Αποστολή εξερεύνησης στο νησί Μιντανάο των Νοτίων Φιλιππινών έφερε στο φως 126 είδη, πολλά εκ των οποίων μοναδικά στον κόσμο – μιλά στο «Βήμα» για τις προκλήσεις και τα οφέλη τέτοιων αποστολών ο διάσημος αμερικανός ερπετολόγος που την οργάνωσε.
Με τη νέα χρονιά είπαμε να σας ταξιδέψουμε σε έναν μακρινό παράδεισο, έστω και μέσα από αυτές τις σελίδες αφού τα αληθινά ταξίδια σε τέτοιους παραδείσους μάλλον έχουν μετατραπεί σε είδος προς… εξαφάνιση. Πρόκειται για έναν παράδεισο βιοποικιλότητας που κρύβεται στη φύση ενός νησιού στις Νότιες Φιλιππίνες, του Μιντανάο, και φιλοξενεί είδη μοναδικά, τα οποία επίσης κινδυνεύουν να εξαφανιστούν. Μια πρόσφατη επιστημονική αποστολή εξερεύνησης των βουνών του Μιντανάο με επικεφαλής έναν από τους πιο γνωστούς ερπετολόγους παγκοσμίως, τον καθηγητή του Τμήματος Οικολογίας και Εξελικτικής Βιολογίας στο Ινστιτούτο Βιοποικιλότητας του Πανεπιστημίου του Κάνσας Ρέιφ Μπράουν, οδήγησε στην καταγραφή ούτε ενός ούτε δύο αλλά 126 ειδών αμφιβίων και ερπετών, μετατρέποντας αυτό το άγνωστο στους πολλούς (Δυτικούς και όχι μόνο) σημείο του χάρτη σε ένα «κουτί του θησαυρού» σε ό,τι αφορά τη βιοποικιλότητα. Με «ξεναγό» μας λοιπόν τον αμερικανό καθηγητή, ελάτε να μάθουμε τα ωραία και τα δύσκολα των επιστημονικών αποστολών εξερεύνησης κατανοώντας παράλληλα τη σημασία τους για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας, χωρίς την οποία είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι τελικώς το δικό μας είδος θα είναι εκείνο που θα εξαφανιστεί.
Ο παράδεισος και η κόλαση
Είναι εκπληκτικό το πώς μοναδικά είδη επιζούν σε αυτήν την περιοχή – το 95% των αμφίβιων ειδών του Μιντανάο δεν απαντώνται πουθενά αλλού στον κόσμο – αν κάποιος αναλογιστεί πως ο συγκεκριμένος νησιωτικός παράδεισος της άγριας ζωής είναι σε μεγάλο βαθμό μια κόλαση για τους κατοίκους του. Αποικιακές λεηλασίες, έντονες διαμάχες μεταξύ φυλών, σεχταρισμός, πειρατεία, διακίνηση ναρκωτικών, λαθροθηρία, παράνομη υλοτομία, καταστρεπτικές πρακτικές εξόρυξης είναι το σκηνικό της καταστροφής του περιβάλλοντος του νησιού. Ο δρ Μπράουν εξηγεί μιλώντας στο «Βήμα» πως «στο Μιντανάο υπάρχουν περί τις 22 εντελώς διαφορετικές εθνογλωσσικές ομάδες οι οποίες μιλούν ίσως και 70 διαφορετικές γλώσσες – πρόκειται δηλαδή για ένα άκρως πολύπλοκο πολιτισμικό παζλ. Οι συγκρουόμενες αυτές κουλτούρες βρίσκονται στα μαχαίρια για περισσότερα από 500 χρόνια». Ιστορικώς, υπήρχε πάντα ένταση μεταξύ της εθνικής καθολικής κυβέρνησης και της μουσουλμανικής τοπικής κυβέρνησης. Μέσα σε όλα αυτά, τα διαφορετικά ενδιαφέροντα και συμφέροντα των πολυάριθμων ομάδων ιθαγενών δυναμιτίζουν το κλίμα στην περιοχή, με θύμα τους φυσικούς πόρους που είναι πολλοί και πολύτιμοι. Το Μιντανάο έχει πλούσια κοιτάσματα μετάλλων αλλά και πολλά δάση (βούτυρο στο ψωμί των παράνομων υλοτόμων). Παράλληλα το έδαφος των τροπικών δασών είναι πολύ γόνιμο, γεγονός που καθιστά τις πεδινές περιοχές άκρως ελκυστικές σε γεωργικές επιχειρήσεις. «Υπάρχουν λοιπόν διαμάχες για όλους αυτούς τους πόρους εδώ και εκατοντάδες χρόνια».
