαπάνες, την ώρα που οι κυβερνήσεις πιέζονται να αυξήσουν τόσο τις αμυντικές δαπάνες τους όσο και τις επενδύσεις για την ενεργειακή και την ψηφιακή μετάβαση μεταξύ άλλων.
Η Ελλάδα
Στο περιβάλλον αυτό, ωστόσο, οι πληρωμές τόκων της Ελλάδας αναμένεται, σύμφωνα με την S&P, να παραμείνουν περιορισμένες έως το 2026, με δεδομένο ότι το 75% του ελληνικού χρέους είναι προς τον επίσημο τομέα, ενώ το χρέος ως προς το ΑΕΠ βρίσκεται σε πτώση (κάτι που μειώνει τις δαπάνες για τόκους). Η χώρα ωφελείται επίσης από την πολύ μακρινή ωρίμανση του χρέους της (γύρω στα 20 χρόνια), που σημαίνει ότι τα υψηλότερα επιτόκια θα περάσουν πιο αργά στις πληρωμές των τόκων.
Κατόπιν τούτων, η S&P επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει ήδη μειώσει το χρέος της κάτω από τα προ-πανδημίας επίπεδα (αναμένεται να διαμορφωθεί στο 162% του ΑΕΠ για το 2023), καθώς επέστρεψε σε πρωτογενή πλεονάσματα από το 2022, πήρε περιορισμένα μέτρα απέναντι στο πληθωριστικό σοκ, έλαβε στήριξη από τον ανθεκτικό τουρισμό και ωφελήθηκε από τη θετική επίδραση του πληθωρισμού στα κρατικά έσοδα.
Μάλιστα, αναφερόμενη στην Ελλάδα, την Κύπρο και την Πορτογαλία, η S&P τονίζει πως η σημερινή κατάσταση των χωρών αυτών έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τις επιδόσεις τους στην κρίση χρέους, όταν ήταν ανάμεσα στις χώρες που χρειάστηκαν πακέτα διάσωσης.