Με ένα δυνατό σύνθημα «Η γη μας, η εστία μας, το μέλλον μας» η Γραμματεία της Διεθνούς Σύμβασης για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης (ΔΣΚΕ) επιχειρεί φέτος να τονίσει τον θεμελιώδη ρόλο της παραγωγικής γης στην αναστροφή του αυξανόμενου ρεύματος προσφύγων, που εγκαταλείπουν τις άγονες περιοχές, μέσω της δημιουργίας σταθερών, ασφαλών, αειφορικών τοπικών κοινοτήτων και κρατών.Το σύνθημα αντανακλά τον φιλόδοξο στόχο της 12ης Διάσκεψης των κρατών-μελών της Σύμβασης (2015) να γίνει η ΔΣΚΕ κινητήρια δύναμη για την επίτευξη του Στόχου Αειφόρου Ανάπτυξης 15, «Ζωή στη γη» (¹), και του ειδικού στόχου 15.3, «ουδέτερη υποβάθμιση γης» (²).

Πίσω από την εκτίναξη του αριθμού των μεταναστών από 173 εκατομμύρια το 2000 σε 222 το 2010 και 244 εκατομμύρια το 2015, βρίσκονται μεγάλες αναπτυξιακές προκλήσεις: περιβαλλοντική υποβάθμιση, πολιτική αστάθεια, επισιτιστική ανασφάλεια και φτώχεια.

Γι’ αυτό ο φετινός «εορτασμός» της Παγκόσμιας Ημέρας για την Καταπολέμηση της Ερημοποίησης εστιάζει στον δεσμό μετανάστευσης και υποβάθμισης της γης, μια που χάνοντας παραγωγική γη οι απεγνωσμένοι κάτοικοι των αγροτικών περιοχών παίρνουν ριψοκίνδυνες αποφάσεις ζωής όπως η αναγκαστική μετανάστευση.

Η παραγωγική γη, «διαχρονικό μέσο δημιουργίας πλούτου» όπως δήλωσε η γραμματέας της ΔΣΚΕ, Monique Barbut, έχει τη δύναμη να δώσει στους ανθρώπους μια ευκαιρία να παραμείνουν στις εστίες τους και να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις πολύπλευρες αναπτυξιακές προκλήσεις στο μέλλον.

Πώς καταπολεμάται η υποβάθμιση της γης και συνεπώς αναστρέφεται η μετανάστευση, ιδίως των επισφαλών πληθυσμών, μειώνονται οι συγκρούσεις για σπάνιους πόρους και δημιουργούνται ασφαλείς και αειφορικές κοινότητες;

Η Γραμματεία της ΔΣΚΕ δίνει την ίδια απάντηση διαχρονικά: με πρακτικές αειφορικής διαχείρισης της γης.

Σιωπηλή υπόθεση είναι ότι βελτιώνοντας την παραγωγικότητα της γης και αυξάνοντας την παραγωγή αυξάνονται η επισιτιστική ασφάλεια και τα εισοδήματα των χρηστών της γης, περιλαμβανομένων των φτωχών γεωργών, προσφέρονται ευκαιρίες για απασχόληση και εισόδημα στη γεωργία, την επεξεργασία τροφίμων και τον τουρισμό και υποστηρίζεται η ευημερία των τοπικών κοινοτήτων.

Γι’ αυτό η Monique Barbut προέτρεψε: «Αυτή τη χρονιά ας ξεκινήσουμε μια εκστρατεία για επανεπένδυση στην αγροτική γη και την απελευθέρωση του τεράστιου δυναμικού της για δημιουργία απασχόλησης».

71 εκατομμύρια θέσεις εργασίας προβλέπεται να δημιουργηθούν μέχρι το 2030 αν επιτευχθούν οι Στόχοι της Αειφόρου Ανάπτυξης (³).

Μια βαθύτερη ανάγνωση κι ένας έλεγχος πραγματικότητας των παραπάνω αποκαλύπτει κρίσιμα κενά πίσω από τη ρητορική της ΔΣΚΕ, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις των τελευταίων χρόνων καθώς και επισημάνσεις/διακηρύξεις των Ηνωμένων Εθνών.

Η αειφορική διαχείριση της γης για παραγωγή τροφής δεν αμφισβητείται μια που η επιβίωση (ανεξαρτήτως χρώματος και χρήματος) έχει απόλυτη προτεραιότητα όπως τονίζει και η κλίμακα αναγκών του A. Maslow.

Ομως ο όρος καλύπτει κι άλλες δραστηριότητες όπως (οικο)τουρισμό, καλλιέργειες ενεργειακών και βιομηχανικών φυτών κ.ά. που δεν προστατεύουν, μακροπρόθεσμα τουλάχιστον, τους κρίσιμους πόρους, γη και νερό, ασχέτως εφαρμογής αειφορικών πρακτικών.