Και όμως, παρά τις τόσες πανταχόθεν απειλές, η μαγική φύση αυτού του τροπικού τόπου ανθίσταται φιλοξενώντας μοναδικά είδη και χαρίζοντας στους επιστήμονες αλλά και στην παγκόσμια βιοποικιλότητα έναν θησαυρό. Εναν θησαυρό που δεν μπορούσε να αφήσει ανεξερεύνητο ο δρ Μπράουν ο οποίος πρόσφατα οργάνωσε μαζί με συναδέλφους του από άλλα κέντρα μια αποστολή στα βουνά του Μιντανάο με στόχο τη μελέτη της πανίδας τους. Μαζί του πήρε ως βοηθούς για την απαιτητική έρευνα πεδίου φοιτητές του Πανεπιστημίου του Κάνσας ενώ είχε και την πολύτιμη συμβολή επιστημόνων από το Πανεπιστήμιο Father Saturnino Urios στην Μπουτουάν των Φιλιππίνων, το Πανεπιστήμιο της Οκλαχόμα, το Εθνικό Μουσείο των Φιλιππινών και το Πανεπιστήμιο Silliman στην Ντουμαγκέτ των Φιλιππινών.
Ο ίδιος ο δρ Μπράουν μάς λέει ότι ολόκληρο το αρχιπέλαγος των Φιλιππινών αποτελεί ένα… κουτί του θησαυρού για τους βιολόγους. «Πρόκειται για ένα σημαντικό “κέντρο” βιοποικιλότητας». Και μέσα σε αυτό το κέντρο, το επίκεντρο φαίνεται να είναι το Μιντανάο. «Η βιοποικιλότητα των Φιλιππινών είναι εκπληκτική, ενώ το Μιντανάο – και ιδιαιτέρως το συγκεκριμένο τμήμα των βουνών στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού που μελετήσαμε –  αποτελεί το κέντρο του κέντρου αυτής της τεράστιας ποικιλίας ειδών».

Καταγραφή 126 ειδών
Η εξερεύνηση του νησιού απέδωσε σημαντικούς καρπούς και οδήγησε τον περασμένο Οκτώβριο στη δημοσίευση μελέτης στην επιστημονική επιθεώρηση ανοικτής πρόσβασης «Zookeys», όπου οι καρποί αυτοί περιγράφονται: καταγραφή συνολικά 126 ειδών στα οποία περιλαμβάνονταν 40 είδη βατράχων, ένα άποδο αμφίβιο της οικογένειας των καικιλίδων (Caeciliidae), 49 διαφορετικές σαύρες, 35 είδη φιδιών, ένα είδος χελώνας του γλυκού νερού και ένα είδος κροκοδείλου. Ο καθηγητής Μπράουν δηλώνει ενθουσιασμένος με τις ανακαλύψεις. «Πρόκειται για τον μεγαλύτερο αριθμό αμφιβίων και ερπετών που έχουν καταγραφεί ποτέ σε μία μόνο περιοχή του Μιντανάο.

