Η καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, όπως αποτυπώθηκε στο πόρισμα της Επιτροπής για την Αναθεώρηση του Θεσμικού Πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η οποία συστάθηκε με το άρθρο 5 του ν. 4368/2016 («Μέτρα για την επιτάχυνση του κυβερνητικού έργου και άλλες διατάξεις»), σχετικά με το ισχύον εκλογικό σύστημα στους ΟΤΑ Α’ και Β’ Βαθμού, θέτει το ζήτημα της υιοθέτησης της απλής αναλογικής και στην αυτοδιοίκηση.
Η πρώτη επισήμανση είναι ότι το ισχύον εκλογικό σύστημα αντιμετωπίζεται ως ακραία πλειοψηφικό, αφού η απόδοση στον επιτυχόντα συνδυασμό τουλάχιστον των 3/5 των εδρών του αιρετού συμβουλίου δημιουργεί δυσανάλογα ενισχυμένη πλειοψηφία, η οποία αναμφισβήτητα αλλοιώνει την εκπροσώπηση στα όργανα διοίκησης.
Η δεύτερη επισήμανση άπτεται του προσωποκεντρικού χαρακτήρα του ισχύοντος εκλογικού συστήματος. Η διάρθρωση του σημερινού συστήματος δημιουργεί την πλασματική εικόνα ότι τυπικά και νομικά ο δήμαρχος ή ο περιφερειάρχης είναι εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του συμβουλίου. Στην πραγματικότητα ασκούν διοίκηση στη βάση μιας δεδομένης, ενισχυμένης πλειοψηφίας.
Η ενισχυμένη αναλογική, η ενισχυμένη πλειοψηφία καθιστούν τα αιρετά συμβούλια νομιμοποιητικούς μηχανισμούς των προσωπικών επιλογών δημάρχων ή περιφερειαρχών. Με δεδομένη την ισχυρή πλειοψηφία, καμία διαβούλευση, καμία προσπάθεια συναίνεσης και καμία επεξεργασία συνήθως δεν προηγείται ακόμη και στα θεσμοθετημένα όργανα διαβούλευσης.
Οι παραπάνω δύο επισημάνσεις είναι αυτές που συνυφαίνουν το τοπίο της άσκησης διοίκησης στην αυτοδιοίκηση, το οποίο υπολείπεται όχι μόνο στην αντιπροσωπευτικότητα, αλλά ταυτόχρονα δημιουργεί έλλειμμα στη συμμετοχικότητα των πολιτών, υποβαθμίζοντας τις πολιτικές και συλλογικές διαδικασίες.
Η αναλογικότερη εκπροσώπηση θα επιφέρει μια άλλη κουλτούρα σε τοπικό επίπεδο, η οποία θα στηρίζεται στην αυθεντική εκπροσώπηση της λαϊκής βούλησης, θα οδηγήσει σε αναγκαίες πολιτικές διεργασίες διαλόγου και συναίνεσης, με τελικό ζητούμενο μια νέα κοινωνική συνείδηση.
Στα παραπάνω επιχειρήματα αντιτάσσεται το θέμα της «κυβερνησιμότητας» των ΟΤΑ. Ακόμη και με το σημερινό σύστημα δεν αποκλείεται η ενισχυμένη πλειοψηφία να χαθεί ή να αποδυναμωθεί κάποια στιγμή, κάτι το οποίο έχουμε δει να συμβαίνει στην αυτοδιοίκηση.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. έχουν να επιδείξουν μια ποικιλομορφία τόσο ως προς τη συγκρότηση και τις αρμοδιότητες των οργάνων διοίκησης όσο και ως προς τα εκλογικά συστήματα ανάδειξης όχι μόνο των συλλογικών οργάνων αλλά και του ίδιου του δημάρχου.
Υπάρχουν χώρες όπως το Βέλγιο και η Αυστρία όπου τα δημοτικά συμβούλια έχουν ρόλο αντίστοιχο είτε της επιτροπής διαβούλευσης είτε ακόμη και του νομοθέτη για τοπικά ζητήματα, η δε εκλογή του δημάρχου πραγματοποιείται από το δημοτικό συμβούλιο.
