Ἔφτασα ξέπνοη στὸ συνεδριακὸ χῶρο. Παρὰ ταῦτα, προσπάθησα νὰ κρατηθῶ καὶ νὰ ἐπιδείξω ἕνα προσωπεῖο χαρᾶς καὶ συναδελφικῆς οἰκειότητας. Πάντα μὲ κούραζαν τὰ συνέδρια, σ’ αὐτὸ ὅμως πήγαινα μὲ εἰλικρινές ἐνδιαφέρον. Εἶχα ἀνάγκη ν’ ἀκούσω δυό λόγια παρηγοριᾶς, ἔτσι τὸ ἐξελάμβανα. Τὸ παραμικρὸ θά’ταν πολύ γιὰ μένα ποὺ παράπαια ἀταλάντευτα ἀνάμεσα στὴν ἀνάγκη τῆς καθημερινῆς διδασκαλίας καὶ τὸ ὄνειρο τῆς προσωπικῆς πραγμάτωσης. Ἔτσι εἶχαν τὰ πράγματα Σάββατο πρωΐ κι ἔξω ἔκανε κρύο, μῆνας Μάρτης.
Δυὸ γυναῖκες φάνηκε νὰ χάρηκαν ποὺ τὶς χαιρέτησα σὰν νὰ τὶς γνώριζα. Μπήκαμε σὲ μιὰ αἴθουσα παλιᾶς δόξας, μεγάλη, πολὺ καλὰ διατηρημένη, ποὺ σοῦ ἐνέπνεε τὸν σεβασμό. «Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου», διάβασα σὲ μιὰ παλιὰ ἐπιγραφὴ πίσω ἀπὸ τοὺς ὁμιλητές. Ὅσο γιὰ τὸν διοργανωτή, ἔμοιαζε πολὺ εὐτυχισμένος καὶ πολὺ σύμφωνος μ’ αὐτό τὸ ρητό. Αὐτὸ φάνηκε ὅταν παρουσίασε τὸν δεσπότη τῆς περιοχῆς ποὺ εὐλόγησε τὶς ἐργασίες τοῦ συνεδρίου. Χάρηκα ποὺ εἶδα τὸν Δεσπότη μὲ τὸ μαῦρο ράσο καὶ τὴν ποιμαντορικὴ ράβδο ν’ ἀνεβαίνει στὸ βῆμα. Ἦταν ἕνας ἁπλὸς Δεσπότης, μὲ ἒντονα μάτια, μακριὰ λευκὴ γενειάδα, καθαρὴ καὶ ἁπαλὴ φωνή. Εἶπε δυὸ λόγια ἀκριβείας καὶ κάθισε.
Ὕστερα ἄρχισε τὸ συνέδριο. Ἕνας ἕνας οἱ ὁμιλητὲς ξεδίπλωσαν τὸ δικό τους μίτο τῆς Ἀριάδνης, ὁ καθένας μὲ τὴ δική του σύλληψη, τὶς δικές του «εὐλογίες», τὰ δικά του φάλτσα. Μετὰ εἶχε καὶ συζήτηση, ὅπου ἡ πιὸ ἐπώδυνη στιγμὴ ἦταν ἡ ἄνοδος στὸ βῆμα μιᾶς κυρίας μὲ βαμμένα μαλλιὰ ποὺ φαινόταν πνιγμένη σὲ λογισμοὺς ἐπιστημονικούς. Δὲν μοῦ ἒδινε χαρὰ ἡ παρουσία της κι ἄς εἶχε τόσο χαρμόσυνο ὄνομα. «Κάτι ἀνάλογο συμβαίνει μᾶλλον καὶ μὲ σένα», μὲ προειδοποίησε ἡ φωνὴ τῆς συνειδήσεώς μου καὶ λούφαξα.
