«Μιλώντας κανείς για τον Ελληνισμό και την Ορθοδοξία, την Ορθοδοξία και τον Ελληνισμό, αγγίζει ένα μυστήριο, ένα θαύμα κυριολεκτικά, πού συντελέσθηκε μέσα στην Ιστορία. Διότι ή ιστορική ένωση των δύο αυτών οικουμενικών μεγεθών προκάλεσε αληθινή κοσμογονία. Δημιούργησε ένα νέο κόσμο, μία αληθινή «Νέα Εποχή». Για να μιλήσω θεολογικά, ξαναδημιούργησε, ανάπλασε τον κόσμο ολόκληρο. Και ή ένωση των δύο αυτών μεγεθών ως πηγή ζωής ανεξάντλητη αρδεύει συνεχώς την παγκόσμια κοινωνία. Στην εποχή μας, όμως, τίθεται με τρόπο οξύ και καθοριστικό το πρόβλημα της συνέχειας του συνδέσμου αυτού, πού τόσο ωφέλησε τον κόσμο…» (π. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός, Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών)

Συνέχεια από το προηγούμενο

γ) Ένα άλλο στοιχείο της ελληνικότητας είναι ή αγάπη προς την αλήθεια, πού διατυπώθηκε από τον Αθηναίο Κλήμεντα τον Αλεξανδρέα β 215) ως «ζήτησις αληθείας». Είναι ή ελληνική φιλοσοφία. Οι Έλληνες δεν μιλούμε για σοφία, αλλά για φιλοσοφία, αγάπη προς τη σοφία, κίνηση δυναμική προς την εύρεση της Σοφίας, πού τελικά είναι ό θεός. Σοφία του Θεού ήταν για τους προγονούς μας ή «θεά» Αθηνά. Για τους Ορθοδόξους Έλληνες σοφία του Θεού είναι ό Χριστός. Αυτή ή κίνηση του Ελληνισμού προς την όντως Σοφία καταξιώνεται σε ένα λόγο του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους (Α’ Κορ. α’ 22): «Έλληνες σοφίαν ζητούσιν, Ιουδαίοι σημείον αίτούσι». Ό Ιουδαίος αιτεί, επαιτεί. Περιμένει παθητικά από τον Θεό να έλθει το αναμενόμενο, όπως οι Μάρτυρες του Ίεχωβα περιμένουν τον Αρμαγγεδώνα, τον μεγάλο πόλεμο του Θεού, για να πάρουν και αυτοί (μόνο τότε…) τα όπλα και να υποτάξουν όλα τα έθνη της γης και να ζουν πριγκιπικά επί χίλια χρόνια στον χιλιαστικό «παράδεισο». Οι Έλληνες δεν επαιτούμε, αναζητούμε να εύρουμε. Και «ό ζητών ευρίσκει», όπως λέγει ό Χριστός (Ματθ. ζ’ 8).

Ό Κλήμης ό Αλεξανδρεύς με το να λέγει ότι η Ελληνική Φιλοσοφία «ζήτησις εστίν αληθείας», υπονοεί και το ποια είναι αυτή η αλήθεια. Και αυτό προσδιορίζει ερμηνευτικά ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος (ι 258). Αλήθεια, λέγει, είναι Εκείνος (Πρόσωπο, δηλαδή), πού μόνος τόλμησε στη ν Ιστορία να πει: «Εγώ ειμί ή Αλήθεια» (Ίωαν. ιδ’ β), δηλαδή ό Ιησούς Χριστός. Αυτόν τελικά ζητούσαν στις πνευματικές ανατάσεις τους οι αρχαίοι Έλληνες σ’ όλους τους χώρους: την επιστήμη, την τέχνη, το δίκαιο• ως αλήθεια, ωραίο, δικαιοσύνη! Οι διάφορες όψεις της μιας αδιατίμητης και ακέραιης αλήθειας επικεντρώνονται στον Ελληνισμό σε ένα Πρόσωπο, όχι σε αφηρημένα ιδεολογικά σχήματα. Ήταν ό «άγνωστος Θεός», πού αναζητούσαν οι Αθηναίοι. Γι’ αυτό συνηθίζω να λέγω ότι ό Απόστολος Παύλος στον αθηναϊκό Άρειο Πάγο δεν κατέστρεψε, δεν διέστρεψε, ούτε μετέστρεψε την ελληνική αναζήτηση. Άπλα την έστρεψε προς τον Χριστό λέγοντας: «Όν αγνοούντες ευσεβείτε, τούτον εγώ καταγγέλλω υμίν» (Πράξ. ιζ’ 23). Δηλαδή: Αυτόν, πού μέσα στην άγνοια σας τον αναζητείτε, αυτόν σας κηρύσσω, σας φανερώνω. Δηλαδή τον αναζητούμενο και από τον Ελληνισμό Ιησού Χριστό.

δ) Ελληνική αρετή είναι και ή επίγνωση των ορίων του λόγου. Ποτέ ό Ελληνισμός δεν γνώρισε νοησιαρχία δυτικοευρωπαϊκού τύπου, όπως προδιαγράφεται από τον Αυγουστίνο με το περιβόητο εκείνο «credo ut intelligam» (πιστεύω, για να κατανοήσω). Ή διάνοια είναι, έτσι, ό τελικός αποδέκτης και το έσχατο μυστήριο. Ή κρίση αυτή προεκτεινόμενη φθάνει στον Καρτέσιο, πού έλεγε: «cogito ergo sum» (διανοούμαι, άρα υπάρχω). Ή διανοητική διεργασία θεμέλιο της υπάρξεως. Στον Ελληνισμό, ως αρχαίο και ως χριστιανορθόδοξο, είναι άγνωστη ή απολυτοποίηοη του «ορθού λόγου», κάτι πού έλαβε σάρκα καί οστά στη Γαλλική Επανάσταση, επί Ροβεσπέρρου, όταν ή «θεά λογική» λατρεύτηκε στο πρόσωπο μιας γυμνής Πόρνης μέσα στην «Παναγία των Παρισίων». Ή υπέρβαση των ορίων του λόγου στους Έλληνες θεωρείται «ύβρις» (αρχαία τραγωδία).

Αύριο η συνέχεια…

Με σεβασμό και τιμή

ΑΓΓΕΛΟΣ ΠΑΝ. ΣΑΚΚΕΤΟΣ

ΠΗΓΗ