Περίπου 2,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως – παιδιά και ενήλικες- ή σχεδόν το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού αντιμετωπίζουν αυξημένους κινδύνους υγείας, επειδή είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα.
Σε αυτούς περιλαμβάνονται σχεδόν 108 εκατομμύρια παιδιά και πάνω από 600 εκατομμύρια ενήλικες που εμφανίζουν παχυσαρκία, έχοντας δείκτη μάζας σώματος πάνω από 30. Η παχυσαρκία έχει διπλασιασθεί σε περισσότερες από 70 χώρες κατά τα τελευταία 35 χρόνια, ενώ εμφανίζει συνεχή αύξηση σχεδόν σε όλες τις άλλες χώρες.
Σε ορισμένες χώρες η παιδική παχυσαρκία εμφανίζει ταχύτερη αύξηση διαχρονικά σε σχέση με αυτή των ενηλίκων. Μεταξύ των 20 χωρών με τον μεγαλύτερο πληθυσμό, το μεγαλύτερο ποσοστό παιδικής και νεανικής παχυσαρκίας υπάρχει στις ΗΠΑ (σχεδόν 13%), ενώ οι περισσότεροι παχύσαρκοι ενήλικες υπάρχουν στην Αίγυπτο (περίπου 35% ή πάνω από ένας στους τρεις ενήλικες). Τα χαμηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας υπάρχουν στο Βιετνάμ και στο Μπαγκλαντές (από 1%).
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι πεθαίνουν εξαιτίας προβλημάτων σχετικών με την παχυσαρκία, όπως καρδιοπάθειας, καρκίνων (οισοφάγου, παχέος εντέρου, ήπατος, παγκρέατος, μαστού, μήτρας, νεφρών κ.α.), διαβήτη και άλλων παθήσεων, σύμφωνα με τη μελέτη. Από τα τέσσερα εκατομμύρια θανάτους που αποδόθηκαν στο υπερβολικό βάρος το 2015, σχεδόν το 40% αφορούσαν ανθρώπους που δεν ήσαν παχύσαρκοι αλλά απλώς υπέρβαροι, έχοντας δείκτη μάζας σώματος 25 έως 30.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον δρα Κρίστοφερ Μάρεϊ, διευθυντή του Ινστιτούτου Μετρήσεων και Αξιολόγησης της Υγείας του Πανεπιστημίου Ουάσιγκτον στο Σιάτλ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικο ιατρικό περιοδικό “The New England Journal of Medicine”, αξιολόγησαν στοιχεία για 195 χώρες, τα οποία αφορούσαν την περίοδο 1980-2015. «Αυτές οι μισο-σοβαρές αποφάσεις κάθε Πρωτοχρονιά που παίρνει κανείς ελπίζοντας να χάσει βάρος, πρέπει επιτέλους να μετατραπούν σε σοβαρές αυτοδεσμεύσεις για όλη τη χρονιά, έτσι ώστε όντως πολλοί άνθρωποι να χάσουν βάρος και να μην το ξαναπάρουν», δήλωσε ο Μάρεϊ.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