«Τρέξατε, τρέξατε: Αγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Αλανοί. Εδώ τα καλά σπίτια. Γκαρσονιέρες, δυάρια. Τριάρια ή και πιο μεγάλα. Και αγροτεμάχια. Δίπλα στη θάλασσα. Τρέξατε όλοι. Εδώ τα καλά σπίτια των κατεστραμμένων Ελλήνων. Οι μη κατεστραμμένοι Ελληνες, ας κοπιάσουν και αυτοί.

Από δυόμισι χιλιάδες ευρώ, άντε και κάτι παραπάνω, ό,τι πάρετε από τον πάγκο. Φρέσκα, φρέσκα, σπαρταριστά. Μόλις τα ψαρέψαμε από τις κατασχέσεις για τα κόκκινα και τα μαύρα δάνεια. Τρέξατε! Ολα τα σφάζουμε, όλα τα μαχαιρώνουμε μπροστά στον πελάτη. Στη Διαύγεια. gr θα διαπιστώσετε την αξιοπιστία των τιμών μας!».

Δεν είναι ο τελάλης στον Καραγκιόζη που μιλά. Είναι η αγορά που «αυτορυθμίζεται»: Γκαρσονιέρα είκοσι πέντε τετραγωνικών στην Αθήνα, δυόμισι χιλιάδες ευρώ. Εκατό ευρώ το μέτρο. Και ισόγειο, πρώην μαγαζί στην καρδιά της Αθήνας, εκατό μέτρα προς δώδεκα χιλιάδες. Εκατόν είκοσι το μέτρο δηλαδή.

Αλλά δεν μπορώ να βεβαιώσω ότι θα πουληθεί. Τα κοράκια, διεθνή και ελληνικά, ξέρουν να περιμένουν. Υπολογίζουν ότι του κακού η κλίμακα μπορεί να έχει και άλλα σκαλοπάτια, που εύχονται να τα κατεβούμε. Οσο γίνεται πιο γρήγορα. Να τελειώνουν πια αυτοί μαζί μας. Να τελειώνουμε κι εμείς με εμάς. Τον κακό τον εαυτό μας, υποστηρίζουν κάποιοι.

Τον καλό, επιμένουν άλλοι. Ισως οι πιο καλοί. Η ταχύτητα στις δουλειές, αυτές δεν είναι καλός σύμβουλος. Αφήνεις τα σπίτια να ρημάξουν, να απαξιωθούν, όπως όλα τα άλλα, τα δημόσια αγαθά, που φεύγουν κοψοχρονιά. Για να τα πάρεις τσάμπα.

Η κατάσταση αυτή μου φέρνει στον νου συχνά την άλλη που έζησα αλλού. Στη Μόσχα της εποχής της περεστρόικα. Δηλαδή της διαφάνειας. Κάτι αντίστοιχο με τη δική μας Διαύγεια: όλα στη φόρα.

Τι έχουμε, τι δεν έχουμε. Πόσα μπορούν να μας πάρουν ακόμα. Τότε, στη χώρα του Ντοστογιέφσκι και του Τολστόι, ζαλισμένοι από το πρόσωπο αλλά και τη διεθνή προπαγάνδα, είχαμε μαγευτεί από τον δημοφιλή Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, τον «Γκόρμπι», όπως τον αποκαλούσαν χαϊδευτικά τα δυτικά μέσα.

Η γοητεία χάλασε γρήγορα. Πολύ πριν δω τη διαφήμιση από τον Γκόρμπι της πίτσας Χατ. (Πίτσα που από τότε δεν ξαναέφαγα). Χάλασε όταν κάποιοι αγαπημένοι Ρώσοι φίλοι μού είπαν πως όλος ο πλούτος της χώρας είχε ξεπουληθεί σε δυτικές εταιρείες. Και ότι οι αξίες των σπιτιών στη Μόσχα και σε όλη τη Ρωσία είχαν μηδενιστεί.

Μήπως θες να αγοράσεις τίποτε, με ρώτησαν πικρά; Με δέκα χιλιάδες δολάρια βρίσκεις ένα μικρό μέγαρο. Ξέρανε πολύ καλά ότι δεν ήθελα να αγοράσω. Και εγώ ήξερα ότι στην όμορφη Αρμπάτ, την καρδιά της πόλης, μαζί με την αξία της γης είχε χαθεί και η αξία της ζωής.

Μαζί με την αξία των σπιτιών βουλιάζει και η αξία των ανθρώπων. Μπορεί πολλά σπίτια της Αθήνας να μην έχουν την ομορφιά που αξίζει το τοπίο της, το κλίμα της. Μπορεί οι στέγες της να μην έχουν την ομορφιά που έχουν οι στέγες του Παρισιού, της Ρώμης. Και μπορεί η σύγκριση να μας πληγώνει. Αλλά τα σπίτια της Αθήνας, της Ελλάδας, ιδιόκτητα ή νοικιασμένα, είναι τα σπίτια μας.

Στους τοίχους τους, στις κόγχες, στα ανοίγματα είναι γραμμένες ματιές, φωνές, αγγίγματα. Εφιάλτες και ελπίδες, Η ζωή μας. Αυτοί που έφυγαν, αυτοί που πέθαναν, αυτοί που επιστρέφουν σ’ ένα όνειρο, στη χαρά, στον φόβο, στον θυμό, στη θλίψη. Γι’ αυτό κάθε σπίτι έχει μια αξία πέρα από την αξία του.

Οταν, μέσα στον κενό περί επιστροφής στην ανάπτυξη λόγο και τη βασανιστική διαδικασία για την επίτευξη των άστοχων στόχων κατρακυλούν οι αξίες τους, κατρακυλούν μαζί και οι ζωές μας. Σαν τις ζωές των ηρώων που αγαπήσαμε.

Των ηρώων που στοίχειωσαν τους μεγάλους οίκους του θεάτρου: του Οιδίποδα, της Πηνελόπης, της Αντιγόνης, του Αίαντα. Που δεν υπάρχουν πια, μας λένε. Κι όμως: αυτοί είναι μέσα στην πτώση, τα πρόσωπά μας σήμερα.

Πηγή: http://www.efsyn.gr