Η Δανία, η οποία έχει υιοθετήσει ένα σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, έχει θεσμοθετήσει ένα επιπλέον όργανο διοίκησης που είναι αυτό των εκτελεστικών επιτροπών, με μέλη τα οποία ορίζονται από το δημοτικό συμβούλιο, και είναι αρμόδιες για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, με μόνιμες επιτροπές οι οποίες συνεπικουρούν το έργο του δημοτικού συμβουλίου.
Το δημοτικό συμβούλιο είναι υπεύθυνο για τον προϋπολογισμό του δήμου, τη λειτουργία των τοπικών θεσμών και την υιοθέτηση και υλοποίηση των τοπικών πολιτικών. Τέλος, ο δήμαρχος εκλέγεται από το δημοτικό συμβούλιο και είναι υπεύθυνος για τη διοίκηση του δήμου.
Στην Ιρλανδία, επίσης χώρα η οποία έχει θεσμοθετήσει σύστημα αναλογικής εκπροσώπησης, το δημοτικό συμβούλιο εκλέγεται με άμεση και καθολική ψηφοφορία και συνεπικουρείται από επιτροπές τοπικής πολιτικής, που αποτελούνται από αιρετούς του συμβουλίου και εκπροσώπους των ομάδων τοπικών συμφερόντων, όπως οι επιχειρηματικές, περιβαλλοντικές και εθελοντικές ομάδες.
Ο δήμαρχος ή ο επικεφαλής του δημοτικού συμβουλίου εκλέγεται κάθε χρόνο ανάμεσα από τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου. Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. το εκλογικό σύστημα στηρίζεται στην αναλογική εκπροσώπηση και περιλαμβάνει ένα σύνολο οργάνων με στόχο την επίτευξη αποτελεσμάτων και τη δυνατότητα άσκησης σύγχρονης διοίκησης. Με αυτόν τον τρόπο έχουν απαντήσει στο θέμα της κυβερνησιμότητας.
Η επιλογή της απλής αναλογικής ως εκλογικού συστήματος είναι μια πολιτική επιλογή. Είναι μια πολιτική φιλοσοφία που θέτει στο επίκεντρο την ιδιότητα του πολίτη. Ο/η πολίτης δεν είναι απλά ο/η φέρων/ουσα την ψήφο, αλλά ο/η διαχειριστής των τοπικών ζητημάτων μέσα από την ενίσχυση όλων των συλλογικών οργάνων και διαδικασιών μέσω της θεσμοθέτησης δημοψηφισμάτων.
Η υιοθέτηση της απλής αναλογικής, με ταυτόχρονο ανασχεδιασμό των οργάνων διοίκησης και ενίσχυση των συμμετοχικών διαδικασιών σε τοπικό επίπεδο, όπως η διαμόρφωση συμμετοχικών προϋπολογισμών και τεχνικού προγράμματος, τα τοπικά δημοψηφίσματα, η άσκηση λογοδοσίας και κοινωνικού ελέγχου, μακροπρόθεσμα θα δημιουργήσουν την κουλτούρα αναγκαίων συναινέσεων και δημιουργικής αντιπολίτευσης και θα αλλάξουν τα ατομικά χαρακτηριστικά του πολιτικού προσωπικού.
Είναι μια δυναμική διαδικασία η οποία δεν μπορεί να κριθεί με όρους τού σήμερα, με αφομοιωμένες λογικές δεδομένων πλειοψηφιών.
Τέλος, η απλή αναλογική είναι θέμα αρχής για όσους πιστεύουν στους κανόνες κοινωνικής δικαιοσύνης, για όσους γαλουχήθηκαν σε ένα σύστημα δημοκρατικών αξιών. Αν ξεκινήσουμε από αυτό, μπορούμε να συμφωνήσουμε και στην αναγκαιότητα θεσμοθέτησης εκείνων των οργάνων διοίκησης που θα εγγυηθούν την αποτελεσματικότητά της.
* κοινωνιολόγος, BA, MSc (δημοτική σύμβουλος Παλλήνης, πρ. αντιδήμαρχος Παλλήνης)