Πάρα τα τεραστία προβλήματα κοινωνικού αποκλεισμού που υφίστανται οι Ρομά στα μείζονα ζητήματα της κοινωνικής χωροθέτησης, της πρόσβασης στην Εκπαίδευση, της εργασίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, υπάρχει κάτι που το ελληνικό κράτος δεν τους έχει στερήσει: το πολιτικό δικαίωμα ψήφου. Υπό αυτή την έννοια, η κοινωνική ομάδα των Ρομά αποτελεί πρώτα και κύρια μια δεξαμενή ψήφων, πολύτιμη για όλα τα κόμματα του πολιτικού φάσματος. Με δεδομένο το εκλογικό όριο του 3% για την είσοδο ενός πολιτικού κόμματος στη Βουλή, οι Ρομά αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα και με τις άλλες εν Ελλάδι μειονότητες που θα ήθελαν πιθανώς να συγκροτηθούν ως πολιτικό υποκείμενο: τα κουκιά δεν επαρκούν. Αυτό οδηγεί στη διασπορά κατά καιρούς Ρομά υποψηφίων σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος. Η ισότητα της ψήφου και η ελεύθερη επιλογή λειτουργούν έτσι αφομοιωτικά των όποιων πιθανών επιθυμιών για μια πιο ενεργητική και ακτιβιστική πολιτική παρέμβαση στην κεντρική πολιτική σκηνή, επιφυλάσσοντας στους εκάστοτε Ρομά υποψηφίους, αλλά και εκλεγμένους ακόμη βουλευτές, τον τοποτηρητικό ρόλο που παραδοσιακά ασκούν οι εν Ελλάδι κομματάρχες: Να αμβλύνουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, κανονικοποιώντας την και στρέφοντάς μας προς συμβατικές πολιτικές επιλογές.
Αν υπάρχει ωστόσο ένα παράδοξο στη σχέση των Ρομά με τη συμβατική κεντρική πολιτική είναι πως, ενώ αποτελούν τα κατ’ εξοχήν θύματα του κοινωνικού ρατσισμού, οι πολιτικές επιλογές τους κινούνται σε μεγάλο βαθμό προς τα δεξιά. Η ίδια η δομή των οικισμών τους, με έμφαση στις πατροπαράδοτες αξίες, την οικογένεια και τον σεβασμό στις άτυπες σχέσεις εξουσίας, κάνει τους Ρομά να βρίσκουν περισσότερο θελκτικό πολιτικά τον χώρο της μεγάλης συντηρητικής παράταξης. Εκεί εξάλλου θα πολιτευθούν αρκετοί διάσημοι Ρομά.
Αξίζει να αναφερθούμε στη Χριστίνα Χαλιλοπούλου, η οποία είναι και κόρη του βασιλιά των Τσιγγάνων, Νίκου Χαλιλόπουλου. Η Χαλιλοπούλου από το 1997 οργανώνεται στη φοιτητική παράταξη της ΔΑΠ-ΝΔΦΚ στο Λονδίνο, όπου και σπουδάζει. Το 2004 επέστρεψε στην Αθήνα, ύστερα από πρόταση του τότε γραμματέα της Ν.Δ., Βαγγέλη Μεϊμαράκη, και το 2012, αυτή τη φορά μετά από πρόσκληση του τότε πρωθυπουργού, Αντώνη Σαμαρά, μελέτησε και συνέταξε το εθνικό σχέδιο για την ενσωμάτωση των Τσιγγάνων. Υπήρξε επίσης υποψήφια ευρωβουλευτής στις εκλογές του 2015.
Η άλλη μεγάλη μορφή στην πολιτική εκπροσώπηση των Ρομά είναι ο Βασίλης Παϊτέρης, ο οποίος εμπλέκεται και σε ένα ενδιαφέρον πολιτικό σίριαλ, που περιλαμβάνει και τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις εκλογές του 2012, ο μουσικός είχε φτάσει μέχρι τις προκριματικές λίστες. Οσο απίστευτο και αν ακούγεται, ο ΣΥΡΙΖΑ γνώριζε μόνο το γεγονός ότι ο Παϊτέρης είχε πολιτευτεί με τη Νέα Δημοκρατία επί Κώστα Καραμανλή. Αγνοούσε όμως προηγούμενες πολιτικές εμπλοκές του καλλιτέχνη, ο οποίος είχε πολιτευτεί τόσο με την ΠΟΛ. ΑΝ. του Αντώνη Σαμαρά όσο και με το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα. Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε πρόβλημα και δύο χρόνια αργότερα, όταν στις ευρωεκλογές επέλεξε αρχικά, για να ανακαλέσει ύστερα, τη μουσουλμάνα Σαμπιχά Σουλεϊμάν, η οποία με το να αυτοπροσδιορίζεται ως Ελληνίδα μουσουλμάνα Ρομά βρισκόταν στο στόχαστρο των ανθρώπων του τουρκικού προξενείου, ακροδεξιών, δεξιών, σοσιαλιστών και αριστερών, καθώς προσπαθούσε να εξανθρωπίσει τον οικισμό των Ρομά στη Θράκη, να προβάλει τα δικαιώματα των μουσουλμάνων Ρομά και κυρίως να βάλει φραγμό στην προσπάθεια ελέγχου των μουσουλμάνων Ρομά από αυτούς. Τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ κάμφθηκε και απέσυρε την υποψηφιότητα. Ευτράπελα και αντιφατικά στοιχεία, τα οποία αναπαράγουν και στον χώρο της πολιτικής τις μείζονες αντιφάσεις που διατρέχουν μια πληθυσμιακή κοινότητα που διαπερνάται από αλληλοδιαπλεκόμενες εξουσιαστικές σχέσεις. Καθώς δεν είναι μόνο η μείζων υποβάθμιση και καταστολή από τις ελληνικές Αρχές αυτή που ορίζει την κοινωνική συνείδηση, αλλά και η παραγωγικότητα των μικροσχέσεων εξουσίας που ριζώνουν στους ίδιους τους κόλπους της κοινότητας, για να παράγουν αναδιπλασιασμένη τη μεγάλη εικόνα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.