Μὴ νομίσει κανεὶς ποὺ δὲν ἀντιμετώπισα τὸ συνέδριο μὲ καλὸ λογισμό. Ἴσα ἴσα ἄλλαξα δέκα φορές θέση γιὰ νά’μαι σὲ θέση νὰ ἐπωφεληθῶ ἀπὸ κάθε διαφάνεια, κάθε ὑποσημείωση, κάθε ἀτάκα, κάθε ἔκφραση τοῦ ὁμιλητῆ. Τὸ ἄβατον τοῦ φιλολογικοῦ ἰδεώδους ἔμοιαζε ἑφτασφράγιστο κι ὁ καθένας ἀπὸ αὐτούς τοὺς ὁμιλητὲς ἔδειχνε νὰ κατέχει ἕνα μικρό κομμάτι τῆς συνταγῆς γιὰ τὸ ἀντικλείδι. Καὶ καλῇ τῇ θελήσει βρισκόταν ἐκεῖ νὰ τὸ μεταδώσει σ’ἐμᾶς τοὺς λοιποὺς. Ἔτσι ἤ πολὺ πιὸ ταπεινά.
Ὅπως καὶ νά’χει τὸ πρᾶγμα, ἐγὼ συνέχιζα νὰ μαζεύω κομματάκια, νὰ τὰ φυλάγω στὴν καρδιά ἢ στὸ μπλὸκ μου, ἀνάλογα. Κάποια στιγμή μᾶς εἶπαν γιὰ καφὲ καὶ μετὰ γιὰ φαγητό. Δὲν ἤξερα κανέναν. Νεοφερμένη στὴν περιοχή. Πῆγα νὰ φάω ἔξω, μπᾶς καὶ βρῶ τίποτα σαρακοστιανό. Γύρισα πίσω βιαστική πλὴν χορτάτη.
Τὴ θέση τους στὸ βῆμα πῆραν τρεῖς ἄνθρωποι, δυὸ γυναῖκες κι ἕνας ἄντρας μὲ αὐστηρὸ βλέμμα. Εἰδικὰ ἡ μιὰ γυναῖκα ἔδειχνε νά’χει γίνει ὅλη διανόηση. Ἦταν καὶ πολὺ ἀδύνατη. Ξεκίνησε νὰ μιλᾶ ὁ ἄντρας, ἀρκετὰ θυμωμένος ὅπως φαινόταν. Τοῦ πῆραν μᾶς εἶπε τὸ πολὺ καλὸ βιβλίο του καὶ δὲν τὸ ἄφησαν νὰ φτάσει στὰ χέρια τῶν μαθητῶν. Ἦταν βαθιὰ παραπονεμένος. Τοῦ κάνουνε λέει ἀθέμιτο πόλεμο γιατὶ εἶναι ἐπαναστάτης. Τά’ λεγε γρήγορα αὐτὰ καὶ μὲ πολύ ἐπιστημονικὸ λεξιλόγιο. Ἦταν ἀρκετὰ συμπαθὴς ὡς παρουσιαστικό. Χειροκρότησε παρόλα αὐτὰ τὴν εἰσήγηση τῆς διπλανῆς του κυρίας ποὺ φαινόταν ν’ἀγαπᾶ τὸ Βυζάντιο. Μετὰ μίλησε ἡ τρίτη ἀποστεωμένη κυρία. Τά’ λεγε ὅλα χωρὶς κανένα πάθος, δὲν θά’ λεγα ὅμως ἥρεμα. Μᾶλλον χωρὶς ζωὴ ἀπὸ τὴν τόση ἐπιστημοσύνη. Ἴσως προσπαθοῦσε νὰ εἶναι ἀντικειμενική. Κάποια στιγμή, μὲ τὸ ἴδιο χειρουργικὸ ὕφος μᾶς εἶπε πὼς ἐπιτέλους, εἶναι καιρός πιὰ νὰ τὰ πετάξουμε αὐτὰ ἀπὸ πάνω μας, αὐτοὺς τοὺς μύθους ποὺ μᾶς κουράζουν καὶ μᾶς ἐμποδίζουν νὰ πετάξουμε στοὺς ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες.