Ενθουσιάστηκα με τον εντοπισμό αρκετών ειδών “μεγαλοδόντων” βατράχων που είναι ενδημικοί στις Νότιες Φιλιππίνες – πρόκειται για βατράχους με ασυνήθιστα μεγάλα δόντια ενώ στα περισσότερα είδη τα δόντια είναι μικρά ή ανύπαρκτα. Ενθουσιάστηκα επίσης βλέποντας από κοντά ένα σπάνιο είδος γκέκο του βουνού το οποίο είχα δει μόνο σε βιβλία και αρκετά άλλα είδη σαυρών και φιδιών που οι βιολόγοι δεν είχαν δει από κοντά εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα». Ο επιστήμονας διευκρινίζει ότι δεν ήταν άγνωστα όλα τα είδη που εντοπίστηκαν. Πολλά από αυτά είχαν καταγραφεί πριν από 100 χρόνια και πλέον, ωστόσο οι σύγχρονοι ερευνητές δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να τα πιάσουν στα χέρια τους και να τα μελετήσουν. Ορισμένα άλλα είδη ήταν μόνο γνωστά από τη βιβλιογραφία (οι πρώτες καταγραφές τους είχαν γίνει στα τέλη του 1800 και στις αρχές του 1900). «Και αυτό διότι τα δείγματα που είχαν συλλεχθεί τόσα χρόνια πριν καταστράφηκαν κατά τους βομβαρδισμούς της Μανίλα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο».

Η εξερεύνηση όμως αυτού του hotspot βιοποικιλότητας δεν αποτελεί εύκολη υπόθεση. Αντιθέτως, όπως μας εξιστορεί ο ερπετολόγος του Πανεπιστημίου του Κάνσας, τέτοιες αποστολές απαιτούν κόπο αλλά κυρίως τρόπο. «Οι ανακαλύψεις μας ήταν το αποτέλεσμα γενετικής και μορφολογικής ανάλυσης, διεθνούς συνεργασίας αλλά πάνω από όλα εντατικής έρευνας πεδίου. Το μεγαλύτερο μέρος της αποστολής έλαβε χώρα στα βουνά, καθώς η παράνομη υλοτομία έχει καταστρέψει τα περισσότερα δάση στις πεδινές περιοχές του νησιού». Είναι χαρακτηριστικό – και αυτό αφορά πολλούς παραδείσους που έχουν απογυμνωθεί εξαιτίας της καταστροφικής ανθρώπινης παρέμβασης – ότι η αρχική δασική κάλυψη του Μιντανάο ξεπερνούσε το 85%. Σήμερα μόλις το 6% αφορά τα αρχικά, παλαιά δάση ενώ ένα ποσοστό της τάξεως του 15% είναι δευτερογενής βλάστηση. «Αποψιλώσεις δασών με αμερικανική σφραγίδα έλαβαν μαζικά χώρα κατά την περίοδο του καθεστώτος Μάρκος. Το Μιντανάο αποψιλώθηκε σε περίπου 40 χρόνια. Αυτό το νησί είχε κάποτε πλούσια δάση με δένδρα μεγάλα όσο ένα σπίτι και με ύψος που ξεπερνούσε τα 75 μέτρα. Είχα την τύχη να δω ένα μικρό τμήμα τέτοιων δασών στο Κοταμπάτο κατά το πρώτο μου ταξίδι στις Φιλιππίνες το 1991, προτού και αυτό χαθεί λίγα χρόνια αργότερα». Είναι άξιον απορίας λοιπόν πόσος πλούτος ειδών θα υπήρχε αν αυτός ο φυσικός παράδεισος δεν είχε ταλαιπωρηθεί τόσο από τον (απ)άνθρωπο σχολιάσαμε στον καθηγητή. «Πράγματι» απάντησε εκείνος «πολλά είδη πιθανότατα εξαφανίστηκαν εξαιτίας της αποψίλωσης των δασών. Ωστόσο και μόνο τα τμήματα δάσους που απέμειναν φαίνεται ότι αποτελούν το ιδανικό φυσικό περιβάλλον για τη διατήρηση σε σημαντικό βαθμό της βιοποικιλότητας στην περιοχή».
