Έντονη πίεση από τους επιχειρηματικούς φορείς για παρέμβαση και στις συναλλαγές με αξία άνω των 10 ευρώ
«Χρυσές» προμήθειες απολαμβάνουν οι εταιρείες του χρηματοπιστωτικού τομέα που εμπλέκονται στις συναλλαγές με κάρτες, καθώς η υποχρεωτική εγκατάσταση POS στις επιχειρήσεις έχει επιταχύνει θεαματικά την αύξηση του αριθμού και της αξίας αυτών των συναλλαγών. Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών δέχεται έντονη πίεση πλέον να παρέμβει με μια νομοθετική ρύθμιση για να μπει πλαφόν στις προμήθειες και σε συναλλαγές με κάρτες αξίας άνω των 10 ευρώ.
Η ελληνική αγορά έχει γίνει Ελντοράντο για τις τράπεζες, τις εταιρείες εκκαθάρισης συναλλαγών και τους διεθνείς οργανισμούς πληρωμών (Visa, Mastercard), καθώς είναι η μοναδική χώρα της Ευρώπης, μαζί με την Ιταλία, όπου η εγκατάσταση POS στις επιχειρήσεις έχει καταστεί υποχρεωτική, ενώ και άλλοι παράγοντας τα προηγούμενα χρόνια οδήγησαν στην εκθετική αύξηση της αξίας των συναλλαγών.
Παρά την αύξηση αυτή, οι εμπλεκόμενες στις συναλλαγές χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις δεν προχώρησαν σε ουσιαστική μείωση των προμηθειών και άλλων επιβαρύνσεων των συναλλαγών, καθώς ο μεταξύ τους ανταγωνισμός είναι εξαιρετικά υποτονικός, με αποτέλεσμα να έχουν εκτιναχθεί στα ύψη τα έσοδά τους.
Στοιχεία που επεξεργάσθηκε το ΙΟΒΕ επιβεβαιώνουν ότι οι συναλλαγές με κάρτα είναι, πιθανότατα, ο ταχύτερα αναπτυσσόμενος τομέας οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα! Με έτος βάσης το 2014 (=100), η αξία των συναλλαγών σχεδόν είχε 9πλασιασθεί το 2022 (ο δείκτης έφθασε 895). Η μεγάλη ανάπτυξη ήλθε μετά την επιβολή των capital controls το 2015 και επιταχύνθηκε τα τελευταία χρόνια με την καθιέρωση της υποχρεωτικότητας των συναλλαγών με κάρτα.
Η κυβέρνηση αναγκάσθηκε να ρυθμίσει με νομοθετική παρέμβαση τις προμήθειες στις συναλλαγές μικρής αξίας, μέχρι 10 ευρώ, όμως από τον επιχειρηματικό κόσμο ασκείται πλέον ισχυρή πίεση για μια συνολικότερη παρέμβαση που θα αφορά και συναλλαγές μεγαλύτερης αξίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το θέμα της μείωσης των προμηθειών σε συναλλαγές αξίας άνω των 10 ευρώ με νομοθετική ρύθμιση έθεσε πριν λίγες ημέρες στον υφυπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Χρίστο Δήμα το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινούνται οι περισσότεροι συλλογικοί φορείς των επιχειρήσεων.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Κωστής Χατζηδάκης, μιλώντας πρόσφατα στην Ελληνική Ένωση Τραπεζών ζήτησε από τις τράπεζες να μειώσουν τις προμήθειες τους, προειδοποιώντας ότι αν δεν το κάνουν οι ίδιες θα παρέμβει η κυβέρνηση με νομοθετική ρύθμιση.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το υπουργείο θέλει να αποφύγει μια τόσο «βαριά» παρέμβαση στην τιμολογιακή πολιτική των χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων που εμπλέκονται στις συναλλαγές με κάρτες και θα περιμένει μερικούς μήνες για να διαπιστώσει αν εντείνεται ο μεταξύ τους ανταγωνισμός για να μειωθούν οι προμήθειες. Ωστόσο, αν αυτές παραμείνουν στα σημερινά, εξαιρετικά υψηλά επίπεδα, ιδιαίτερα για μια αγορά όπου είναι υποχρεωτικές οι συναλλαγές με κάρτες, θα πρέπει να προχωρήσει σε μια ρυθμιστική παρέμβαση.
Οι ίδιες πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτή η παρέμβαση θα κινηθεί στην ίδια κατεύθυνση με τη νομοθετική ρύθμιση για τις μικρές συναλλαγές. Βασικό σημείο θα είναι η προσωρινότητα της επιβολής πλαφόν -για τρία χρόνια με δυνατότητα επέκτασης. Το πλαφόν θα μπει σε καθεμιά από τις επιμέρους κατηγορίες προμηθειών, που επιβάλλονται από τράπεζες, εταιρείες εκκαθάρισης και οργανισμούς πληρωμών, όπως έγινε και με τη ρύθμιση για τις μικρές συναλλαγές.
Τα ποσοστά του πλαφόν θα διαφοροποιηθούν, όμως η αρχιτεκτονική της ρύθμισης θα είναι η ίδια με αυτή για τις μικρές συναλλαγές, που προβλέπει ότι:
Α) Η ανώτατη προμήθεια εκκαθάρισης που χρεώνεται ο έμπορος από τον πάροχο υπηρεσιών πληρωμών δεν δύναται να υπερβαίνει 0,50% της αξίας της συναλλαγής.
Β) Η ανώτατη διατραπεζική προμήθεια, δεν δύναται να υπερβαίνει το 0,10% της αξίας της συναλλαγής για χρεωστικές και προπληρωμένες κάρτες ιδιωτών και το 0,15% της αξίας της συναλλαγής για πιστωτικές κάρτες ιδιωτών.
Γ) Η ανώτατη χρέωση του παρόχου υπηρεσιών πληρωμών από διεθνείς οργανισμούς καρτών δεν δύναται να υπερβαίνει το 0,10% της αξίας της συναλλαγής.