Ποιοὺς ὁρίζοντες; Ποιοὺς μύθους; Ἐκεῖνο τὸ Κρυφὸ Σχολειὸ ἔλεγε καὶ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου, τὴ Διπλὴ Γιορτὴ λέει, καὶ τὴν Ἁγιὰ Λαύρα. Τὴν πειράζουν λέει αὐτά, τὴν ἐξοργίζουν, ἄσε ποὺ εἶναι ἀνορθολογικά, ἔτσι τὸ εἶπε, τῆς φέρνουν τελικὰ ἀσφυξία, ἤδη εἶχε ἀρχίσει νὰ κοκκινίζει τὸ χλωμό της πρόσωπο, νά, ἀκόμα καὶ ὁ κύριος ποὺ μόλις μίλησε, ὁ ἐπαναστάτης, κι αὐτὸς ἔχει συγγράψει μιὰ ἔγκριτη μελέτη ὅπου ξεμπερδεύει ἅπαξ διὰ παντὸς μ’ αὐτά. Μόνο χαζὸς τὰ πιστεύει πιά, κατέληξε ἡ ξανὰ ἀπαθὴς κυρία. Δὲν τό’πε, τὸ φώναζε ὅμως ὁλόκληρη. Ἀλήθεια, χαζὸς καὶ τυφλός. Καὶ πῶς θ’ ἀναζητήσεις ἔτσι τὴν Εὐρώπη, συνέχισε. Πῶς θὰ πετάξεις στοὺς ἀνοιχτοὺς ὁρίζοντες τοῦ ὀρθολογισμοῦ; «Καὶ τοῦ ἰδεολογικοῦ ἀπογαλακτισμοῦ τοῦ μαθήματος», συμπλήρωσε ὁ διπλανός της, ἐμφανῶς παρηγορημένος.
Κανεὶς δὲ μίλησε. Οὔτε ἐγώ. Μόνο ποὺ σχολίασα κάτι στοὺς πίσω μου εἰσπράττοντας ἕνα μᾶλλον εἰρωνικὸ βλέμμα. Ποιὸς ξέρει. Μπορεῖ νὰ θαμπώθηκαν ἀπὸ τὸ ἀνυπέρβλητο ἐπιστημονικὸ λεξιλόγιο, τὴν ταχύτητα, τὴν ἀπάθεια, τὴν βεβαιότητα. Ναί. Μπορεῖ βέβαια οἱ ὁμιλητὲς νὰ εἶχαν δίκιο. Γιὰ τὸ καλό μας μιλοῦσαν, μᾶς τὸ τόνισαν μάλιστα, μιλοῦσαν γιὰ νὰ μᾶς διαφωτίσουν, νὰ μᾶς ἀπελευθερώσουν ἐμᾶς καὶ τὸ μάθημα καὶ προφανῶς τοὺς μαθητὲς ἀπὸ ἀσυγχώρητα, ἀνορθολογικὰ ὀλισθήματα. Ἀλήθεια, τὶ νὰ τοὺς κάνουμε τοὺς μύθους; Ποῦ νὰ ψάχνουμε τώρα νὰ τοὺς ἐπιβεβαιώνουμε. Μπορεῖ καὶ νὰ μὴν ἔχει πηγές, νὰ στέρεψαν. Ἱστορικὲς ἐννοῶ. Ἀλλὰ καὶ νά’χει, ποιὸς ἔχει κουράγιο γιὰ τέτοια…
Βγῆκα ἔξω. Περπάτησα ὥρα στὸν παγωμένο ἀέρα. Εἶχε βραδιάσει. Πολυσύχναστη γειτονιὰ μὲ τὴ γνωστὴ βαβούρα. Στὰ αὐτιὰ καὶ τὴν καρδιὰ μου πάλευαν φωνές. Σταμάτησα νὰ πάρω ἀνάσα. Φαντασίωνα πὼς ἀνέβαινα στὸ βῆμα καὶ μὲ ἀτράνταχτα ἐπιχειρήματα κονιορτοποιοῦσα τὰ μυθεύματά τους καὶ ἀπεδείκνυα πὼς ὅ,τι ἔλεγαν αὐτοὶ μῦθο ἦταν ἡ ἀλήθεια. Ἡ μόνη ἀλήθεια.