Ο κόπος και ο τρόπος των αποστολών
Ας αναλύσουμε όμως τον κόπο και τον τρόπο των επιστημόνων που κάνουν δουλειά στο πεδίο για το καλό της έρευνας και τελικώς του πλανήτη. Αρχικώς, εξηγεί ο δρ Μπράουν, ο ίδιος και οι συνεργάτες του από τα τοπικά πανεπιστήμια χρειάστηκε να κάνουν πολλές και διάφορες συναντήσεις με τις τοπικές αρχές, με αρχηγούς φυλών, με κυνηγούς, με την αστυνομία και τον στρατό, με πρώτο στόχο την ασφάλεια της ερευνητικής ομάδας (τόποι με τόσες συγκρούσεις και διαμάχες δεν είναι και οι πιο ασφαλείς για τους επισκέπτες). Κατά δεύτερον, ήταν ζωτικής σημασίας για τους επιστήμονες να μάθουν από τους ιθαγενείς, που ξέρουν καλύτερα από τον καθένα τα «τερτίπια» των τοπικών βουνών, τις τεχνικές για τον εντοπισμό των ακριβοθώρητων ζώων. «Ανακαλύψαμε ότι οι διαφορετικές φυλές διαθέτουν μοναδικούς, ευφυέστατους τρόπους ώστε να πιάνουν ζώα του βουνού. Για παράδειγμα ένας κυνηγός μάς έμαθε το πώς να φτιάχνουμε παγίδες με κλήματα και καλάμια. Με τις τεχνικές του συλλάβαμε είδη τρωκτικών και σαυρών που δεν είχαμε ποτέ καταφέρει να πιάσουμε με καμία άλλη μέθοδο». Αυτός λοιπόν είναι ο τρόπος για να έλθουν εις πέρας με επιτυχία τέτοιες αποστολές.
Ιδού και ο… κόπος: «Χρειάστηκε να περνάμε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου μας αναζητώντας ζώα μέσα στο σκοτάδι. Διανύσαμε τις μεγαλύτερες αποστάσεις τη νύχτα, περπατώντας σε ομάδες και αναζητώντας για νυχτόβια ζώα στο έδαφος, μέσα σε ποτάμια και πάνω σε δένδρα με “όπλο” μας ισχυρούς φακούς κεφαλής. Πρόκειται για τον σημαντικότερο εξοπλισμό για εμάς. Χωρίς το κατάλληλο φως, θα είχαμε σοβαρό πρόβλημα».
Εχοντας όλα αυτά τα «εργαλεία» οι (εξ)ερευνητές βρέθηκαν σε ένα από τα μεγαλύτερα βουνά του Μιντανάο, το Hilong-hilong. «Κατασκηνώσαμε στα 300, στα 900 και στα 1.200 μέτρα. Μείναμε συνολικά τρεισήμισι εβδομάδες και μετακινηθήκαμε στην επόμενη οροσειρά, τη Lumot. Μόλις φθάσουμε στα κατάλληλα σημεία, στήνουμε τις σκηνές μας και τοποθετούμε τις παγίδες μας εκεί που υπάρχουν ίχνη ζώων. Κάθε αποστολή εξερεύνησης είναι μια ευκαιρία εκπαίδευσης για τον καθένα μας. Σκάβουμε γύρω από κορμούς δένδρων αναζητώντας τις κατοικίες κάποιων ειδών-στόχων. Ψάχνουμε για ζώα σε ποτάμια και ρυάκια, αναποδογυρίζουμε βράχους, “ξεκοιλιάζουμε” κορμούς που έχουν ήδη αφεθεί στη σήψη ψάχνοντας για σαύρες ή βατράχους. Σκαρφαλώνουμε σε δένδρα, ανοίγουμε λάκκους στο έδαφος για να φτιάξουμε παγίδες με στόχο να “συλλάβουμε” σαύρες και μικρά φίδια. Χρησιμοποιούμε επίσης παγίδες με κόλλα όπως αυτές που χρησιμοποιούνται στα σπίτια για τα ζωύφια».