Το ερώτημα είναι ποιοι αποφασίζουν για το μείγμα χρήσεων γης στις υποβαθμισμένες και άλλες περιοχές και για όφελος ποιων; Για ποιον παράγουν μεγάλες ποσότητες τροφής οι πεινασμένοι γηγενείς, για τον εαυτό τους ή και (κυρίως) για τον αναπτυγμένο κόσμο;

Οι εμφανείς λόγοι μετανάστευσης, περιβαλλοντική υποβάθμιση, πολιτική αστάθεια, συγκρούσεις για σπάνιους πόρους (μεταξύ γηγενών υποτίθεται), επισιτιστική ανασφάλεια, φτώχεια, αποσιωπούν τα βαθύτερα αίτιά της, στα οποία εμπλέκονται κυρίως διεθνείς παίκτες: πόλεμοι, χρηματιστηριακά παιχνίδια με γη και τιμές τροφίμων, διαμάχες για σπάνιους πόρους (μέταλλα, σπάνιες γαίες, πετρέλαιο κ.ά.) και γεωπολιτική κυριαρχία με αποκορύφωμα την «αρπαγή γης» (land grab) όπως ονόμασαν τα Ηνωμένα Εθνη το φαινόμενο των διεθνών συναλλαγών γης (http://www.landmatrix.org/en/).

Αυτά συμβαίνουν γιατί στις χώρες που πλήττει κυρίως η ερημοποίηση οι γηγενείς έχουν επισφαλή ή καθόλου δικαιώματα στη γη και τους πόρους της, ενώ απολυταρχικά καθεστώτα ορίζουν τις τύχες τους.

Δεν είναι τυχαίο που η ΔΣΚΕ αναφέρεται σε «χρήστες γης», και όχι σε ιδιοκτήτες, εστιάζει στη δημιουργία απασχόλησης (η κυρίαρχη ρητορική των θέσεων εργασίας) χωρίς να αποσαφηνίζει τα χαρακτηριστικά της και ενθαρρύνει τη χρήση αειφορικών πρακτικών διαχείρισης σκεπάζοντας με πέπλο το «ποιος, για ποιον, ποια χρήση», όταν ακριβώς οι απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις κρίνουν το «μέλλον μας».

Στην Ελλάδα, με δικαιώματα στη γη και δημοκρατικό πολίτευμα, η ερημοποίηση παραμένει απειλή, ιδιαίτερα στις ξηροθερμικές περιοχές.

Πέραν των γνωστών κακών πρακτικών (υπερ-καλλιέργεια, υπεράντληση νερού, πυρκαγιές) καθοριστικό ρόλο παίζει η μεταχείριση των δικαιωμάτων στη γη.

Οι ιδιώτες την (ξε)πουλάνε, χάνοντας τα δικαιώματά τους στον πιο πολύτιμο πόρο αξιοπρεπούς διαβίωσης, και … μεταναστεύουν.

Το κράτος ποικιλοτρόπως παραχωρεί σε τρίτους δημόσια γη για «αξιοποίηση», θεσμοθετεί την ευκολότερη εκποίησή της («χρυσή βίζα») με ασαφείς εγγυήσεις αειφορικής διαχείρισής της και αδυνατεί να διαμορφώσει και να εφαρμόσει ουσιαστικό δημόσιο σχεδιασμό, την εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για την αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων στη γη.

Το σύνθημα «Η γη μας, η εστία μας, το μέλλον μας» απαιτεί αναδιατύπωση επί το σαφέστερον για να τονιστούν τα αδιαπραγμάτευτα δικαιώματα στη γη από τα οποία συναρτώνται άρρηκτα η καταπολέμηση της ερημοποίησης, η κάμψη της μετανάστευσης, η παραμονή στις εστίες και το δικαίωμα στο «μέλλον μας».

*Καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου

Σημειώσεις
(1) Οι 17 Στόχοι Αειφόρου Ανάπτυξης, με τους 169 ειδικούς στόχους, αφορούν κρίσιμα ζητήματα αειφόρου ανάπτυξης: φτώχεια, πείνα, υγεία, μόρφωση, βιώσιμες πόλεις, κλιματική αλλαγή, ωκεανοί, δάση. Εγκρίθηκαν, μετά από διαβούλευση, από τα Ηνωμένα Έθνη στις 25/9/2015.
(2) Land degradation neutrality: επίτευξη μηδενικής καθαρής υποβάθμισης γης μέσω (α) πρόληψης ή/και μείωσης της υποβάθμισης, (β) αποκατάστασης μερικώς υποβαθμισμένων γαιών και (γ) ανάκτησης ερημοποιημένων γαιών.
(3) Business and Sustainable Development Commission (2017)

Πηγή: https://www.efsyn.gr