Μὲ κούραζε ἀφάνταστα μόνο ποὺ τὸ σκεφτόμουν. Δὲν εἶχα τὴ δύναμη. Δὲν ἤξερα τὶ νὰ πῶ. Δὲν ἤμουν κἄν πεισμένη γιὰ τὴν ἀξία τοῦ ἐγχειρήματος. Σταμάτησα σὲ μιὰ σκοτεινὴ πάροδο, κάτω ἀπὸ ἕνα δεντράκι κάπως πιὸ φουντωτό. «Ἐδῶ εἶναι καλὰ», σκέφτηκα. Πάνω ἀπὸ τὶς πολυκατοικίες φαινόταν ὁ σκοτεινὸς οὐρανὸς καὶ μιὰ ὑποψία θολοῦ φεγγαριοῦ.
Μοῦ ’ρθε στὰ χείλη τὸ γνωστὸ δημοτικὸ «Φεγγαράκι μου λαμπρὸ φέγγε μου νὰ περπατῶ νὰ πηγαίνω στὸ σχολειὸ νὰ μαθαίνω γράμματα γράμματα σπουδάματα τοῦ Θεοῦ τὰ πράματα». Μὲς τ ’ἄγρια μεσάνυχτα γράμματα καὶ τὸ φεγγαράκι βοηθός. Παράλογα πράματα δηλαδή. Εἶναι δυνατὸν νὰ ἔγιναν τέτοια πράγματα; Παράφρων λαός. Δημοτικὴ παράκρουση. Ὅ,τι ἀπέμεινε δηλαδή. Ἡ ἁγία ἱστορικὴ καὶ σύγχρονη τρέλα. Μιὰ σκέτη σαλότητα. Ἡ ἑπόμενη φαντασίωση θὰ ἦταν ν’ ἀνέβω μὲ κουρέλια στὸ βῆμα καὶ νὰ τραγουδήσω ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ «Φεγγαράκι» μὲ τὸν Marx παραμάσχαλα ὡς ἱστορικὴ πηγή.
Ἔμεινα κι ἄλλο κάτω ἀπὸ τὸ δέντρο τῆς ἄγνωστης ὁδοῦ. Τὸ φεγγαράκι δὲν φαινόταν, εἶχε πάει παραπέρα. Σκεφτόμουν ἕναν τρελὸ καλόγερο, ἕνα Πατροκοσμᾶ. Γύρναγε λέει κι ἔφτιαχνε σχολειά. Τὶ ἱστορικὴ ἀξία νὰ ἔχει ἕνας τέτοιος. Οὔτε αὐτὸν μποροῦσα νὰ τὸν ἐπικαλεστῶ. Οὔτε τὰ παραληρήματα ἑνὸς Μπαρμπα-Γιάννη, οὔτε τὴν ἀγάπη κεινοῦ τοῦ Κολοκοτρώνη κι ὅλων τῶν ἀλλουνῶν γιὰ τὰ θεῖα. Μὲ βάση ἀπομνημονεύματα ἀγραμμάτων θὰ συζητᾶμε; Ντράπηκα καὶ ποὺ τὸ σκέφτηκα. Ἦταν τελικὰ γεγονὸς. Δὲν εἶχα πηγές.