Επιστημονικές και προσωπικές προκλήσεις
Γιατί τελικώς τόσος (ερευνητικός) μόχθος; ρωτήσαμε τον καθηγητή. Πρόκειται κατά κύριο λόγο για ένα στοίχημα επιστημονικό αποκρίθηκε. Για τον λόγο αυτό και, όπως μας δήλωσε, προτίθεται να επιστρέφει ξανά και ξανά στο Μιντανάο προκειμένου να το εξερευνήσει σε βάθος (αλλά και σε πλάτος και ύψος). «Η καταγραφή της βιοποικιλότητας των ερπετών στις Νότιες Φιλιππίνες είναι άκρως σημαντική για εμένα καθώς αφορά τη μακροπρόθεσμη επιβίωση ειδών που απαντώνται εκεί και πουθενά αλλού στον κόσμο. Η άγρια ζωή του μοναδικού αυτού οικοσυστήματος βρίσκεται υπό τρομερή πίεση καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται και αλλάζει η χρήση γης. Οι συνεχείς επισκέψεις λοιπόν σε αυτόν τον τόπο ελπίζουμε ότι θα μας δώσουν την ευκαιρία να προστατεύσουμε είδη που βρίσκονται υπό την απειλή εξαφάνισης. Και μέσα από αυτή τη διαδικασία ευελπιστούμε να μάθουμε τα μυστικά σχετικά με το πώς περιοχές με τόσο μεγάλη βιοποικιλότητα εξελίχθηκαν στις τροπικές περιοχές της Γης».
Πρόκειται όμως και για μια προσωπική πρόκληση. «Κατ’ αρχάς διότι εμπεριέχει τη διεθνή συνεργασία, την οποία τιμώ σε όλη την καριέρα μου. Οι προσπάθειες όλων μας φωτίζουν τη σημασία του να ξεπερνούμε τις πολιτισμικές διαφορές μας, τις επώδυνες ιστορικές κληρονομιές μας αλλά και τις σημερινές πολιτικές διχαστικές τακτικές και να βάζουμε πάνω από όλα τη φιλία και την υψηλή επιστήμη, διασκεδάζοντας παράλληλα ενώ κάνουμε τη δουλειά μας. Και όλα αυτά με την ελπίδα ότι θα αφήσουμε πίσω μας έναν κόσμο λίγο πιο (βιο)ποικίλο από αυτόν που βρήκαμε». Το τελευταίο ας είναι και ευχή για τη νέα χρονιά αλλά και για τις χρονιές που έρχονται.

Το ίδιο εγχείρημα 100 έτη μετά

Τα (βιο)ποικίλα μυστικά του Μιντανάο δεν θα έρχονταν ποτέ στο φως αν δεν είχε χαράξει τον δρόμο πριν από έναν αιώνα ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Κάνσας Εντουαρντ Χάρισον Τέιλορ (Edward Harrison Taylor, 1889-1978), ο αποκαλούμενος «πατέρας της ερπετολογίας των Φιλιππινών». Ο επιστήμονας αυτός διεξήγαγε έρευνες πεδίου επί έτη στις ίδιες περιοχές του Μιντανάο που επισκέπτεται σήμερα ο δρ Μπράουν ανακαλύπτοντας δεκάδες είδη. Τώρα, ένα σημαντικό μέρος του έργου και του χρόνου του καθηγητή Μπράουν και των συνεργατών του αφιερώνεται στην (επαν)ανακάλυψη ειδών που πρωτοπεριγράφηκαν από τον Τέιλορ αλλά οδηγήθηκαν σε εξαφάνιση τον τελευταίο αιώνα λόγω της αποψίλωσης των δασών στην περιοχή. «Σκέφτομαι τον Τέιλορ που πριν από 100 χρόνια προχωρούσε… έρποντας ο ίδιος, κρατώντας μια λάμπα κηροζίνης με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι του και χρησιμοποιώντας το δεύτερο χέρι του σαν παγίδα για να πιάνει σαύρες. Είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κάποιος πώς κατάφερε να συλλέξει με αυτόν τον τρόπο τόσα πολλά δείγματα» λέει ο δρ Μπράουν. Και καταλήγει: «Η κληρονομιά που μας άφησε, το αρχείο ειδών που δημιούργησε και τα πολλά καλά διατηρημένα δείγματα που υπάρχουν σήμερα σε μουσεία ανά τον κόσμο ήταν τα θεμέλια της ερπετολογίας των Φιλιππινών. Αυτή η κληρονομιά έχει αποτελέσει έμπνευση για τρεις – τέσσερις γενιές επιστημόνων από τις Φιλιππίνες και την Αμερική που ακολούθησαν τα βήματά του, δίνοντας παράλληλα έμφαση στο μεγάλο κεφάλαιο που δεν είναι άλλο από την επιστημονική συνεργασία».

Πηγή:http://www.tovima.gr