Πῆγα νὰ φύγω γιατὶ τουρτούριζα, ἀλλὰ κοντοστάθηκα πάλι. Μοῦ ’ρθε στὸ νοῦ ἕνα μοναστήρι βουνίσιο πού’ χα προσκυνήσει πρόσφατα. Στὰ ὑπόγειά του εἶχε ἕνα χῶρο πού’ τανε λέει τὸ Κρυφὸ σχολειὸ τῆς περιοχῆς. Ἦταν ἕνα φοβερὸ πρᾶγμα. Κυρίως ἡ ἀτμόσφαιρα. Κάτι ποὺ δὲν περιγράφεται. Τὸ παρελθὸν ἀτόφιο μπροστά σου, φρικτὰ ὑπαρκτὸ γύρω σου, μέσα σου. Ἦταν βίωμα, καὶ βίωμα μοναδικό. Ἔξω, τὸ μοναστήρι εἶχε πολλὲς πηγὲς ποὺ δρόσιζαν τὸν τόπο. Ὄχι ὅμως ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἤθελα τώρα ἐγώ…
Γύρισα σέρνοντας τὰ βήματα στὸ συνέδριο. Τέλειωνε. Φεύγοντας, μᾶς ἔδωσαν ἀπὸ ἕνα βιβλίο τοῦ ἐπιστήμονα ἐπαναστάτη ἢ ἐπαναστάτη ἐπιστήμονα. Φτάνοντας σπίτι τὸ φυλλομέτρησα. Κάπου μιλοῦσε γιὰ τὸν ἀνορθολογισμὸ τοῦ Ντοστογιέφσκι καὶ τὴν πίστη του ποὺ ἦταν μᾶλλον ἕνα ψέμα γιατὶ δὲν μποροῦσε λέει ν’ ἀντέξει τὸ τίμημα τῆς ἐπαναστατικότητας. Κοίταξα τὸ ἡμερολόγιο. Ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Τήρωνος. Τὸ θαῦμα τῶν κολλύβων. Fjodor Michailowitsch Dostoijewski…Σήμερα λοιπὸν γιόρταζε κι εἶναι καὶ τῶν ψυχῶν…
Πῆγα ν’ ἀνάψω τὸ τζάκι. Ἔχω ἕνα τζακάκι κληρονομιὰ ἀπὸ τὸν πατέρα μου. Οἱ φλόγες ξεπετάχτηκαν, τοὺς ἔριχνα λιόκλαδα καὶ μικρά δαδάκια, νὰ τὶς ταΐσω. Τὸ φχαριστιόμουνα. Τὶς κοίταγα καὶ μοῦ’ ρχόντουσαν ἐκεῖνα τὰ σκιερὰ βουνὰ, οἱ πηγὲς, οἱ στοὲς, οἱ καλόγεροι. Ὕστερα εἶδα ἐκεῖνο τὸ Ἀρχὴ σοφίας φόβος Κυρίου πίσω ἀπὸ τὴ ράχη τοῦ ὁμιλητῆ. Ὕστερα τὸν τάφο τοῦ καλόγερου πού’ χαν θάψει στὴν κατακόμβη, δίπλα στὸ Κρυφὸ Σχολειό. Ἦταν ἕνας τάφος ποὺ μοῦ ’φτανε σχεδὸν ὡς τὸ στῆθος, σκεπασμένος μὲ βοτσαλάκια. Σοῦ ’δινε μιὰ ἀνεξήγητη εἰρήνη.
Οἱ φλόγες ἔτρεμαν. Μοῦ’ ρθε νὰ κόψω τὴ σελίδα ποὺ σφαγίαζε τὸν Fjodor καὶ νὰ τὴν ρίξω προσάναμμα, ὅμως κάτι τέτοιο θὰ θύμιζε ἀσύγγνωστα ναζισμό. Κι ἐγὼ ἔνιωθα μόνο θλίψη.
Παρ’ ὅλα αὐτὰ ἔκοψα κι ἄλλα κλαδάκια καὶ τά’ριξα. Νὰ μὴ σβήσει ἡ φωτιά.